Θ Plus

To βυζαντινό μοναστήρι των Στροφάδων

*του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Με τεράστια θλίψη πληροφορήθηκα την κατάρρευση μεγάλου τμήματος της Μονής του Αγίου Διονυσίου, ενός εκπληκτικού έργου αρχιτεκτονικής τέχνης, που βρίσκεται στο ακατοίκητο νησάκι της Σταμφάνης, νότια της Ζακύνθου, εξαιτίας του πρόσφατου σεισμού που έπληξε τη νοτιοδυτική Ελλάδα.
Αυτόματα – με τη θλιβερή είδηση – έκαμα τις νοσταλγικές αναδρομές, τις σχετικές με τις περιπέτειες που έζησα πριν από δέκα χρόνια, παρέα με τον παπα-Γρηγόρη, έναν ογδοντάχρονο (τότε) μοναχό που ζούσε ολομόναχος στο μοναστήρι.
Αξίζει να θυμηθούμε το νησί και το μοναστήρι, όπως ήταν τον παλιό καλό καιρό.
*
Οι νησίδες Μεγάλο και Μικρό Στροφάδι (ή αλλιώς Σταμφάνη και Άρπυια) βρίσκονται 32 μίλια νότια και δυτικά από τη Ζάκυνθο κι είναι παγκόσμια γνωστές για την ωοτοκία της προστατευόμενης χελώνας Caretta-Caretta, που ενδημεί στα νησάκια αυτά και επωάζει κάθε χρόνο κατά χιλιάδες τα αυγά της, για να επακολουθήσει η οδύσσεια των επιζώντων ατόμων στις θαλάσσιες διαδρομές της Μεσογείου.
Οι νησίδες αυτές είναι γνωστές επίσης και από το πολυσήμαντο βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, στο οποίο μόνασε τον 15ο αιώνα, όπου και ενταφιάστηκε τελικά.
Σήμερα τα δυο αυτά λιλιπούτεια νησάκια ανήκουν στη Μητρόπολη Ζακύνθου κι είναι προστατευμένα από τη WWF και τις διεθνείς συνθήκες (συμφωνία του Ramsar), τόσο για την προστασία και ασφάλεια της θαλάσσιας χελώνας, όσο και για την πολύ ενδιαφέρουσα και μοναδική χλωρίδα του παράκτιου συστήματος, ενώ απαγορεύεται η χωρίς άδεια απόβαση σε αυτά και η διανυχτέρευση, αφού, για να επιτραπεί τέτοια, πρέπει να συντρέξουν ειδικοί όροι και διπλή αποδοχή του σχετικού αιτήματος, τόσο από τη Μητρόπολη Ζακύνθου, όσο και από τη διεύθυνση του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου.
Ζήτησα την άδεια από τη Μητρόπολη Ζακύνθου με την παρέμβαση των συνεργατών μου από το περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα. Η απάντηση από τους αρμόδιους καθυστέρησε λίγα χρόνια. Δεν πήγαινε όποιος κι όποιος στο νησί.
*

