Άρθρα

Το σοβαρό βιβλίο, η γλώσσα μας και η κλασική μουσική διαμορφώνουν καλούς χαρακτήρες

Του Αντώνη Παπαγεωργίου 

Ο ξέφρενος ρυθμός της σύγχρονης ζωής, η σπουδή των ανθρώπων για γρήγορη απόκτηση υλικών αγαθών και η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας, που στερεί πολλές θέσεις εργασίας, υπήρξαν οι λόγοι να απομακρυνθούν πολλοί άνθρωποι, ιδίως νέοι, από τις ηθικές αξίες, τα ευγενή αισθήματα και τις σωστές ανθρώπινες σχέσεις. Λέω πολλοί, αλλά όλοι σχεδόν οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους. Υπάρχουν και σήμερα εξαιρετικοί χαρακτήρες / αξίες, που διακρίνονται, αλλά πιστεύω ότι το ποσοστό επί του συνόλου έχει μειωθεί.
Πόσοι άνθρωποι σήμερα διαβάζουν σοβαρά συγγράμματα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων; Εμείς οι παλιοί βρίσκαμε χρόνο και διαβάζαμε συγγράμματα, που σμίλευσαν τους χαρακτήρες μας. Ενδεικτικά αναφέρω κάποια, που με εντυπωσίασαν.

Το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λ. Τολστόι, το «Ο αρχισιδηρουργός» του Ζορζ Ονέ, το «Η ιστορία ενός άπορου νέου» του Οκταβίου Φεγιέ, το «Κάστρο» και το «Η δύναμη της δημιουργίας» του Κρόνιν, το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη, το «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Όσκαρ Γουάιλντ, το «Περηφάνεια και προκατάληψη» της Τζέιν Όστιν, το «Οι τρεις σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά – πατρός και το «Η κυρία με τας καμελίας» του Αλεξάνδρου Δουμά – υιού, το θέμα του οποίου βιβλίου έγινε λιμπρέτο της υπέροχης όπερας «Τραβιάτα» του Τζουζέπε Βέρντι. Και αρκετά άλλα. Ας μου επιτραπεί μόνον – προς ψυχαγωγία των αναγνωστών – να αναφέρω και το διασκεδαστικό «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», του Γ. Δροσίνη, όπου περιγράφονται κάποια σπαρταριστά στιγμιότυπα. Κάποιοι λόγιοι της εποχής του Δροσίνη συναντιόντουσαν συχνά σε σπίτια και αντάλλασσαν πειράγματα, πολλές φορές έμμετρα. Απαριθμώ:

1) Μαζί τους ήταν συνήθως ο ιδρυτής της «Καθημερινής» Άγγελος Βλάχος, άνθρωπος απότομος και σκληρός, όπως τον ήξεραν οι φίλοι του. Τον σκιαγράφησαν, λοιπόν, με μία φράση:
Άγγελος Βλάχος: Τα ήκιστα μεν Άγγελος, τα μάλιστα δε… Βλάχος (ας μην παρεξηγηθεί η δημιουργική φυλή των Βλάχων. Κι εγώ βλάχα παντρεύτηκα. Απλά η λέξη εχρησιμοποιείτο τότε με υποτιμητική έννοια, όπως τελευταία το Πόντιοι, επίσης κακώς).
2) Υπήρχαν στη συντροφιά και κάποιες ποιήτριες. Κάποιο καλοκαίρι κάποια προσήλθε με κοντομάνικο φόρεμα, εντυπωσιακό γεγονός για την εποχή. Αμέσως οι στιχοπλόκοι τής το σκάρωσαν:
«Μ’ αυτά τα ξεμπρατσώματα θα ’ρθούμε στα μαχαίρια.
Ή τα μανίκια μάκρυνε ή κόντυνε τα χέρια».
3) Σε μια άλλη, που πήγε με κοντό φουστάνι, περίπου ώς τα γόνατα:
«Μ’ αυτά τα ξεγυμνώματα θα ’χουμε καμμιά φιέστα.
Ή βάλε όσα σου λείπουνε ή βγάλε και τα ρέστα».
4) Και σε άλλη, ωραία, που πήγε με την επίσης ωραία κόρη της, είπαν:
«Ω, της ωραίας κόρης σου ωραιοτέρα Μήτερ!!», φράση, που άλλοι την αντέστρεψαν: «Ω, της ωραίας σου Μητρός ωραιοτέρα κόρη!!!».
5) Και πολλά άλλα διασκεδαστικά.

