Θ Plus

Ύμνος και όχι θρήνος για τη Μάνα γη

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

A) Δεκαετία του είκοσι
Mε την μπομπότα και το κρεμμύδι

Ένα κορίτσι δέκα – δώδεκα χρονώ, ανυπόδητο και ντυμένο με κουρέλια, ζητιανεύει από τη μάνα του ένα κομμάτι μπομπότα για να την αφήσει ήσυχη. Θέλει να φύγει και να τρέξει στα περβόλια, να παίξει, να κυνηγηθεί, να χαρεί το νερό και τη χλόη. Και να επιστρέψει αργά το απόγεμα.
Η μάνα του, σκυφτή από την ανημπόρια, έχει να θρέψει άλλα επτά στόματα και του δίνει ένα λειψό κομμάτι απ’ το καλαμποκίσιο ζυμάρι. Το κορίτσι τρέχει στο ντάμι, ανασύρει απ’ το καλάθι ένα κρεμμύδι και φεύγει τρέχοντας. Δεν τολμάει να φτάσει τη βιτσέλα με το λαρδί και το παστό. Άλλωστε είναι ψηλά κρεμασμένο για να μη το φτάνει κανένας. Αδράχνει με τόνα χέρι το κρεμμύδι και τρέχει να μη το αδράξουν τα βλοσυρά βλέμματα των αγοριών και καταλάβουν πως αφαίρεσε το θρέμμα της φαμίλιας.
Παίρνει τη στράτα που οδηγάει πέρα στα περιβόλια και διασχίζοντας την κοίτη του Αλφειού φτάνει στ’ αμπελοτόπια. Ξεπλένεται από τα χαλίκια και την αμμουδερή λάσπη. Ύστερα τραβάει ως εκεί που ξετυλίγονται οπωροφόρα και βελανιδιές.
Κάπως έτσι πρέπει να ήταν και οι πλαγιές όπου τριγύριζε ο τραγοπόδαρος θεός στην Αρκαδία.
Το κορίτσι μπορεί να μοιάζει με τη Σύριγγα, αλλά δεν το ξέρει γι’ αυτό και δε φοβάται μην την αποπλανήσει κανένα βοσκαρούδι που θάχει τη μορφή του τράγου.
Τρέχει κι όλο τρέχει. Δεν ξέρει κι ούτε θέλει να μάθει πού θα φτάσει. Κάθε μέρα παίρνει τον ίδιο δρόμο, αλλά στην πορεία του αλλάζουν πολλά σκηνικά.
Να εκεί πέρα υψώνεται μια θεόρατη δρυς, παραπέρα σκύβει και προσκυνάει μια δάφνη, δίπλα στο ποτάμι τρεις «αδερφές» βαφτίζονται στο ρεύμα με τ’ όνομα της πλατανήθρας.
Η γη της Αρκαδίας έχει πολλά χώματα μα και πολλά κοτρώνια. Έχει όμως και δροσερές κοίτες, είτε σε ποτάμια δίπλα είτε σε ξεροχείμαρρους.
Το κορίτσι τρέχει μονάχο δίχως συντροφιά ή παρέα. Παρέα έχει τους μελισσοφάγους, τις σταρήθρες, τους φιδαετούς.
Δαγκώνει που και πού καμιά μπουκιά μπομπότα και τραγανίζει ανάμεσα στα δόντια το κρεμμύδι που έχει αφαιρέσει στα μουλωχτά από το ντάμι.
Η ζωή ανασταίνεται λίγο πέρα από το σκυθρωπό πατρικό της φαμίλιας, όπου συνωστίζονται παρθένες κι έφηβοι με σκαμμένα τα πρόσωπα.
Ο πατέρας αφέντης δεν μπορεί να τα φέρει βόλτα και φυσικά δεν μπορεί να θρέψει όλα τούτα τα στόματα γι’ αυτό και πρέπει νάβρει τρόπο να τα «ξεφορτωθεί».
Να, ψες ξαπόστειλε το μεσαίο γιο στην Καλαμάτα. Κάποιος έμπορος τούστειλε μαντάτο να του πέψει ένα παλικάρι να πουλάει φημερίδες στην πόλη. Τον άλλο τον έστειλε στην Τρίπολη, να γίνει κάλφας. Ο πιο μεγάλος πήρε το άλογο της φαμίλιας, πέρασε το ποτάμι, αντάμωσε μια βοσκοπούλα, πολύ μεγαλύτερή του, τη γκάστρωσε κι ύστερα την παντρέφτηκε. Τώρα τη βλέπει σα μάνα του, αλλά δε βαριέσαι, γλίτωσε το λουρί του γέρου κι ειν’ ευχαριστημένος.
Το κορίτσι με την μπομπότα και το κρεμμύδι φεύγει κάθε μέρα για τα περβόλια, να γλιτώσει από την οργή των γονιών.
Το βράδυ που γυρίζει από τ’ αμπέλια και τις θημωνιές είναι χορτάτο. Από ξινόμηλα, ρόδια, φραγκόσυκα, αγουρήθρες και τρέβλα. Μα είναι ευχαριστημένο που γλίτωσε τις ξυλιές και το βούρδουλα. Είναι ευχαριστημένο από τη ζωή του, μια ζωή δοσμένη στην ατομική ψυχή και στην αμόλευτη φύση.
Του αρκεί ένα κομμάτι μπομπότα κι ένα κλεμμένο κρεμμύδι…

