Πολιτισμός

Αφηγήσεις – μαρτυρίες – λογοτεχνήματα: Μια άλλη προσέγγιση της τοπικής ιστορίας

 

Της
Αγγελικής Θάνου,
PhD εκπαιδευτικός
και συγγραφέας

Μέρος Γ’

Κάθε λογοτεχνικό προϊόν συχνά αναπαράγει τη ζωή και την ιστορία. Είναι τόσο δυνατή αυτή η τροφοδοσία που προκύπτει το ερώτημα ποιος τελικά έχει την πλουσιότερη φαντασία, οι βίοι των ανθρώπων, οι ιστορίες των λαών ή η έμπνευση των λογοτεχνών; Οι μαρτυρίες των Ελλήνων της κατοχής κρύβουν μεγέθη σεναρίων αξεπέραστα. Οι αφηγήσεις των Καναλιωτών Μαγνησίας, όσων επιβίωσαν, αναφορικά με την αποφράδα ημέρα της 16ης Νοεμβρίου 1943 αγγίζουν την ψυχή. Στο παρόν άρθρο οι μνήμες των επιζώντων συναντούν τις τεχνικές της λογοτεχνίας και εκτίθενται στους αναγνώστες. Ένας άλλος τρόπος γνωστοποίησης της τοπικής ιστορίας. Μια διαφορετική προσέγγιση της πυρπόλησης των Καναλίων από τη χιτλερική λαίλαπα που άφησε πίσω της χαμένες ανθρώπινες ζωές, καμένα σπίτια, την εκκλησία της Παναγιάς με το μοναδικό εξάγωνο καμπαναριό της ανατιναγμένη, καθώς και τον τρόμο στις ψυχές.

Ιστορία 1η: Το κλειδί
Η κυρία Λουκία δεχόταν τις περιποιήσεις της νοσηλεύτριας χαμογελώντας, ασφαλής και ήρεμη. Οι σκέψεις της γύριζαν πίσω, πάντα πίσω. Εκεί, στα παιδικά χρόνια αναζητούσε τις αναμνήσεις της. Μόνιμη, σταθερή πελάτισσα στο προσωπικό της γραφείο απολεσθέντων αναμνήσεων:
Να ‘τη πεντάχρονη μικρούλα με μια πλεχτή μακριά, καστανόξανθη κοτσίδα και ριγέ φόρεμα. Το έπλεξε η μητέρα της. Ξήλωσε δυο πουλόβερ των μεγαλύτερων αδερφών της. Τίποτα δεν πετούσαν εκείνη την εποχή. Η γερμανική κατοχή τα έκανε όλα πολύτιμα. Τα παλιά γίνονταν καινούργια απ’ ανάγκη.
Γερμανοί, Γερμανοί ακούστηκε μια φωνή απ’ το παρελθόν.
Έρχονται οι Γερμανοί, τρέξτε να κρυφτείτε!
Νάτοι εκεί, απέναντι πίσω απ’ τη λίμνη! Τρέξτε… Γερμανοί… Γερμανοί!!!
Η μικρή Λουκία γύρισε το βλέμμα της κι αντίκρισε τα οχήματα των Γερμανών να έρχονται γρήγορα. Έμοιαζαν θεριά, που σκορπούσαν σύννεφα σκόνης. Ο δρόμος γύρω απ’ τη λίμνη τα οδηγούσε ακριβώς στο χωριό τους.
Έλα, Λουκία, πάρε αυτό το καρβέλι. Κράτα καλά και το κλειδί του σπιτιού. Πρόσεχε μην το χάσεις, κακομοίρα μου, της είπε η μητέρα της τρυφερά.
Κλείδωσε το σπίτι και της το ’δωσε. Πόσο μεγάλο κλειδί, πόσο μικρό χεράκι! Ο πατέρας πήρε τη γίδα τους και μια στρατιωτική καραβάνα. Ο αδερφός της το καλάθι με την κλώσσα. Η αδερφή της δυο καρβέλια ψωμί. Η μητέρα της λίγες κουβέρτες και άρχισαν να τρέχουν προς τη ράχη να κρυφτούν. Το είχαν κάνει τόσες φορές. Είχαν πια εκπαιδευτεί. Και η προειδοποίηση επαναλαμβανόταν:
Γερμανοί… Γερμανοί… γρήγορα… τρέξτε, Γερμανοί!!!
Τα γερμανικά τζιπ και οι τρίτροχες μοτοσικλέτες με το καλάθι ακούγονταν όλο και πιο κοντά. Μόλις η οικογένεια της Λουκίας πρόλαβε να κρυφτεί πίσω απ’ τη ράχη, οι Γερμανοί έμπαιναν μέσα στο χωριό τους. Το σημείο αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να βλέπουν τι συνέβαινε στο χωριό. Αυτήν τη φορά οι κατοχικές δυνάμεις ήρθαν έχοντας εντολές άνωθεν για την καταστροφή του χωριού. Να οι πρώτες ανατινάξεις, να οι πρώτες πυρπολήσεις σπιτιών. Να το εκεί το σπίτι τους τυλιγμένο στις φλόγες. Να το αποκαΐδια έμεινε. Το κλειδί έκαιγε στη μικρή παλάμη. Τόσο μεγάλο, τόσο περίτεχνο, τόσο άχρηστο.
Πέταξέ το, Λουκία το κλειδί, μην το κρατάς άλλο. Δεν θα μας χρειαστεί, κορίτσι μου. Πάει το σπιτάκι μας, πάει κάηκε, άκουσε την τρυφερή φωνή της μανούλας της και είδε τα μάτια της να θολώνουν.
Η θέα του δίπατου σπιτιού τους, που μεταβλήθηκε σε μια στήλη καπνού που ανέβαινε σαν προσευχή διαμαρτυρίας στον ουρανό, ένωσε όλη την οικογένεια σε μια σφιχτή αγκαλιά. Εκεί, σ’ αυτήν την αγκαλιά κρυμμένο και το κλειδί. Τόσο μεγάλο, τόσο περίτεχνο, τόσο άχρηστο!

