Άρθρα

Βασίλης Μάγγος, το γελαστό παιδί

Του Γιάννη Πευκιώτη -Χατζηγιάννη

Ο Βασίλης Μάγγος έφυγε απροειδοποίητα στις 13 Ιούλη 2020, στις τριάντα μέρες ακριβώς από το βίαιο ξυλοδαρμό του μπροστά στα δικαστήρια Βόλου στις 14 Ιούνη, την κακοποίησή του μέσα στο όχημα της ασφάλειας και το βασανισμό του στην αστυνομική Διεύθυνση Μαγνησίας.

Η βία και το μένος με την οποία τον αντιμετώπισε η αστυνομία δεν είχε όρια. Του επιτέθηκαν μπροστά στα δικαστήριο άνδρες της ασφάλειας και ματατζήδες όταν βρέθηκε ξαφνικά μόνος στον κεντρικό δρόμο που χωρίζει τα δικαστήρια και την πλ. Ελευθερίας όπου ήταν συγκεντρωμένοι συναγωνιστές για να συμπαρασταθούν στους δυο συλληφθέντες της προηγούμενης μέρας κατά την πορεία διαμαρτυρία κατά της καύσης σκουπιδιών στο εργοστάσιο της ΑΓΕΤ που επίσης γνώρισε βίαιη καταστολή.

Τα δικαστήρια του Βόλου ήταν ζωσμένα με δυνάμεις των ΜΑΤ, ΟΠΚΕ, άντρες της ασφάλειας Βόλου. Κανένας από τους συγκεντρωμένους δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει καθώς τα ΜΑΤ προωθήθηκαν στην πλ. Ελευθερίας κάνοντας εκτεταμένη χρήση χημικών απωθώντας τους αλληλέγγυους.

Η βία της αστυνομίας συμπληρώθηκε με το απύθμενο θράσος του υφυπουργού της Οικονόμου, ο οποίος αναφερόμενος στο περιστατικό μετά από επερώτηση δήλωσε ότι: «Ένας εξ αυτών προσέγγισε τους αστυνομικούς απαιτώντας βίαια την απελευθέρωση του κρατουμένου. Η βίαιη και απειλητική συμπεριφορά του οδήγησε τους αστυνομικούς να τον προσαγάγουν, ενώ λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος.”.

Η ιδιότυπη “απόπειρα απελευθέρωσης κρατουμένου” που αποτελεί αυτόφωρο αδίκημα σε μια περιοχή ζωσμένη από τις δυνάμεις του “Νόμου και της Τάξης”, οδήγησε τελικά τις αστυνομικές αρχές να αναθεωρήσουν τις σκέψεις τους περί απελευθέρωσης κρατουμένου και να τον αφήσουν ελεύθερο. Όπως είπε ο Βασίλης, οι αστυνομικοί, αν τον συλλάμβαναν, θα έπρεπε οι ίδιοι να τον πάνε στο νοσοκομείο με έξι πλευρά σπασμένα και θλάσεις σε χολή και συκώτι. Έτσι προτίμησαν να τον πετάξουν σα σακί έξω από το τμήμα.

Μόνο οι εχθροί του λαού θέλουν να αποσυνδέσουν το θάνατό του από τη συστηματική κακοποίηση και το βασανισμό που υπέστη για να αποσείσουν τις πολιτικές και πραγματικές ευθύνες τους. Ανάμεσα σε αυτούς και «επιφανείς» ψυχίατροι της αστυνομίας που τολμούν να υποστηρίζουν ότι όσοι αγωνιζόμαστε κατά του καπιταλισμού και του κράτους του, είμαστε “αντικοινωνικοί και κατά 50% εγκληματίες”! Μόνο έτσι μπορεί να νομιμοποιηθεί στο ευρύ κοινό η κρατική καταστολή. Αυτές οι απόψεις που υιοθετούνται από την άρχουσα τάξη δείχνουν τον οπισθοδρομικό της χαρακτήρα ως παράγοντα της κοινωνικής ζωής καθώς η τεκμηρίωσή τους αποτελεί απομάκρυνση από την ίδια την επιστήμη γενικά (δεν υπάρχει ρύπανση στο Βόλο), συμπεριλαμβανομένης και της ψυχιατρικής.