Σε μια από τις κορυφές των Μετεώρων

Β) Ύστερα από ογδόντα χρόνια
«Tι γίνεται η μανούλα σου»;

Περίεργα πράγματα…
Εγώ που σπούδασα, που τρίφτηκα μέσα στη βιοπάλη, που γνώρισα πολλών πραγμάτων άστεα κι έκανα κολιγιές και φιλίες με τόσους ανθρώπους, που γύρισα την Ελλάδα ολόκληρη, που αναλώθηκα εδώ κι εκεί, που ήπια, βρε αδερφέ, ένα ποτήρι παραπάνω, με προέδρους, γραμματείς και φαρισαίους, που, που, που, ωστόσο δεν πέτυχα τέτοια αναγνώριση ή μνήμη από τους ανθρώπους, όπως η μάνα…
…Η μάνα που πήγε δεν πήγε ως τη δεύτερη τάξη του δημοτικού, που μια ζωή έτριβε τεντζερέδες κι έπλενε σεντόνια, μαγειρεύοντας και ξενοπλένοντας στη σκάφη, που δεν είχε κάτι ξεχωριστό επάνω της να την προσέξεις ή να τη θυμηθείς, αυτή ντε, η καθημερινή γυναικούλα της γειτονιάς, που κοψομεσιάζονταν κι ασπαζόταν τα μοσχομύριστα χεράκια των παπάδων, ώς τα βαθιά της γεράματα, αυτή η γυναίκα, θέλω να πω,
π ώ ς κι έφτιαξε τέτοιο πύργο αγάπης και μνήμης γύρω της, αλλά και τόσο μακριά της;
Aυτή η γυναίκα, του ελάχιστου και του ασήμαντου, πώς κατάφερε και άγγιξε τόσες και τόσες καρδιές, που για χάρη της θυμήθηκαν το όνομα και την ύπαρξή της;
Τη θυμόντουσαν ως την τελευταία στιγμή από τα χρόνια του εξήντα και του εβδομήντα και τη μνημόνευαν τόσοι και τόσοι τρανοί και σπουδαίοι που πέρασαν από τα στεγανά και τους θλιπτικούς διαδρόμους του Γυμνασιακού Οικοτροφείου της μητρόπολης, στα χρόνια της λειτουργίας του.
Ο τότε πρόεδρος της Αργαλαστής, ο φίλος και διάσημος συγγραφέας, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος μάλιστα χειρίστηκε την υπόθεση της 17ης Νοέμβρη, ο ηγούμενος της Μονής Ξενιάς και μετέπειτα μητροπολίτης Κερκύρας, ο νυν Μητροπολίτης Καισαριανής, δυο καθηγητές Πανεπιστημίου, ομότιμοι πλέον, ένας γνωστός αθλητικογράφος των ΝΕΩΝ, ένας πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού, γύρω στους δέκα δασκάλους και άλλους τόσους καθηγητές, ένας γνωστός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, μα κι ένας από τους κορυφαίους ποινικολόγους της Αθήνας, πάντα με ρωτούσαν με το ίδιο μότο:
«Tι γίνεται η μανούλα σου»;
Ακόμη και στη Λάρισα είχε φτάσει η φήμη της μάνας, όταν στην κεντρική πλατεία συναντήθηκα τις προάλλες με έναν παλιό ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βόλου, που με ρώτησε:
«Τι γίνεται η μανούλα σου, με τα νόστιμα κεφτεδάκια της»;
Όταν το ’88 ο τότε μητροπολίτης Δημητριάδος και κατοπινός αρχιεπίσκοπος, μου παρουσίασε μιαν έκθεση φωτογραφίας στο Πνευματικό Κέντρο, με θέμα το Αγιονόρος, αντί να με ρωτήσει κάτι σχετικό με το περιβόλι της Παναγίας, πετάχτηκε ξαφνικά και με ρώτησε:
«Τι γίνεται η μανούλα σου»;
Προσωπική του μαγείρισσα, βλέπεις, τα τελευταία χρόνια…
*
Η μάνα μου λοιπόν η Ασημίνα, μια συνηθισμένη καθημερινή γυναικούλα του μόχθου και της βιοπάλης, μεσ’ από τις βραστές πατάτες και το πλιγούρι του Οικοτροφείου, τα λεκιασμένα σεντόνια και τις βρόμικες σκάλες, που ποτέ δεν αγκομάχησε να καθαρίζει. μπόρεσε να σηκώσει «ιστορικό» ανάστημα, μνήμης και ήθους, μέσα στο Μητροπολιτικό Οικοτροφείο, από το ’62 ώς το ’76, που εργάστηκε, ώστε χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή της να προκαλεί τη μνήμη τόσων ανθρώπων, που πέρασαν από εκεί και που τη θυμούνται με νοσταλγία ρωτώντας με πάντα το ίδιο πράγμα:
«Τι γίνεται η μανούλα σου»;

