Τοπικά

Ξεδιπλώνει το ταλέντο του σε καμβάδες και τοίχους …με το ψευδώνυμο Sive

Από την ένταξή του στη σκηνή του graffiti στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, μέχρι την αποφοίτησή του από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και την καλλιτεχνική πορεία που έχει διαγράψει μέχρι σήμερα, ο κοινός παρονομαστής για τον Σταμάτη Λάσκο είναι η αγάπη του για τη ζωγραφική. Και στα 32 χρόνια του, ο Βολιώτης καλλιτέχνης, ο οποίος είναι ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο Sive, μοιάζει κατασταλαγμένος σ’ αυτό που κάνει, ξεδιπλώνοντας το ταλέντο του ανάμεσα σε καμβάδες και τοίχους.

«Το πιο ενδιαφέρον είναι πως ζωγραφίζω ακόμη. Κάποια στιγμή φοβήθηκα μήπως σταματήσει αυτό κι ότι επέλεξα ένα επάγγελμα που ήταν της στιγμής. Αυτό το ένιωσα όταν πέρασα στη Σχολή Καλών Τεχνών», εξομολογήθηκε ο ταλαντούχος ζωγράφος, γυρίζοντας πίσω τον χρόνο αρκετά χρόνια, ενώ στη συνέχεια θυμήθηκε την πρώτη επαφή του με την street art, την εποχή που άρχισε και ο ίδιος να βάφει στους δρόμους του Βόλου: «To graffiti προέκυψε όταν ακόμη ήμουν μαθητής στη Β’ τάξη του Γυμνασίου. Είδα σ’ έναν δρόμο έναν ζωγραφισμένο τοίχο, πολύ κοντά στο σπίτι μου. Απεικονιζόταν η λέξη «Jungle» (σ.σ. έτσι μεταφράζεται η ζούγκλα στα αγγλικά) με χρωματιστά γράμματα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση εκείνο το graffiti και αναζήτησα τον δημιουργό του. Ο Νίκος Μπαρμπάκης το είχε φτιάξει. Τότε ασχολούνταν με τα graffiti, τώρα με τη μουσική. Έχουμε φιλικές σχέσεις ακόμη. Γνωριστήκαμε, μου έδειξε τα υλικά, μου έφερνε περιοδικά κι έβλεπα τι γίνεται στους δρόμους στο εξωτερικό. Άλλωστε τότε ήταν μία εποχή δίχως την τωρινή διάδοση του ίντερνετ. Θυμάμαι που έβρισκα την αδερφή του στο σχολείο, να της δίνω σχέδια για να τα δείξει στον αδερφό της και να ακούσω τα σχόλια του».

Ο Βολιώτης καλλιτέχνης συνεργάστηκε με το αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker». Οι εικονογραφήσεις του ράπερ D’ Angelo και του κωμικού Ben Stiller είναι χαρακτηριστικές της δουλειάς του

Τότε ήταν που υιοθέτησε και το ψευδώνυμο Sive, με τον Σταμάτη Λάσκο να λέει το πώς προέκυψε: «Εντελώς τυχαία. Πιτσιρικάς που ξεκίνησα και έψαχνα να βγω στον δρόμο, αναζήτησα μία λέξη για να υπογράφω. Διάλεξα τέσσερα γράμματα κι έφτιαξα μία λέξη από το πουθενά. Και το κρατάω ακόμη. Όταν κάνω μία δημόσια τοιχογραφία ακόμη υπογράφω έτσι».
Το ταλέντο του δεν πέρασε απαρατήρητο και πριν από μία πενταετία ο Βολιώτης καλλιτέχνης έκλεισε δύο σπουδαίες συνεργασίες στην άλλη όχθη του Ατλαντικού: «Αναρτώ τα έργα μου σ’ ένα αμερικανικό portfolio, στο behance.net. Είδαν τη δουλειά μου από τα κεντρικά της Behance και την έβαλαν στην κεντρική σελίδα. Έτσι με ανακάλυψαν και οι αμερικανικές εταιρείες. Το πρώτο mail από τις ΗΠΑ έφτασε στο ταχυδρομείο μου το 2012 από τη διεύθυνση του περιοδικού «The New Yorker». Νόμιζα πως ήταν φάρσα, αλλά τελικά συνεργαστήκαμε μέχρι το 2016. Μετά πρόκυψε η Nike, με την οποία υπέγραψα τριετές συμβόλαιο».