Ιστορία 2η, Σάρα: Μια Εβραιοπούλα της κατοχής
Αρχές Νοεμβρίου στο Τελ Αβίβ. Η Σάρα ποτίζει στο παράθυρό της τα λευκά χρυσάνθεμα και σιγοτραγουδά. Μπροστά της απλώνεται καταπράσινο το αγαπημένο της λεμονοπερίβολο, που ανταποδίδοντας την αγάπη και τη φροντίδα, της χαρίζει απλόχερα ανθούς, καρπούς, άρωμα και ίσκιο. Ο Νοέμβρης γλυκός, ζεστός αγκαλιάζει το πολύπαθο Ισραήλ. Σήμερα η Σάρα έχει μεγάλα κέφια κι όταν έχει κέφια, τακτοποιεί το σπίτι της. Πώς της αρέσει να βάζει τα πράγματα στη θέση τους, να οργανώνει τους χώρους λειτουργικά!
Πάει ένας χρόνος που συνταξιοδοτήθηκε απ’ τη δουλειά της και απολαμβάνει αυτήν την περίοδο της ζωής της με τη χαρά μικρού παιδιού. Υπήρξε επαγγελματίας φωτογράφος κι εργάστηκε κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν, για μια από τις πιο γνωστές καθημερινές εφημερίδες του Τελ Αβίβ. Αν και ήταν ένα δύσκολο επάγγελμα για μια γυναίκα, εκείνη το υποστήριξε με τον καλύτερο τρόπο, επειδή αυτό ήταν το μεράκι της. Νόμιζε ότι, όταν θα παραιτηθεί από την εφημερίδα για τη συνταξιοδότησή της, θα είναι δυστυχής. Όμως, έκανε λάθος. Το μεράκι για τη φωτογραφία δεν εγκλωβίζεται στο ωράριο μιας εργασιακής σύμβασης. Τώρα φωτογράφιζε για το κέφι της κι αυτό της έδινε μια χαρά πρωτόγνωρη.
Νάτη μπροστά στο παλιό, ξύλινο μπαούλο με το μπρούτζινο χερούλι. Αυτό είναι το αγαπημένο της μπαούλο. Το ξέρει πολύ καλά πως, αν ανοίξει αυτό το χερούλι, θα χαθεί μέσα στις αναμνήσεις, μα θα το κάνει γιατί… είναι αρχές Νοεμβρίου κι ο μήνας αυτός είναι για εκείνη μήνας μνημόσυνων.
Ένα γαλήνιο άρωμα από ξύλο τριανταφυλλιάς πότισε τις αισθήσεις της και έγινε πάλι οκτώ χρονών, τότε που είχαν βρει καταφύγιο στην Ελλάδα, κυνηγημένοι από τη χιτλερική αλλοφροσύνη, κοντά τους φιλόξενους ανθρώπους ενός μικρού χωριού της Θεσσαλίας, δίπλα στην πανέμορφη λίμνη, που το όνομά της έχει ξεχάσει πια. Οι χωρικοί, άνθρωποι απλοί και καλοσυνάτοι, τους έδιναν σταφύλια, σύκα, αμύγδαλα και καρύδια κι η λίμνη, αχ! η λίμνη …τους χάριζε τα ψάρια της, τα πουλιά, τα τραγούδια των ψαράδων, την ομορφιά της.
Η Σάρα ταξιδεύει με τον νου και παράλληλα τακτοποιεί το μπαούλο και μαζί του αερίζει και το μπαούλο του νου, εκεί που βρίσκονται οι αναμνήσεις. Πάντα πρώτος ξεπροβάλει ο παππούς Γιοσέφ, με το γενάκι του, τη σεβάσμια μορφή του, την κυρτή μύτη του. Νά τος πάλι, να τη βαστά απ’ το χέρι να παρακολουθούν τους κατοίκους του χωριού, να τρέχουν πανικόβλητοι προς το βουνό, κρατώντας ο καθένας