Άρθρα

Το ψυχικό σθένος μιας μάνας κι η εκθηρίωση του ανθρώπου απέναντι στον φόβο

Της Σοφίας Κανταράκη*

«-Είχατε το δικαίωμα να μας βάλετε καραντίνα, μα δεν έπρεπε να μας αφήσετε ν᾽ αποθάνουμε της πείνας».
Ο Παπαδιαμάντης, ως ακριβής ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, αφουγκράζεται με τον ιδιαίτερο τρόπο του τις «υπόκωφες» φωνές των ηρώων του, τους αναστεναγμούς των βασάνων τους, τους ψιθύρους των μονολόγων, αλλά και της σιωπής τους. Η πρωταγωνίστρια του διηγήματος, αν και γερασμένη ως γυναικεία μορφή, παραβιάζει κατάφωρα τους κώδικες αμφίεσης, κατακρημνίζει τα ήθη και ταράσσει ανεπανόρθωτα τα λιμνάζοντα γυναικεία ύδατα, αφού ντύνεται με αντρικά ενδύματα για να πετύχει τον ιερό της σκοπό. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και με κίνητρο την αγάπη για τον γιο της, αποφασίζει να εισέλθει τεχνηέντως στον αντρικό κόσμο, αφήνοντας πίσω τη γυναικεία στατικότητα και αμεριμνησία, εν όψει των σοβαρών οικογενειακών της θεμάτων. Μια ειρηνική επαναστάτρια, μια νέα Καλλιπάτειρα που εισέρχεται στον κόσμο των αντρών, όχι για να προκαλέσει αρνητικά ή να ανατρέψει το θέσφατο της αντρικής επιρροής, αλλά για να δώσει και αυτή το στίγμα της σε έναν κόσμο που αδυνατεί να επιλύσει ζωτικά θέματα, καθώς το ίδιο σύστημα κακοδιοικείται και ουσιαστικά την ωθεί να παρανομήσει.

«Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη… Εις αυτά τα τελευταία χρόνια είχεν αρχίσει να εφαρμόζεται το «Κάθε πέρσι καλύτερα». Η φτώχεια ήτον μεγάλη, η γρίνια ακόμη μεγαλυτέρα. Το δε χειρότερον ήτον η ασθένεια… – Ο Θεός να φυλάγῃ και πάλιν όλον τον κόσμον, και δεύτερον εμάς, τους αμαρτωλούς. – Μεγάλα δεινά, αφορία, πείνα, αρρώστια, όλα μαζί, ηκούοντο. Και ο φόβος τα έκαμνε μεγαλύτερα. Η δε αμαρτία έκαμνε μεγαλύτερον τον φόβον».
Αυτή όμως το παλεύει, παραβλέπει τις κοινωνικές νόρμες, αντιπαρέρχεται κάθε δυσκολία και συμμαχεί με το αντρικό φύλο, το οποίο κατά περίεργο τρόπο, γίνεται ο αρωγός της στη δεδομένη στιγμή.
«Ουχ ήττον επειδή δεν έτρεφεν απόλυτον εμπιστοσύνην εις τας πληροφορίας του φύλου της, απεφάσισε να υπάγῃ παρακάτω, διά να μάθη περισσότερα».

Η προβολή του μητρικού μοντέλου αγάπης, αλληλεγγύης και αυτοθυσίας είναι διάχυτη σε όλο το διήγημα, χωρίς να περιορίζεται σε ατομικό επίπεδο. Δεν τη νοιάζει μόνο γιος της, αλλά ο κόσμος ολάκερος. Εκεί βρίσκεται και η ουσία, η καρδιά του εννοούμενου. Ο άλλος και η δική μας προσφορά σε αυτόν. Η συλλογική διαχείριση ενός τόσου σοβαρού προβλήματος φαίνεται να αποτελεί για τη γραία Σκεύω ύψιστο χρέος και ανθρώπινο καθήκον. Όχι μόνο εμείς, αλλά και αυτοί, οι γύρω μας, ο συνάνθρωπος που υποφέρει. Ο πεζογράφος κινείται μαστορικά ανάμεσα στα επιφαινόμενα και την ουσία, ξεκινώντας από τα πρώτα για να καταλήξει στη δεύτερη. Και είναι αξιοπερίεργο πώς τοποθετεί μια ηλικιωμένη πρωταγωνίστρια να δείξει τόσο ενδιαφέρον για τους αρρώστους, ενώ μια ολάκερη κοινωνία δίπλα της αδιαφορεί και το χείριστο όλων αισχροκερδεί:
«Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια χωρούσα μέχρις απανθρωπίας, εβασίλευε πανταχού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. ΘΑ έλεγέ τις ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις, και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού, και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων».
Είναι αξιοσημείωτο το ενδιαφέρον της για τους αρρώστους και παρά τις απαγορεύσεις είναι έτοιμη να θυσιαστεί για να προσφέρει:

