Πολιτισμός

Τρίτη θεματική ψηφιακή ξενάγηση «Ιωλκός, η πόλη των ανάκτων»

Το Σωματείο «Φίλοι Αθανασάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου και Αρχαιολογικών Χώρων Μαγνησίας & Βορείων Σποράδων» καλωσορίζει με ιδιαίτερη χαρά στην τρίτη θεματική ψηφιακή ξενάγηση με τίτλο «Ιωλκός, η πόλη των ανάκτων».
«Ευχαριστούμε που συμμετέχετε με ζωηρό ενδιαφέρον στις ψηφιακές πολιτιστικές μας διαδρομές στην πόλη του Βόλου και στην ιστορία της! Συνοδοιπόροι στη νέα μας προσπάθεια είναι για μία ακόμη φορά η Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, η Ένωση Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων Δήμου Βόλου και η διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας-διπλωματούχος ξεναγός κ. Μελίνα Κωστίδη. Για να υπάρχει καλύτερη και ευκολότερη πρόσβαση, το υλικό όλων των ψηφιακών ξεναγήσεων και των πολιτιστικών δράσεων του Σωματείου αναρτάται στη δημόσια σελίδα μας στο Facebook Φίλοι Αθανασάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου-Πολιτιστικές Δράσεις. Καλή ψηφιακή βόλτα!» αναφέρει σε μήνυμά της η κ. Σούλα Μπαρτζιώκα, πρόεδρος του Σωματείου «Φίλοι Αθανασάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου και Αρχαιολογικών Χώρων Μαγνησίας & Βορείων Σποράδων».

Ο μυκηναϊκός πολιτισμός
O Μυκηναϊκός Πολιτισμός ήταν ο πρώτος ελληνικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π.Χ. κυρίως στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Πήρε το όνομά του από τις Μυκήνες, που βρίσκονται στην Πελοπόννησο και ήταν το µεγαλύτερο κέντρο του πολιτισμού αυτού. Άλλα µυκηναϊκά κέντρα ήταν η Θήβα, ο Ορχοµενός, η Αθήνα, η Ιωλκός, η Πύλος, η Σπάρτη, η Τίρυνθα.
Χαρακτηριστικά των μυκηναϊκών οικισμών: Κοινή γλώσσα-Γραμμική γραφή Β, κοινή θρησκεία και ταφικά έθιμα, μνημειακή αρχιτεκτονική (κυκλώπειες οχυρώσεις των ακροπόλεων και εντυπωσιακοί θολωτοί τάφοι), ιεραρχημένη κοινωνία (άναξ, αυλικοί, ιερατείο, δήμοι και δούλοι), ενασχόληση με το εμπόριο και τη ναυτιλία, γεωγραφική εξάπλωση, τρωικός πόλεμος: Αποτύπωση των επεκτατικών πολέμων της μυκηναϊκής περιόδου.

Ιωλκός: Παλιά / Κάστρο
Βόλου – Διμήνι – Πευκάκια
Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, και συγκεκριμένα κατά τους 14ο και 13ο αι. π.Χ., τρεις οικισμοί που βρίσκονται στην πεδιάδα του μυχού του Παγασητικού κόλπου – ο μυκηναϊκός οικισμός Διμηνίου, ο οικισμός στα Πευκάκια και ο οικισμός στον λόφο Παλιά/Κάστρο Βόλου – έχουν μια κοινή ανάπτυξη και θεωρούμε ότι αποτελούν στο σύνολό τους το κύριο μυκηναϊκό κέντρο της Ιωλκού.

Κάστρο στα Παλαιά Βόλου
Στην αρχαιολογική θέση Κάστρο-Παλαιά Βόλου οι ανασκαφές έφεραν στο φως οργανωμένο οικισμό της εποχής του Χαλκού (3000 – 1100 π.Χ.), που θεωρείται ως το βορειότερο διοικητικό και εμπορικό κέντρο του μυκηναϊκού κόσμου (1600 – 1100 π.Χ.).
Τα δύο θραύσματα πήλινων φυλλόσχημων πινακίδων Γραμμικής Β γραφής που εντοπίστηκαν στον οικισμό, πιστοποιούν την ύπαρξη ενός αρχείου, δηλαδή μίας ενεργής και εγγράμματης διοικητικής αρχής και βεβαιώνουν την ταύτιση του οικισμού του «Κάστρου-Παλαιών» με ένα μυκηναϊκό διοικητικό κέντρο. Οι έρευνες των Δημήτρη και Μαρίας Θεοχάρη τη δεκαετία του 1950, έφεραν στο φως κτίρια του οικιστικού ιστού και εργαστήρια κατασκευής μετάλλινων αντικειμένων. Επίσης αποκάλυψαν τμήμα διώροφου κτιριακού συγκροτήματος μήκους 40 μ., με ασβεστοκονιαμένους τοίχους, τοιχογραφίες με μπλε και κόκκινο χρώμα, ασβεστοκονιαμένα δάπεδα, αυλή και αποθέτες με «εκατοντάδες» κύλικες, οικοσκευή συμποσίων με μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων.
Οι ανασκαφείς με βάση τα μορφολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά του κτιρίου το ερμήνευσαν ως το «Ανάκτορο» της Ιωλκού. Κατασκευάσθηκε κατά το 1400 π.Χ. περίπου και καταστράφηκε στα 1200 π.Χ. περίπου, την ίδια εποχή κατά την οποία χρονολογούνται οι καταστροφές των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Θήβας και της Πύλου.