ό,τι βρήκε πρόχειρο και πρόλαβε να σώσει απ’ το νοικοκυριό του. Ανάμεσά τους μια κοπέλα με μακριά, καστανή κοτσίδα τρέχει μόνη της, κουβαλώντας με υπεράνθρωπη προσπάθεια ένα δέμα. Απ’ την τσέπη της γλιστρά και πέφτει στο χώμα ένα μικρό δεματάκι, δεμένο σε ένα άσπρο μαντίλι. Η κοπέλα συνεχίζει να τρέχει, πίσω της ο παππούς Γιοσέφ με το μαντιλάκι και ξοπίσω του εγώ.
-Δεσποινίς, δεσποινίς σας έπεσε αυτό, ακούω τον παππού μου να φωνάζει με ευγένεια. Το κορίτσι στράφηκε με απορία σαν να είχε ακούσει μια άγνωστη λέξη.
-Σας έπεσε αυτό, άκουσε τη φωνή του παππού. Εκείνη πήρε το μικρό δέμα, έλυσε το μαντίλι με βιασύνη, πήρε τα λιγοστά χρήματα που ήταν μέσα κι έδωσε στη Σάρα το μαντίλι της.
-Το ’χω κεντήσει μόνη μου, πάρτο να με θυμάσαι. Με λένε Μαρία Αλεξίου, αλλά όσοι μ’ αγαπούν με φωνάζουν Μαρικάκι. Να, το γράφει εδώ και της έδειξε το κεντημένο λογότυπο, ένα καλλιγραφικό Α, ένα Μ και ένα κλαρί αμυγδαλιάς.
Το έπιασε, το μύρισε, ένα σύννεφο λεβάντας κατέκλυσε την όσφρηση. Της χαμογέλασε κι ενώ προσπάθησε να πει «με λένε Σάρα», τη διέκοψε ένας εκκωφαντικός θόρυβος, που ακούστηκε απ’ το χωριό. Ένας άγριος, τρομερός ήχος ανατίναξης, που συνοδευόταν από άρρυθμα χτυπήματα καμπάνας. Η Μαρία άρχισε να τρέχει, φωνάζοντας, «οι Γερμανοί ανατινάζουν την εκκλησία…» τρέχει πίσω της και η Σάρα σφίγγοντας με το ένα χέρι το ζεστό χέρι του παππού και με το άλλο το λευκό, κεντημένο μαντιλάκι με άρωμα λεβάντας. Έτρεχε η Σάρα και σκεφτόταν «άραγε πρόλαβε να ακούσει η Μαρία το όνομά μου;». Ήταν 16 Νοεμβρίου του 1943…
Η Σάρα του Τελ Αβίβ λυγερή και ευθυτενής με τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω σε ένα διακριτικό κότσο, κρατούσε στα χέρια της το άσπρο μαντιλάκι που ξεπρόβαλε κι αυτό μαζί με τις αναμνήσεις απ’ το μπαούλο, λιγότερο άσπρο, λιγότερο αρωματισμένο, παλιότερο κατά εβδομήντα χρόνια, αλλά το ίδιο ισχυρό σε μνήμες και συναισθήματα. Έπαιζε στα δάχτυλά της το άσπρο κεντημένο μαντίλι με το καλαίσθητο λογότυπο και στο μυαλό της γυρόφερνε μια ιδέα, που στο πρόσωπό της γεννούσε μια αλλιώτικη χαρά.
-Ναι! θα επισκεφτώ τον τόπο που με φιλοξένησε τόσο ζεστά στα δύσκολα χρόνια του χιτλερισμού. Το χρωστάω στον παππού μου, φώναξε και άνοιξε τη βαλίτσα της.
Το πρώτο πράγμα που έβαλε μέσα ήταν το άσπρο κεντημένο μαντιλάκι με το καλαίσθητο λογότυπο και το λιγοστό άρωμα λεβάντας, το δεύτερο αντικείμενο που πήρε θέση στη βαλίτσα της ήταν η επαγγελματική της φωτογραφική μηχανή.