Πόσοι σήμερα γνωρίζουν – σχεδόν καλά έστω – την υπέροχη ελληνική γλώσσα, που κάποιοι κάποτε την κατάντησαν «μαλλιαρή»; Μπορεί κάποιες λέξεις να προέρχονται από την καθαρεύουσα ή τα αρχαία ελληνικά, αλλά δεν δικαιολογείται άγνοια, όταν αυτές οι λέξεις είναι σύνθετες με άλλες σύγχρονες ή έχουν σύγχρονα παράγωγα. Π.χ. ρωτήθηκαν μερικοί σε ποια γλώσσα ανήκει η δίλεξη φράση «άχθος αρούρης». Μερικοί απάντησαν στην ιταλική, άλλοι δήλωσαν άγνοια, αλλά ευτυχώς αρκετοί δήλωσαν στην ελληνική. Άχθος σημαίνει βάρος, απ’ όπου η σύγχρονη λέξη αχθοφόρος = ο μεταφέρων βάρη. Αρούρα (γενική αρούρης) σημαίνει γη, απ’ όπου το τρωκτικό αρουραίος. Άχθος αρούρης, λοιπόν, σημαίνει βάρος της γης. Μήπως εκφυλίζεται η γλώσσα μας;

Πόσοι σήμερα έχουν ακούσει – έστω μια φορά μόνον – τις αθάνατες όπερες αείμνηστων συνθετών; Τα ελαφρά τραγούδια είναι ασφαλώς ευχάριστα και συνεπαίρνουν το κοινό απομακρύνοντάς το από τις καθημερινές έγνοιες, αλλά κάποτε ξεχνιούνται, εκτός εξαιρέσεων (τα ρετρό). Σε πολλούς από εμάς τους παλιούς άρεσαν οι όπερες.
Η «Τόσκα» του Πουτσίνι, οι «Αΐντα» – «Τραβιάτα» – «Ριγολέτος» – «Τροβατόρε» και «Ναμπούκο» του Βέρντι, η «Κάρμεν» του Μπιζέ, ο «Κουρεύς της Σεβίλλης» του Ροσίνι, αλλά και η «Εύθυμη χήρα», οπερέτα του Φράντς Λέχαρ. Το «Καβαλλερία ρουστικάνα» κ.ά.

Ποιος νοιάζεται σήμερα για όλα αυτά, εκτός από όσους τα σπουδάζουν για επαγγελματική σταδιοδρομία; Ποιος νοιάζεται απλά και μόνο για εμπλουτισμό των γνώσεών του και – θα έλεγα – για ευχαρίστησή του;
Ίσως κάποιος αναγνώστης διερωτηθεί, πότε έβρισκα χρόνο για όλα αυτά. Η κήρυξη του Αλβανικού Πολέμου το 1940 με βρήκε στη Β’ Οκταταξίου Γυμνασίου, αντίστοιχη της Στ’ Δημοτικού. Τότε, από τη Δ’ τάξη Δημοτικού πηγαίναμε στην Α’ Οκταταξίου Γυμνασίου με διαγωνισμούς. Κατά τη διάρκεια του Αλβανικού Πολέμου στο πατρικό σπίτι της μητέρας μας στα Κάτω Λεχώνια διάβασα αρκετά από τα βιβλία που προανέφερα. Μετά την Κατοχή στην Εβδόμη και Ογδόη Τάξη αναγκάσθηκα να εργαστώ λόγω σοβαρής ασθένειας του πατέρα μας. Ήμουν ο μεγαλύτερος των τριών αδελφών (Αντώνης – Μαρία – Νίκος). Εργάσθηκα ως εσωτερικός νυκτοφύλακας στα γραφεία της αμερικανικής ΟΥΝΡΑ (= αμερικανική βοήθεια), τα οποία γραφεία ήταν σε κατεδαφισθέν κτίριο στη θέση του σημερινού ξενοδοχείου Park Hotel. Όλη τη νύχτα, εκτός από τα σχολικά μαθήματα, διάβαζα και κάποια συγγράμματα. Στο Γυμνάσιο πολλές φορές νύσταζα και περίμενα με λαχτάρα να έλθει η Πέμπτη, που είχα ρεπό, για να χορτάσω ύπνο.

Αργότερα υπήρξα για κάποιο διάστημα χορωδός (β’ φωνή) στη Βολιώτικη Χορωδία, υπό τον μακαρίτη Χατζηδημητρίου και μεταξύ των άλλων τετραφωνικών τραγουδιών τραγουδήσαμε και χορωδιακά εμβατήρια από τις όπερες «Τροβατόρε» και «Φάουστ». Από τότε λάτρεψα τις όπερες.
Συμπερασματικά σημειώνω ότι ένας νέος, που μεγαλώνει με όλες τις ανέσεις, είναι μάλλον απίθανο να ασχοληθεί με τα αναφερθέντα. Ένας στερημένος νέος ή νέα, που αναζητά μια θέση στον ήλιο, προσπαθεί να αποκτήσει ποικίλες γνώσεις. Είναι απλά ζήτημα θέλησης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το