«… Τα σταφύλια εκομίζοντο εις τα Λαζαρέτα, εις το πείσμα της απαγορεύσεως του ιατρού, όστις δεν ήξευρε τι έλεγε. Να είναι κλεισμένοι οι άνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εις τα πλοία, επί εβδομάδας, Αύγουστον μήνα, και να μην έχουν σταφυλάκι να βρέξουν το στόμα των! Και που το ηύρε γραμμένο; Λέει πουθενά, στο γιατροσόφι μέσα, ότι πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι από το ένα κακό διά να γλυτώσουν από το άλλο;».
Και σε άλλο εδάφιο: «…Αλλ᾽ αυτή επρόσφερε την ζωήν της υπέρ της ζωής του υιού της, και αν επερίσσευε θα την επρόσφερεν επίσης και υπέρ της ζωής άλλων ανθρωπίνων πλασμάτων».
Άνθρωποι με φόβο και άγνοια πετροβολούν μετά μανίας βάρκες, οι οποίες υποτίθεται ότι μεταφέρουν αρρώστους στο νησί. Οι επιβαίνοντες βρίσκονται σε απόγνωση και ένας εξ αυτών με περισσό θάρρος και πόνο ψυχής τους φωνάζει, μήπως και κατανοήσουν το σφάλμα τους:
«- Είχατε το δικαίωμα να μας βάλετε καραντίνα, μα δεν έπρεπε να μας αφήσετε ν᾽ αποθάνουμε της πείνας».
Με απόλυτη περιγραφικότητα μεταφερόμαστε στον κόσμο ανθρώπων βασανισμένων στο σώμα αλλά και στην ψυχή:
«…Υπήρχον πράγματι πολλά και αφόρητα δεινά. Η κακή κατασκευή των παραπηγμάτων, η βραδύτης, η ακρίβεια, και η κακή ποιότης των τροφίμων, ο φόβος, ο συνωθισμός και η πνιγμονή, η αισχροκέρδεια των καπήλων και μικρεμπόρων, όλα αυτά ομού, και εις επίμετρον τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου, τα οποία είχον αρχίσει ραγδαία, και τα πρώτα ψύχη του πνεύσαντος ευθύς ύστερον πρώτου βορρά. Το πλήθος των καθαριζομένων έπασχεν, εστέναζε και επνίγετο. Όχι ολίγους είχε θερίσει ήδη ο Χάρος, τη βοηθεία της νόσου, του φόβου, των στερήσεων, της κακοπαθείας, και άλλων θανασίμων επικούρων».

Τα φαινόμενα αισχροκέρδειας, κακοδιοίκησης, αδιαφορίας συνάδουν απόλυτα με το σκηνικό δυσπιστίας και επιφυλακτικότητας, το οποίο διαφαίνεται από τη μαζική αντίδραση επιθετικότητας και βιαιοπραγίας των εκθηριωμένων κατοίκων απέναντι στους «επικίνδυνους» ξένους και σε ό,τι αυτοί κουβαλούν μαζί τους. Όλες αυτές οι ενέργειες διατελούν κάτω από ένα πέπλο μιμητισμού και παραπλανητικής συλλογικής υστερίας, καθώς ουδείς γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε. Ενδεχομένως να θεωρηθεί ως συνειδητή αντίδραση σύμφυτη με τα ένστικτα επιβίωσης, αλλά ταυτόχρονα και ένδειξη αδυναμίας να αντιμετωπίσουν την εισερχόμενη απειλή. Αυτή η αντικοινωνική συμπεριφορά αντιδιαστέλλεται σαφώς με αυτή της γραίας Σκεύως αλλά και του μοναχού Νικηφόρου. Τα επιφαινόμενα έχουν αποτυπωθεί έμπρακτα, τα εννοούμενα από την άλλη ως η βαθύτατη ουσία χρήζουν επισταμένης μελέτης. Υπάρχει η γονική, μητρική αγάπη, η οποία μετατρέπεται σε οικουμενική και ανιδιοτελή και η κοινωνική αδιαφορία και απόρριψη που εκφράζεται μέσα από τη συλλογική εκμηδένιση του πλησίον. Ήρωες που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν και αντι-ήρωες που κατακρημνίζουν το «Άνω Θρώσκω».
Εν τέλει η πλειοψηφία τους, με ό,τι αυτή εκπροσωπεί, μεταφέροντας με όλες τις λεπτομέρειες το δυσβάσταχτο επιφαινόμενο, καταφέρνει ως επιζητούμενο και παράλληλα ως επιμύθιο να εγκαταστήσει στις συνειδήσεις μας την απόλυτη ουσία της ύπαρξής μας.

*Η Σοφία Κανταράκη είναι φιλόλογος-ιστορικός, υπεύθυνη Σχολικών Δραστηριοτήτων ΔΔΕ Μαγνησίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το