Ιστορία 3η: Ο κύριος Ευγένιος θυμάται
Ο κύριος Ευγένιος Αλεξανδρής παρέα με τον Διονύση έπιναν το ελληνικό καφεδάκι τους. Το έπιναν και οι δυο με μέτρο στη ζάχαρη, δηλαδή μέτριο. Κάθονταν στην αυλή του σπιτιού, κάτω απ’ τη μουριά. Στην αυλή που άστραφτε πάλι από καθαριότητα και νοικοκυροσύνη μετά την πρόσληψη οικιακής βοηθού.
Ο κύριος Ευγένιος ξαναβρήκε το κέφι του. Δεν σταματούσε να μιλάει, να γελάει, να θυμάται:
Σαν να ’τανε χτες μού φαίνεται που οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό με σκοπό να το κάψουν. Κρατούσαν πυρομαχικά τόσο μακριά και χοντρά σαν λουκάνικα. Πήγαν πρώτα στο σχολείο. Το ’βαλαν φωτιά. Σειρά είχε η εκκλησία μας. Είχαν, βλέπεις, πληροφορίες ότι οι Έλληνες αντάρτες είχαν κρύψει εκεί πυρομαχικά.
Πάντα υπάρχουν προδότες. Έχουμε πολλούς στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Είχαν σωστές πληροφορίες. Η ανατίναξη της εκκλησίας ήταν τόσο δυνατή που έφταναν οι περαστές της μέχρι πάνω, στην πλατεία. Πολλές εκρήξεις ασταμάτητα. Σαν να τις ακούω!
Υπήρχαν ανθρώπινα θύματα εκείνη τη μέρα;
Οι Γερμαναράδες είχαν απλωθεί σε όλο το χωριό και έκαιγαν όσα διώροφα σπίτια δεν ήταν χρήσιμα στον δικό τους στρατό. Μπήκαν στο σπίτι της Σταματίας, μιας μάνας με τέσσερα παιδιά και μπαρούτιασαν την ντουλάπα με τα ρούχα. Για προσάναμμα χρησιμοποίησαν ένα μαξιλάρι και μια μικρή σκούπα από φουκαλιά. Η φωτιά φούντωσε αμέσως. Έτρεξε η Σταματία με τον τενεκέ γεμάτο νερό να σβήσει την ντουλάπα, αλλά ο Γερμανός γύρισε πίσω και τη σκότωσε επί τόπου. Έμεινε η μεγάλη της κόρη με το κουβαδάκι γεμάτο νερό στο χέρι άλαλη να βλέπει τη μάνα της νεκρή και το σπίτι να καίγεται.
Τραγική εμπειρία για ένα παιδί, ακούστηκε σοκαρισμένος ο Διονύσης.
Άρχισε να ουρλιάζει, ήρθε η γειτόνισσα, τράβηξαν έξω απ’ το σπίτι τη νεκρή μάνα, που κινδύνευε να καεί. Όλη νύχτα τη φύλαγε μόνη της στην αυλή κλαίγοντας στο πλάι της. Πότε να ειδοποιηθεί η υπόλοιπη οικογένεια που είχε σκορπιστεί σε διάφορα σημεία να γλιτώσει! Δίπλα τους, το σπίτι τους είχε γίνει αποκαΐδια. Άγριο πράγμα ο πόλεμος, Διονύση.
Το χειρότερο! Ευτυχώς υπάρχουν και οι επέτειοι για να μαθαίνουν οι νεότεροι. Η μνήμη χρειάζεται υποστήριξη, ιδιαίτερα σήμερα, που υπάρχουν πολλοί νοσταλγοί του χιτλερισμού.