Το μοναστήρι πριν την κατάρρευσή του από τον πρόσφατο σεισμό

Η άδεια που δόθηκε για ένα διήμερο με μια διανυχτέρευση στα παραπήγματα του Θαλάσσιου Πάρκου κι όχι στο μοναστήρι, αφού το τελευταίο κατά το πλείστο έχει εγκαταλειφθεί όντας ετοιμόρροπο. Εξυπακούεται ότι είχα εφοδιαστεί και με τη σχετική άδεια της διεύθυνσης του Θαλάσσιου Πάρκου.
Ήταν τρεις η ώρα το μεσημέρι όταν σαλπάραμε με το οχτάμετρο ταχύπλοο για τις Στροφάδες.
Σημειωτέον ότι νότια από τις Στροφάδες βρίσκεται το φρέαρ των Οινουσσών, δηλαδή το μεγαλύτερο ρήγμα (χάσμα βυθού) σε ολόκληρη τη θαλάσσια ζώνη της Μεσογείου. Συνάμα στον τόπο αυτό δίνει και τα ισχυρότερα υπόγεια δονήματά του ο Εγκέλαδος, στέλνοντας με τους φυσητήρες του τα περίεργα μηνύματά του στον απάνω κόσμο…
Στα πενήντα λεπτά αχνοφάνηκε η χαμηλή κι ανεπαίσθητη τραχηλιά του Μεγάλου Στροφαδιού.
Η Σταμφάνη, όπως είναι γνωστή, διακρίνεται από απόσταση λόγω της ογκώδους διατομής του κάστρινου μοναστηριού της. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το ύψος του βυζαντινού μοναστηριού, που από μόνο του αποτελεί και έναν ασφαλή δείχτη ζωής, αλλά και τέχνης, μέσα στο διάτρητο πλέγμα του άπειρου πόντου. Στο νησί υπάρχουν δύο σκάλες. Η μία στα βόρεια, που χρησιμοποιείται όταν έχει νοτιάδες κι η άλλη στα νότια (πολύ πρόχειρη και βραχωμένη), για μικρά κι επιτήδεια σκάφη. Ποδίσαμε στη νότια σκάλα. Ποδίσαμε, ένας λόγος. Πήδηξα είναι η αλήθεια με κίνδυνο να σπάσουν ή να χαθούν τα «δώρα» κι οι αποσκευές μου. Κουβαλούσα τα συμπράγκαλα της μητρόπολης, τα δικά μου απαραίτητα, καθώς και τα δώρα για τον παπα-Γρηγόρη, τον υπεράνθρωπο τούτον ιερομόναχο των Στροφάδων που ζει εδώ και τριάντα χρόνια, μονάχος του, κάτω από το κέλυφος της μοναχικής ζωής.
*
Χρειάστηκα μισή ώρα πορεία για να προσεγγίσω τον θεόρατο όγκο του πετραίου αυτού μνημειώδους αρχιτεκτονήματος.
Βρήκα τον παπα-Γρηγόρη να ταΐζει τις κότες, παρέα με το συντροφικό του σκύλο, να τραβάει νερό από το πηγάδι και να ποτίζει τον κήπο του.
Τα χρόνια που ετούτος ο φοβερός Ακρίτας έχουν περάσει από πάνω του σε τούτο το πελαγονήσι, τον έχουν σακατέψει. Δε μιλάει πια. Δεν αφουγκράζεται, δεν ανταποκρίνονται οι αυτόματοι μηχανισμοί των διανοητικών και υπεραισθητών λειτουργιών του ανθρώπου. Ζει, μ’ άλλα λόγια, στον κόσμο του…
Τούδωσα την μποτίλια με το τσίπουρο, τα ζαρζαβατικά που ήξερα ότι του αρέσουν, μια φιάλη κονιάκ και λίγες σταφίδες. Τα πήρε, δεν είπε ούτε «ευχαριστώ», γιατί προφανώς, έχει αλλοτριωθεί από τη χρόνια μοναξιά και την πίκρα των καιρών…
Άφησα τον παπα-Γρηγόρη και γλίστρησα μέσα από τη μεγάλη καστρόπορτα της Μονής. Το γλυκό φως του δειλινού αντάριαζε πάνω στις σκληρές πετσοκομμένες επιφάνειες των τειχών, της σκάλας, των παραθυριών και της μελένιας σκεπής του πύργου. Τράβηξα για τα κελιά των αποθηκών, τις ρημαγμένες αίθουσες του ισογείου, όπου στριμώχνονταν οι επισκέπτες, τρώγαν και κοιμόντουσαν.