Οι εικονογραφήσεις που έκανε για λογαριασμό του «New Yorker», αλλά και το project που ανέλαβε με την Nike εξελίχθηκαν σε μοναδική εμπειρία για τον Σταμάτη Λάσκο που τόνισε: «Μέσα σε λίγες ημέρες έπρεπε να ετοιμάσω κάτι που θα δει τόσος κόσμος. Αυτή η διαδικασία μου έδειξε πολλά και με βοήθησε επίσης στη ζωγραφική. Μου έστελναν το κείμενο της συνέντευξης κι έπειτα με καθοδηγούσε η art director του περιοδικού για τα στοιχεία που ήθελαν. Η καλύτερη δουλειά μου ήταν με τον D’ Angelo, ένα διάσημο ράπερ στις ΗΠΑ. Όταν είδε το περιοδικό, το ανέβασε και στην προσωπική του ιστοσελίδα και με ευχαρίστησε. Δεν το πίστευα. Είναι πρότυπό μου χρόνια. Όσον αφορά στη Nike, θα κυκλοφορούσε μία σειρά από ρετρό παπούτσια Jordan και ήθελαν ανάλογο θέμα για t-shirts. Κάναμε μία σειρά από δύο t-shirts. Μου ζήτησαν να φτιάξω τον Τζόρνταν όταν ήταν 19 χρόνων. Πατήσαμε πάνω σε μία πολύ παλιά διαφήμιση της Nike, που κρατούσε τον Μars, τη μασκότ της Nike και να τη δημιουργήσω ξανά αλλά με πιο cartoon ύφος. Στο άλλο τ-shirt ζωγράφισα τον Mars και τον υποτιθέμενο γιο του, να τον έχει στους ώμους και να καρφώνει».

Σχέδιο t-shirt που δημιούργησε για λογαριασμό της Nike Jordan

Κι ενώ οι δουλειές που έχει κλείσει τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν «διαβατήριο» για το εξωτερικό, ο 32χρονος καλλιτέχνης επιλέγει να παραμένει στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε: «Αγαπώ τον Βόλο, ενώ στην Ελλάδα με κρατάει το σχολείο. Διδάσκω εικαστικά στο Εργαστήριο Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης Βόλου. Φέτος είμαι αναπληρωτής για 2η χρονιά στην ειδική αγωγή. Μοναδική εμπειρία η μεταπήδησή μου, αφού για πέντε χρόνια δίδαξα σε δημοτικά γενικής εκπαίδευσης. Όταν πέρασα πρώτη φορά την πόρτα του EEEEK Βόλου, φοβήθηκα ότι δεν θα τα καταφέρω. Προσαρμόστηκα αμέσως, μου έδειξαν πολλά η διευθύντρια και το υπόλοιπο προσωπικό. Μέσα στον πρώτο μήνα άλλαξα εντελώς άποψη και κατάλαβα πόση αγάπη μπορούν να σου δώσουν αυτά τα παιδιά. Στην προσφέρουν απλόχερα, κάθε αγκαλιά την εννοούν 100%».

Μέσα σ’ όλα αυτά, βρίσκει ακόμη χρόνο να ασχολείται με τις τοιχογραφίες. «Πλέον επιλέγω 2-3 τοίχους τον χρόνο. Η τελευταία μου δουλειά ήταν στη Βαρκελώνη, τον χειμώνα που μας πέρασε. Στην Ισπανία έχω πάει δύο φορές κι άλλη μία στο Λονδίνο. Πριν μία εβδομάδα τέλειωσα μία άλλη τοιχογραφία στη Νάουσα», τόνισε, ενώ έπειτα αναφέρθηκε στις αντιδράσεις που εισπράττει κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά από έναν τοίχο με τα πινέλα του: «Θέλω όλοι οι άνθρωποι να βλέπουν τέχνη, ακόμη κι αυτοί που για διάφορους λόγους δεν μπορούν να επισκεφτούν μία γκαλερί. Μου αρέσει αυτό που δίνω στον κόσμο και το συναντά ξαφνικά μπροστά του. Μία φιγούρα που δεν περίμενε να την αντικρίσει. Άλλες φορές ακούω θετικά σχόλια, άλλες αρνητικά. Δεν με πειράζει αυτό. Βρίσκω την εναλλαγή απόψεων πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το