Αλφειός, η αυλή του σπιτιού της

Γ)Λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή

1.- Οι γριούλες
H μάνα είχε πατήσει τα ενενήντα, όταν άρχισε τις καθημερινές επισκέψεις φιλοφρόνησης, αγάπης και συντροφιάς στις γριούλες της γειτονιάς, εκεί απάνω στου Χρυσοχοΐδη.
Κι όταν τη ρωτούσα «τι ηλικία έχουν ρε μάνα οι γριούλες που επισκέπτεσαι και τις κρατάς συντροφιά» μου απαντούσε «έ, να μην είναι εβδομήντα – εβδομήντα πέντε;».
Πέρασαν τα χρόνια, η μάνα έφτασε τα ενενήντα εφτά, αλλά έπαψε να κάνει επισκέψεις στη γειτονιά.
«Μάνα, γιατί δεν πας καμιά βόλτα στις γριούλες, τώρα που κι αυτές θα μεγάλωσαν πια;».
«Πάψε, βρε», μου έλεγε πικαρισμένη. «Οι γριούλες έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια…».
*
2.- Ατύχημα στην Ιωλκού
Ήταν Δεκέμβρης του 2008. Η μάνα πατούσε τα 90 και ανεβοκατέβαινε την Ιωλκού. Εγώ βρισκόμουν στην Πάτρα, όταν μου τηλεφωνεί η αδερφή μου πως η μάνα μας έπεσε θύμα τροχαίου στην Ιωλκού. Μηχανάκι την παρέσυρε και την πέταξε στο οδόστρωμα.
Φεύγω εσπευσμένα από την Πάτρα για το Βόλο. Λίγο έξω όμως από τη Ναύπακτο μου τηλεφωνεί πάλι η αδερφή μου και μου λέει πως δεν χρειάζεται ν’ ανησυχώ, καθώς στο Νοσοκομείο πήγε μονάχα το «μηχανάκι». Έτσι ακριβώς το διατύπωσε.
Τι είχε συμβεί; Μια μηχανή παρέσυρε τη μάνα επί της Ιωλκού, όπου πεζός και μηχανή με αναβάτη έπεσαν στο οδόστρωμα. Αλλά ο τραυματίας ήταν ο αναβάτης της μηχανής κι αυτός ήταν που μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο. «Πήγε» όμως και η μάνα, αλλά όχι για να της περιποιηθούν τα τραύματα – που δεν είχε – παρά για να συμπαρασταθεί στον αναβάτη της μοτοσυκλέτας…
Η μάνα είχε μόνο μελανιές ανάμεσα στα σκέλη…
*
3.- Ωδή στη ΜΑΝΑ γη

Περιστρεφόμενη σβούρα
αεικίνητη και σφηνοειδής
από στόφα ενενηνταεννέα κόμπων
διαρκής επανάσταση
και αυτοκίνημα ζωής.

Ντάλιες μαραμένες και κληματαριές
κι ανθισμένοι πολιορκητικοί κριοί
με τρέβλα ανάμικτοι παζιά και λάχανα
και φύλλα καλοσύνης
τρέμετε εμπρός στα δόκανα
και στα φλεβόριζα δρεπάνια
που κραδαίνουν το τρισκέλι
το ζυμωτό ψωμί και τον κουβά
με το χωμάτινο ευαγγέλιο.

Χρόνε που γέρνεις απ’ τη μεριά του κενού
και σύ αυλή της οργής και της θύελλας
όσες κουϊντες κι αν στήνετε
τα θέατρά σας όλα θ’ αργούν
γιατί ο πρώτος ρόλος πάντα θ’ απονέμεται
σ’ αυτήν που σε αγνόησε
σε αυτήν που υπομένει
σε αυτήν που ελπίζει
σε αυτήν που αγαπά
κι αποθεώνει πλήθος μικροπράγματα
δίχως ηρωισμούς κι επαναστάσεις.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το