Διμήνι
Οι ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο Διμήνι από το 1977 και μετά από την κ. Β. Αδρύμη – Σισμάνη, έδειξαν ότι το Διμήνι δεν εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Νεότερης Νεολιθικής, αλλά κατοικήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεχώς και μέχρι το τέλος της Χαλκοκρατίας. Στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. χτίστηκαν οι πρώτες μυκηναϊκές οικίες, οι οποίες διαδέχτηκαν παλαιότερα μεσοελλαδικά μέγαρα. Στους 14ο και 13ο αι. π.Χ. ο μυκηναϊκός οικισμός Διμηνίου οργανώθηκε και έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή του, ενώ στον 12ο αι. π.Χ. ο οικισμός καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε. Στο κέντρο του οικισμού ερευνήθηκε ένα μεγάλο συγκρότημα που αποτελούνταν από δύο μεγάλα μέγαρα που πλαισιώνονταν από άλλα μικρότερα κτίρια και συνδέονταν με μία εσωτερική αυλή.
Το Μέγαρο Α’ αποτελούνταν από δύο πτέρυγες δωματίων που συνδέονταν μεταξύ τους με διάδρομο. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκονταν οι κύριοι χώροι διαμονής, ενώ στη νότια πτέρυγα οι βοηθητικοί και εργαστηριακοί χώροι. Σε έναν από αυτούς αποκαλύφθηκε λίθινο σταθμίο με τρία εγχάρακτα σύμβολα Γραμμικής Β’ γραφής, ενώ στον διάδρομο βρέθηκαν λίθινες μήτρες και άλλα εργαλεία που σχετίζονταν με τη μεταλλουργία. Καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε από τους ενοίκους του στο τέλος του 13ου αι. – αρχές του 12ου αι. π.Χ.
Το Μέγαρο Β’ περιλάμβανε επίσης δύο πτέρυγες δωματίων που χωρίζονταν από διάδρομο. Και αυτό καταστράφηκε ολοσχερώς από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου αι. – αρχές 12ου αι. π.Χ. Στις αποθήκες του βρέθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και απανθρακωμένα βοτανικά κατάλοιπα, ενώ στον πρόδομο αποκαλύφθηκε ένας πήλινος υπερυψωμένος βωμός.

Πευκάκια
Ο μυκηναϊκός οικισμός στα Πευκάκια συνδέεται με τον μυθολογικό κύκλο της Αργοναυτικής Εκστρατείας. Διατηρεί μέχρι σήμερα τον αλιευτικό, ναυπηγοεπισκευαστικό και εμπορικό του χαρακτήρα. Αποτελούσαν το λιμάνι και την πύλη του εμπορίου ανάμεσα στην Ιωλκό και τις υπόλοιπες μυκηναϊκές πόλεις. Είχε εμπορικές επαφές με άλλες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας, του Αιγαίου, αλλά και της Μέσης Ανατολής.
Ανασκαφές στη Μαγούλα πραγματοποιήθηκαν αρχικά από τον Α. Αρβανιτόπουλο το 1916, τον Δ. Θεοχάρη το 1957 και τους Δ. Θεοχάρη – Vl. Milojcic την περίοδο 1967 – ’77. Οι σωστικές ανασκαφές που ακολούθησαν κατά τη δεκαετία του ’80 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας επιβεβαίωσαν την επέκταση του οικισμού εκτός των ορίων της Μαγούλας κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
Από το 2006 η ανασκαφή στα Πευκάκια διεξάγεται ως συστηματική από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας (υπό τη διεύθυνση της κ. Ανθής Μπάτζιου) με τη συνδρομή του Ινστιτούτου Αιγιακής Προϊστορίας (INSTAP), ενώ από το 2016 υλοποιείται το 3ο πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η ανασκαφή έχει φέρει στο φως οικίες, οι οποίες συνήθως διέθεταν σύνθετη μορφή. Τα βιοαρχαιολογικά κατάλοιπα (οστά των ζώων και κελύφη μαλακίων), παρέχουν στοιχεία για τις διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού, με σαφή προτίμηση για το κρέας οικόσιτων ζώων. Στο δυτικό άκρο της ανασκαφής εντοπίστηκε ένα σύνθετο κτιριακό σύνολο, όπου ανιχνεύτηκαν δραστηριότητες επεξεργασίας μαλακίων, γνωστών ως «πορφύρων», για την παραγωγή χρώματος για βαφή υφασμάτων.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το