Ο ιερομόναχος Γρηγόριος δίπλα από το κανόνι της Μονής

Τρομαγμένος από τη συρροή της εγκατάλειψης και των βαριών ερειπίων βγήκα στο φως ν’ ανασάνω και να ιδώ το νησί με άλλο μάτι και από άλλη οπτική γωνιά.
Πλησίασα το χτίσμα του Οργανισμού. Κάτω από τη θόλο του ραχάτευαν οι δυο φύλακες-υπάλληλοι που εναλλάσσονται κάθε βδομάδα. Με υποδέχτηκαν, με τακτοποίησαν στα τολ που θα κοιμόμουνα και μου τόνισαν πού θα πρέπει να κινηθώ, στην επιτρεπόμενη ζώνη του νησιού.
Ύστερα πήρα τον δρόμο για το εσωτερικό της νησίδας αλαφιασμένος από τις εξωπραγματικές σκηνές της Μονής και των ενδιαιτημάτων του Πάρκου. Κινούμενος παράλληλα με τη βόρεια ακτογραμμή έφτασα σε δέκα λεπτά σε ένα εντυπωσιακό χτιστό πηγάδι που είχε δίπλα του έναν άρκευθο φοινικικό. Από την πίσω πλευρά του πηγαδιού έφευγε ένα απότομο και κατηφορικό μονοπάτι, που άφηνε τον κάμπο και αποκάλυπτε τη μοναδική κι εξαίσια παραλία του νησιού. Την πήρε το μάτι μου κι άρχισα να κατηφορίζω, αν και οι φύλακες μου είχαν επισημάνει πως ήταν απαγορευμένη περιοχή.
Συμμορφώθηκα παρακαλώντας τους να με βοηθήσουν ν’ ανακαλύψουμε την υπέροχη πανίδα της αμμουδιάς έστω και από μακριά. Τότε ο ένας απ’ αυτούς προχώρησε με προφυλάξεις κι εκεί κατάλαβα πόσο αδαής κι επικίνδυνος ήμουν με την εγκληματική θρασύτητα που με διακατείχε.
Απάνω στο σώμα της σβουριγμένης άμμου, ένα απίθανο κύκλωμα συνεχών τορών και αχνογραμμών απόδειχνε την έμμονη λαχτάρα επιβίωσης των χιλιάδων νεοσσών που μόλις έβγαιναν από τα κελύφη τους πορεύονταν προς τη θάλασσα. Κατέγραψα τις απόπειρες αυτές και με λίγη προσοχή ανακάλυψα δεκάδες μικρά χαριτωμένα σωματάκια χελωνιών που βάδιζαν προς την ελευθερία και τη ζωή. Βέβαια από όλα αυτά τα λιλιπούτεια χελωνάκια δεν φτάνει στη θάλασσα ούτε το 30% για να επιζήσουν. Στην πορεία αυτή πάνω από τα κεφαλάκια τους γυροφέρνουν πλήθος αρπακτικά και γλάροι που εφορμούν στην άμμο για να συλλάβουν και να γευτούν τον τρυφερό μεζέ τους κι έτσι αναπότρεπτα να εφαρμοστεί ο αδήριτος νόμος της τροφικής αλυσίδας των ειδών.
*

Χελωνάκι καρέτα – καρέτα ηλικίας λίγων ημερών. Διανύει τη διαδρομή από τον χώρο της ωοτοκίας προς τη θάλασσα