Η παραγωγή της ΕΛΛΗΝΟΦΡΕΝΕΙΑΣ (Η βία της αριστείας – ΔΕΡΝΟΥΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΣ) αποθανατίζει τις “ένδοξες” στιγμές της αστυνομικής βίας, μεταξύ αυτών τον ξυλοδαρμό του σ. φοιτητή μπροστά στην πύλη της ΑΓΕΤ και του Βασίλη μπροστά στα δικαστήρια του Βόλου. Η προεκλογική υπόσχεση της ΝΔ έχει τύχει εφαρμογής από πέρυσι το χειμώνα, διακόπηκε λόγω πανδημίας κι επανήλθε δριμύτερη για να αντιμετωπίσει τις νέες εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων που προστίθενται στο ήδη υπάρχον ένα εκατομμύριο σε ένα σύστημα χωρίς στρατηγική εξόδου από την παγκόσμια κρίση και την πανδημία. Το κράτος έχει να αντιμετωπίσει κοινωνικές προκλήσεις όπως της Μινεάπολις κι η παρούσα αναπόφευκτα τακτική της θα φέρει νέα θύματα στο προσκλητήριο του αγώνα μας.

Ο καλλιτέχνης με το ψευδώνυμο ΑΟΥΑ φιλοτέχνησε ένα σκίτσο του Βασίλη την ώρα της αναχώρησής του, με τα χέρια στις τσέπες, ένα μειδίαμα κι ένα δάκρυ στο μάγουλο για την τύχη του κόσμου που αφήνει πίσω του. Με εξαιρετική ευαισθησία αποτυπώνει, όσα δεν είδαν οι κύκλοι της αστυνομίας, της κυβέρνησης, προύχοντες του τόπου και οι επιστημονικοί φορείς της πόλης που την επομένη της βίαιης καταστολής αγωνιούσαν για την αέρια ρύπανση αλλά δεν βρήκαν να πουν λέξη για την καταστολή της πορείας στην ΑΓΕΤ και τα εκτεταμένα επεισόδια που προκάλεσε η αστυνομία από τα ανατολικά έως τα δυτικά της πόλης.

Ο καλλιτέχνης αντιλήφθηκε πολλά περισσότερα για την έκτακτη αναχώρηση του Βασίλη από τους Χρυσοχοΐδη και σια. Αποτελεί τεκμήριο της τέχνης να βλέπει ό,τι δεν βλέπει η εξουσία και ο ανεκπαίδευτος νους. Το σκίτσο συμπεριλήφθηκε στο προσκλητήριο για το πολιτικό μνημόσυνο που δεν γίνεται σύμφωνα με το θρησκευτικό τελετουργικό στις σαράντα μέρες αλλά μόνο στις δεκαεπτά. Αν για το Βασίλη ο χρόνος γύρισε πίσω (χους εις χουν) για όλους εμάς ο χρόνος συμπυκνώθηκε και μας σπρώχνει μπροστά και με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Με τον Βασίλη δεν βρισκόμασταν στους ίδιους ιδεολογικούς χώρους αλλά στην ίδια πλευρά του ταξικού οδοφράγματος και από αυτό δεν έλειψε ποτέ. Έτσι τον γνωρίσαμε εμείς. Αυτό μας επιτρέπει να τον αποκαλούμε σύντροφο.

Ο θάνατός του μας συγκλόνισε και για όσους πολιτικοποιήθηκαν αμέσως μετά τη πτώση της χούντας και βλέπουν το σκίτσο, θυμούνται τους στίχους που έγιναν τραγούδι αγώνα:

Το γελαστό παιδί

Ήταν πρωΐ του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί

Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί

Μον’ να `ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να `χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα `ταν τιμή μου που `χασα το γελαστό παιδί

Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί

Σύντροφε Βασίλη, Hasta la victoria siempre (μέχρι την τελική νίκη)!

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το