Πολιτισμός

Το μίσος για τους Εβραίους

Της Λίνας Θωμά

Αντι-σημιτισμός στην Ελλάδα
σήμερα, Εκφάνσεις, αίτια
και αντιμετώπιση του φαινομένου,
Θεσσαλονίκη 2017, εκδ. Ίδρυμα
Χάινριχ Μπελ Ελλάδας, σελ. 47,
συγγραφείς: Γιώργος Αντωνίου, Σπύρος
Κοσμίδης, Ηλίας Ντίνας, Λεόν Σαλτιέλ,
https://gr.boell.org/sites/default/files/antisimitismos_lr.pdf

Όταν μια δήμαρχος απαιτεί τη σμίκρυνση και απόκρυψη του Άστρου του Δαυίδ σε ένα μνημείο του Ολοκαυτώματος, για να ακολουθήσουν βανδαλισμοί με μπογιές και γκράφιτι, «Εβραίοι φονιάδες των λαών» – πόσους μπορεί ένα τέτοιο περιστατικό να ενοχλήσει; Το γεγονός συνέβη στην Καβάλα το 2015 και είναι ένα από τα πάμπολλα παραδείγματα αντισιωνιστικής ρητορικής και δράσης που βρίσκει έκφραση στον δημόσιο βίο: Η επίσημη ομιλία του κυβερνητικού εκπροσώπου που συνόδεψε τελικώς με τα πολλά την αποκάλυψή του, έκανε σύγκριση ανάμεσα στο Ολοκαύτωμα, τον αποκλεισμό της Γάζας και την τουρκική κατοχή στην Κύπρο, υπονοώντας ότι το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία, με το πολλάκις ακουσμένο επιχείρημα των θυμάτων που γίνονται θύτες.
Είναι μήπως σπάνιο το αφήγημα αυτό; Κάθε άλλο: Αποτελεί ένα από τα πλέον κοινότυπα επιχειρήματα που αναπαράγονται με κάθε ευκαιρία στον δημόσιο λόγο. Με βάση τη σχετική έρευνα, το ποσοστό των Ελλήνων πολιτών που διακατέχεται από αντισημιτικά αισθήματα αγγίζει το 69%. Οι κοινοί τόποι της δημόσιας πολιτικής έκφρασης έχουν γερές ρίζες στις κοινωνικές προκαταλήψεις.

Διότι αποσπάσματα τέτοιου λόγου έχουν εκφράσει στην Ελλάδα εκπρόσωποι όλων των κομμάτων ανεξαιρέτως, με μεγαλύτερη συχνότητα, ωστόσο, του πολιτικού χώρου των άκρων. Παράδοξο δεν είναι ούτε αυτό. Γνωρίζουμε σήμερα πως δύο ιστορικοί ολοκληρωτισμοί ενθάρρυναν τις διώξεις των Εβραίων, η ναζιστική Γερμανία βεβαίως, αλλά και η σοβιετική Ρωσία με τις μαζικές σταλινικές διώξεις (χαρακτηριστικό παράδειγμα που συνάδει με τον αντιεβραϊσμό της Σοβιετικής Ένωσης είναι και η απουσία κάθε αναφοράς στο εβραϊκό στοιχείο σε μνημεία του Ολοκαυτώματος στην επικράτειά της, όπως λ.χ. στο μνημείο του Μπάμπι Γιαρ).
Κι αν η αντισημιτική ρητορική χαρακτηρίζει για ευνόητους λόγους την ακροδεξιά αφήγηση, αυτό δεν εμπόδισε αρκετούς εκπροσώπους της αριστεράς στην Ελλάδα να αναπαράγουν συνωμοσιολογικού χαρακτήρα δηλώσεις, όπως για τη «Λέσχη Μπίλντερμπεργκ» και την πολιτική του κράτους του Ισραήλ, κάνοντας μονοδιάστατη κριτική γύρω από το παλαιστινιακό ζήτημα μέσα από ανιστόρητες και καταχρηστικές συγκρίσεις (σελ. 14-5). Προσλαμβάνοντας την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση με μανιχαϊστικούς όρους, οι πολιτικές αυτές προσεγγίσεις παραβλέπουν έτσι την ιστορική συγκυρία και παραμερίζουν τον αγώνα των Ισραηλινών για την επιβίωση του κράτους τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο αντισημιτισμός από φυλετικός έχει γίνει στην εποχή μας αντισιωνιστικός, στοχεύοντας τις πολιτικές του κράτους του Ισραήλ.
Η παρούσα μελέτη ωστόσο διαχωρίζει στο σημείο αυτό τον χαρακτήρα μιας ενδεχόμενης κριτικής που αποτελεί στοιχείο της δημοκρατικής κοινωνίας και που ασκείται όπως ξέρουμε ακόμα και εκ των ένδον. Ποιες είναι ωστόσο οι διαχωριστικές γραμμές μιας τέτοιας κριτικής είναι ζήτημα λεπτό, στοιχείο που έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους υπερασπιστές της ελευθερίας της έκφρασης.