Ξυπνώντας την άλλη μέρα πήρα τον δρόμο για το εσωτερικό της μονής, τα άδυτα δηλαδή των Αδύτων. Με περίμενε ο λαβύρινθος των κελιών, των μαγεριών, των διαδρόμων, των ορόφων, των καταλυμάτων, των στοών και των αυλισμάτων. Όλα βέβαια σε μια συντεταγμένη, ατημέλητη και παχιά ακαταστασία που κρατάει ανίκητη και τελεσίδικη, από τότε που η μητρόπολη της Ζακύνθου αποφάσισε να αποσύρει τον εκπληκτικό κι αμύθητο πλούτο της μονής (από το τέμπλο μέχρι τα στασίδια και τα δισκοπότηρα), έναν πλούτο που βαστούσε αλώβητος σχεδόν από τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Εδώ έζησαν εκατοντάδες μοναχοί από τις αρχές του 13ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, από τους οποίους μερικοί άφησαν τη σφραγίδα τους ως ισχυρές προσωπικότητες της πατριαρχικής και βυζαντινής ιστορίας (Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, Άγιος Διονύσιος, κ.λπ.). Κάποια στιγμή ύστερα από ώρες αφάνταστης περιπλάνησης στους αμέτρητους διαδρόμους και τα ενδιαιτήματα του μοναχικού πύργου, θέλησα ν’ ανεβώ στην ταράτσα της μονής. Αφού αναρριχήθηκα τέσσερις ορόφους μεσ’ από άπειρα σκαλοπάτια και πορτέλια, ξεμαντάλωσα τη βαριά κατασκονισμένη πύλη της οροφής που με έβγαλε στο αξεπέραστο θαύμα του Ιόνιου γαλάζιου. Έχω γράψει για θέες και θέες στην περιπλάνησή μου ανά την Ελλάδα της μυστικής ομορφιάς. Όμως ετούτη δω διεκδικεί ένα από τα κορυφαία στέμματα πλανητικής μαγείας.
Το βλέμμα μου σκορπίστηκε στο άπειρο κι αναποτίμητο γεγονός του θαλασσινού μεγαλείου. Όμως ταυτόχρονα η σκέψη μου μελαγχόλησε, καθώς από δω ψηλά εύκολα μπορεί κανείς ν’ αποτιμήσει τις προθέσεις των πειρατών και την μπαμπεσιά τους.
Οι μοναχοί όμως του 18ου αιώνα (το 1717), από βαριά κι ασυγχώρητη αφέλεια, ενώ είδαν από δω τον στόλο των αγαρηνών, τους πέρασαν για φίλους και τους άνοιξαν την καστρόπορτα. Όπως ήταν επόμενο ακολούθησε ένα φοβερό μακελειό και σφαγή όλων σχεδόν των μοναχών που δεν ξεπεράστηκε, δυστυχώς, ποτέ.
Η μονή δέχτηκε το πιο ισχυρό χτύπημα, στους αιώνες που έμεινε έκτοτε και στιγμάτισε τόσο την ιστορία της, όσο και την ακεραιότητα των χτισμάτων της. Ειδικά η περίφημη Βιβλιοθήκη της έγινε παρανάλωμα της φωτιάς. Ωστόσο το κτίριο με τον Πύργο της Μονής αρχιτεκτονικά διασώθηκαν (ό,τι δεν κατάφεραν οι αλλόδοξοι, το πέτυχε προχτές ο Εγκέλαδος)…
Αγαρηνοί και Μαλτέζοι πειρατές, αλλά και Οθωμανοί αποπειράθηκαν να αλώσουν τη μονή, αλλά ουδέποτε τα κατάφεραν εκτός από τότε και άλλη μια φορά (το 1537), όταν δέχτηκαν μαζική και οργανωμένη απόβαση των Οθωμανών.
*
Εγκατέλειψα τη Σταμφάνη, με τις διάσπαρτες λειψανοθήκες των χελωνιών και το ετοιμόρροπο μοναστήρι με πόνο και στοχαστική οδύνη.
Φεύγοντας από τις Στροφάδες κι απομακρυνόμενος από το «φρέαρ» τούτο της μοναξιάς και του φυσικού μεγαλείου της ζωής και του κόσμου, άφηνα πίσω μου ένα μεγάλο κομμάτι από την ίδια τη φύση μας, έτσι όπως, φαντάζομαι ότι, μας την εκληροδότησε σμιλεύοντάς την με τα χέρια του ο μεγάλος Μύστης και Δημιουργός.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το