Πολιτισμός

Αδημοσίευτες νουβέλες ενός Πηλιορείτη από τον Μεσοπόλεμο

Η Ανθούλα Ελευθερίου μαζί με τον σύζυγό της Jean-Mary Delehaye. Δεξιά διακρίνεται ο πατέρας της Ταξιάρχης Ελευθερίου, ενώ μπορούμε να δούμε χειρόγραφά του από την εποχή του Μεσοπολέμου. Μάλιστα, το κείμενο είναι γραμμένο πάνω σε εργοστασιακό έντυπο της υφαντουργίας Παπαγεωργίου που εργαζόταν

Ο Βόλος του Μεσοπολέμου «ζωντανεύει» μέσα από τις σελίδες των διηγημάτων που έγραψε ένας Πηλιορείτης τη δεκαετία του 1930. Τα χειρόγραφα ετούτα δεν πήραν ποτέ τον δρόμο για το τυπογραφείο, αφού ο Ταξιάρχης Ελευθερίου έγραφε ερασιτεχνικά στον ελεύθερο χρόνο του. Μέχρι σήμερα βρίσκονται στο συρτάρι της κόρης του, της Ανθούλας Ελευθερίου-Delehaye και αποτελούν ένα ξεχωριστό οικογενειακό κειμήλιο. Οι αδημοσίευτες νουβέλες του πατέρα της γνωστής Βολιώτισσας, η οποία έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Γαλλία ακολουθώντας τον σύζυγό της Jean-Mary Delehaye στο Λε Μαν, βλέπουν σήμερα το φως της δημοσιότητας κι έρχονται να μας θυμίσουν στιγμές από το μακρινό παρελθόν του Βόλου.