Αλλά και στον χώρο της Ορθόδοξης εκκλησίας της Ελλάδας ανθεί ο αντισημιτισμός, που παίρνει τη μορφή του «χριστιανικού αντιιουδαϊσμού». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «ανώτεροι κληρικοί έχουν εκφέρει συστηματικά αντισημιτικό λόγο, άλλες φορές βασισμένο σε πηγές της χριστιανικής γραμματείας, και άλλες πάλι διαβλέποντας συνωμοσίες σκοτεινών δυνάμεων, οι οποίες συνιστούν απειλή για τον ελληνισμό και την ελληνορθόδοξη ταυτότητα. Ο αντισημιτικός τους λόγος, τόσο ο απροκάλυπτος όσο και ο συγκεκαλυμμένος, πίσω δήθεν από τον αντισιωνισμό, έχει στη χώρα μας μεγάλο ακροατήριο, εντός και εκτός της Εκκλησίας, και αντλεί τη δυναμική του από ιστορικές αναφορές που εκκινούν από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας» (σελ. 16).
Ας σημειωθεί πως μια από τις φωτεινές εξαιρέσεις εδώ αποτελεί το παράδειγμα του Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνατίου, «ο οποίος με την απαρέγκλιτη στάση σεβασμού και χριστιανικής αγάπης αποτελεί σταθερό πολέμιο του αντισημιτισμού και του ρατσισμού εν γένει» (σελ. 17).
Η νέα εβραιοφοβία δεν παρακάμπτει φυσικά και τα μέσα ενημέρωσης, όπως και αυτά της κοινωνικής δικτύωσης: Η σύγκριση των ακολουθούμενων πολιτικών του Ισραήλ με αυτές των Ναζί ή του Απαρτχάιντ και οι προτροπές για εμπάργκο κατά ισραηλινών προϊόντων αποτελούν καθημερινή τροφή του αναγνωστικού κοινού. Η δρομολόγηση άλλωστε πράξεων βίας που στοχεύουν μνημεία υπαγορεύεται μέσα από τέτοιου τύπου αφηγήσεις. Ο βανδαλισμός με γκράφιτι της Συναγωγής του Βόλου το 2009 από μέλη της λεγόμενης «Αντιεξουσιαστικής» Κίνησης αναφέρεται ως παράδειγμα σχετικό.

Ας μην πάμε μακριά: Τα πρόσφατα αντισιωνιστικά συνθήματα στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα στον δρόμο για το νότιο Πήλιο δεν έχουν σβηστεί ακόμα. Η βία της εικόνας ωστόσο, μπορεί κάποια στιγμή να στηρίξει και να δικαιολογήσει και τη βία προς τους ανθρώπους. Πόσο μακριά είναι το «οι Εβραίοι σταυρώσαν τον Χριστό» από μια σύγχρονη αντισιωνιστική θέση, μπορεί να γίνει αντικείμενο έρευνας, αλλά δεν απαιτούνται εδώ και ιδιαίτερα ικανά επιστημονικά εργαλεία για να το καταλάβει κάποιος. Σε καιρούς που η επικαιρότητα αναδεύεται, η αντισημιτική ρητορική φουντώνει. Υπάρχει ένα αντηχείο και γι’ αυτό: Το αντηχείο της Ιστορίας που την εμπεδώνει.
Να είναι τυχαίο που τα μεγαλύτερα διεθνή μέσα ενημέρωσης μεταφέρουν συχνά ως αξιόπιστες τις πηγές της Χαμάς; Οι ειδήσεις για τον «βομβαρδισμό από το Ισραήλ» του νοσοκομείου στη Γάζα με τους 500 νεκρούς ή η «καταστροφή του ελληνορθόδοξου μοναστηριού του Αγίου Πορφυρίου» δεν κράτησαν την αξιοπιστία τους ώς το τέλος. Έδειξαν ωστόσο με τον τρόπο τους την ετοιμότητα ενός αντιεβραϊκού αντανακλαστικού.

Όπως υποστηρίζει χαρακτηριστικά και ο Παλαιστίνιος πολιτικός αναλυτής Μπάσεμ Έιντ, οι διαδηλωτές υπέρ της Χαμάς στη Δύση δεν ενδιαφέρονται στην ουσία για τους Παλαιστίνιους. Η Χαμάς δεν δολοφονεί μονάχα Ισραηλίτες, αλλά και πολίτες της Γάζας χρησιμοποιώντας τους ως ανθρώπινες ασπίδες, ακόμα και με αποτυχημένες εκτοξεύσεις ρουκετών. Το 30% των ρουκετών της Χαμάς πέφτουν στη Γάζα, σκοτώνοντας αθώους ανθρώπους, γυναίκες και παιδιά. Η Χαμάς εκτελεί επίσης τυχόν αντιπάλους της, ακόμα και ομοφυλόφιλους (όπως είναι η περίπτωση του Παλαιστίνιου Αχμάντ Αμπού Μάρχια που αποκεφαλίστηκε για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό), καθώς και εκείνους που έχουν απαρνηθεί την πίστη τους στο Ισλάμ. Περιττό βέβαια να σχολιάσουμε πώς αντιμετωπίζει τις γυναίκες. Δεν είναι λοιπόν η αγάπη για τους Παλαιστίνιους που φανατίζει, αλλά το μίσος για τους Εβραίους. Ένα μίσος παλιό, ξαναζεσταμένο και διαχρονικό.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το