Σκοτώθηκε κι ένα κορίτσι 17 χρονών σαν τα κρύα τα νερά, η Κατερίνα. Έτρεχε να κρυφτεί κρατώντας δυο καρβέλια ψωμί. Όμως, καθώς ανηφόριζε στην πλαγιά, τη βρήκαν τα βόλια. Έχασε τα νιάτα της, εκεί, στην άκρη του χωριού, λίγο πριν φτάσει στην κρυψώνα της. Νύχτα, κρυφά, κατέβηκαν οι γονείς της και την έθαψαν. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Όσο πλησιάζει η 16 του Νοέμβρη, τόσο οι μνήμες ζωντανεύουν.
Για πες τι άλλο θυμάσαι, κύριε Ευγένιε; Συγκινούμαι τόσο πολύ να ακούω αυτές τις ιστορίες. Νιώθω ότι οι ρίζες με τον τόπο μου δυναμώνουν.
Μια μέρα μπήκαν οι Γερμανοί στο σπίτι μας οπλισμένοι. Κλώτσησαν την πόρτα δυνατά. Ήταν δυο ψηλοί με πολυβόλα. Μάζευαν άντρες για καταναγκαστικά έργα. Ο πατέρας μου το ’μαθε και κρύφτηκε μέσα στο μεγάλο βαρέλι, που βάζαμε το λάδι. Μπαίνουν οι Γερμαναράδες στο κατώι και τι να δουν! Παντού καλαμωτές με μεταξοσκώληκες, που μασούσαν φύλλα μουριάς. Η μάνα μου εκείνη την ώρα έριξε και φρέσκα μαρουλόφυλλα και οι μεταξοσκώληκες ροκάνιζαν με όρεξη. Έκαναν έναν ήχο πολύ παράξενο, καθώς έτρωγαν τα φύλλα. Σαν ορχήστρα ήταν. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν. Φαίνεται δεν είχαν ξαναδεί μεταξοσκώληκες. Τους χάζευαν και χαμογελούσαν. Γκουτ, γκουτ έλεγαν και κοίταζαν περίεργα. Γκουτ, γκουτ, καλό, μέχρι και τα χέρια τους ξεσφίχτηκαν απ’ τα πολυβόλα. Χαλάρωσαν. Έμειναν αρκετή ώρα χαζεύοντας το θέαμα κι έφυγαν ενθουσιασμένοι λέγοντας γκουτ και γκουτ. Ξέχασαν και τον πατέρα. Όταν βγήκε απ’ το βαρέλι ήταν ένας ελεύθερος, μισολαδωμένος ποντικός. Σαν τον είδε η μάνα μου, βάλθηκε να γελάει μέχρι δακρύων.
Αυτό το ξέχασα. Τόσα πήγαινε-έλα Αγγλία-Ελλάδα και ανάποδα. Ξέχασα ότι κάποτε εδώ καλλιεργούσαμε μεταξοσκώληκες.
Γι’ αυτό έχουμε τόσες μουριές στην πλατεία μας. Κι εμείς, δες, πού καθόμαστε και πίνουμε τον καφέ μας. Κάτω απ’ τη μουριά, είπε και γέλασε με την ψυχή του.
Κι η μουριά τους χάρισε ένα κατακίτρινο φύλλο, που προσγειώθηκε στο τραπέζι τους, ίδιο φλούδα λεμονιού. Το χωριό της λίμνης φορούσε κιόλας για τα καλά τα φθινοπωρινά του!

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το