Η 82χρονη, πλέον, γυναίκα εξέφρασε την επιθυμία να δωρίσει τα διηγήματα στο Μουσείο της Πόλης, καθώς άρχισε να εξιστορεί συγκινημένη την ιστορία του πατέρα της. «Γεννήθηκε το 1905 στον Κισσό. Η ιστορία της οικογένειάς μας στο Πήλιο ξεκινά τον 19ο αιώνα. Ο προπάππος μου είχε έρθει από τον Πόντο. Υπολογίζω κάπου στα 1850 με 1855. Λεγόταν Χρήστος Ελευθερίου. Είχε το παρατσούκλι «Λάζος», επειδή παλιότερα αποκαλούσαν Λαζία ένα κομμάτι του Εύξεινου Πόντου. Ήταν μηχανικός σε μεταλλεία και τότε βρέθηκε στον Κισσό για να εργαστεί σ’ ένα ορυχείο μεταλλευμάτων που υπήρχε στην περιοχή. Ο προπάππος μου παντρεύτηκε στον Κισσό μία κοπέλα από το χωριό κι έκαναν δύο παιδιά. Τον παππού μου Λεωνίδα και μία κόρη, την Καλλιόπη, που παντρεύτηκε στον Βόλο. Ο παππούς λίγο αργότερα πέθανε, αλλά στο μεταξύ είχε κάνει επτά παιδιά. Η γιαγιά μου αφότου χήρεψε το 1908 κατέβηκε στον Βόλο. Ο πατέρας μου ήταν ο «Βενιαμίν» της οικογένειας. Βρέθηκαν στη θεία του, την Καλλιόπη, η οποία είχε σπίτι στα Παλαιά κοντά στην εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Τους παραχώρησαν το κατώι για να μεγαλώσουν τα ορφανά. Από τις αδερφές του, η πιο μεγάλη πήγε στην Αμερική κι έκανε εκεί οικογένεια. Ένας άλλος θείος μου, ο Γιάννης, σκοτώθηκε στη Σμύρνη στη Μικρασιατική Εκστρατεία του 1922, ενώ άλλα δύο αδέρφια πέθαναν σε μικρή ηλικία. Στον Βόλο κατέβηκαν ο πατέρας μου κι άλλα τρία παιδιά. Σχολείο δεν πήγε. Μία-δύο τάξεις στο δημοτικό το πολύ. Όταν μεγάλωσε ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στην υφαντουργία του Παπαγεωργίου, ως τεχνίτης στις μηχανές. Έπειτα τον Φλεβάρη του 1934 παντρεύτηκε και το 1935 γεννήθηκα εγώ. Στις 31 Μαΐου γιόρτασα και τα γενέθλιά μου», είπε χαμογελώντας η κ. Ανθούλα Ελευθερίου-Delehaye.
Το γεγονός ότι ο Ταξιάρχης Ελευθερίου δεν τελείωσε το σχολείο, ουδόλως τον εμπόδισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή, με την κόρη του να αναφέρει σχετικά: «Ήταν καταπληκτικός άνθρωπος ο πατέρας μου. Δεν είχε μάθει γράμματα, αλλά του άρεσε να γράφει. Είχε φοβερή μνήμη και του άρεσε να διηγείται ιστορίες. Θυμόταν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Όταν ήταν μικρός, υπήρχε ακόμη το τζαμί. Έμεναν ακόμη τούρκικες οικογένειες στα Παλαιά και μου έλεγε ιστορίες ότι παιδί έπαιζε με τα Τουρκόπουλα. Δεν είχαν φύγει ακόμη, αυτό έγινε πολύ αργότερα, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών. Του άρεσε το γράψιμο. Όταν ήταν στο Λε Μαν έγραφε μακροσκελή γράμματα στους φίλους τους. Αντάλλασσε καρτ-ποστάλ και κάποτε έκανα και μία έκθεση στη Γαλλία. Ήταν και συνδρομητής της «Θεσσαλίας». Ερχόταν η εφημερίδα από τον Βόλο στο Λε Μαν για πολλά χρόνια κάθε πρωί. Μάθαινε καθετί που γινόταν στην πατρίδα. Καθώς έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο άρχισε να γράφει πιο τακτικά. Το πιο παλιό κείμενο που βρήκα χρονολογείται από το 1928, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα γράφτηκαν τη δεκαετία του ’30. Δεν ήταν μεγάλος συγγραφέας, προς Θεού. Ερασιτεχνικά έγραφε. Σε κάποιο διήγημα έχει και την υποσημείωση ότι γράφτηκε στη νυκτερινή βάρδια. Κάποτε έστειλε μερικά χειρόγραφά του σ’ ένα περιοδικό ποικίλης ύλης της εποχής εκείνης. Του έστειλαν απάντηση που ανέφερε το εξής: «Είστε λίγο ανώριμος ακόμη. Συνεχίστε». Και μέσα σ’ έξι μήνες τα δημοσίευσαν με διαφορετικό όνομα».
Το περιεχόμενο των διηγημάτων αντικατοπτρίζει το πνεύμα της εποχής, με την γνωστή Βολιώτισσα, η οποία πριν από χρόνια πρωτοστάτησε στην αδελφοποίηση του Βόλου με το Λε Μαν, να τονίζει: «Φύλαξα τα χειρόγραφά του τόσα χρόνια, γιατί θυμίζουν μία άλλη εποχή, πιο ρομαντική, πέρα από το γεγονός ότι έβρισκε διέξοδο στο γράψιμο. Η ζωή στον Βόλο κατά τον Μεσοπόλεμο ήταν διαφορετική. Είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα μετά το ’22 και λίγο πριν ξεσπάσει ο φοβερός Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα κείμενά του καθρεφτίζουν μία ολόκληρη εποχή. Για παράδειγμα, σε μία νουβέλα που έχει τίτλο «Πώς εγνώρισα την γυναίκα μου», γράφει για την ιστορία μίας κοπέλας κι ενός νέου που ήταν ερωτευμένος μαζί της. Διηγείται το πώς βρέθηκαν κοντά οι δύο τους, όταν πήγαν για έναν περίπατο στον Άναυρο. Κι αφού άναψαν ένα κεράκι στην Παναγία την Τρύπα, βγήκαν έξω, βρήκαν ένα απόμερο μέρος και η ιστορία τελειώνει με ένα φιλί. Τι ευτυχία έκρυβε ένα απλό φιλί για δύο ερωτευμένους ανθρώπους. Τότε όλα ήταν πιο ρομαντικά».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το