Πολιτισμός

Το «μαύρο κύμα» των προσφύγων τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1922 στον Βόλο

Του Δημήτρη Κωνσταντάρα – Σταθαρά

Εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατά συγκυρία, στο έτος που διανύουμε (2022), συμπίπτουν ακριβώς οι ημερομηνίες με τις ημέρες του 1922. Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1922, τότε στην πόλη του Βόλου, «ξεβράστηκε» το «μαύρο» κύμα των προσφύγων. Μετά από 100 χρόνια (σήμερα 2022, τυχαίνει να είναι πάλι Δευτέρα!).
Ας δούμε, όμως, τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στον Βόλο ακριβώς τις ίδιες ημέρες.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ο Ελληνισμός της Μικρασίας, που ζούσε και ανθούσε εκεί στις προαιώνιες εστίες του 3.000 χρόνια, γράφοντας λαμπρές σελίδες ιστορίας και πολιτισμού, ξεριζώθηκε, ξεκληρίστηκε, εξαφανίστηκε.
Αποτέλεσμα: Ενάμισι εκατομμύριο (1.500.000) Έλληνες ήλθαν ικέτες στη μητέρα Πατρίδα, ήλθαν πρόσφυγες, ήλθαν γυμνοί και εξαθλιωμένοι από υλικά αγαθά. Όμως, δημιούργησαν νέες πόλεις, νέα χωριά, νέους οικισμούς. Στη δική μας πόλη του Βόλου ιδρύθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας, ενώ ένα μεγάλο μέρος προσφύγων ρίζωσε στα ανατολικά της πόλης στην προέκταση της οδού Ιωλκού, δημιουργώντας νέα συνοικία (Αγίου Βασιλείου).

Μικρασιάτες πρόσφυγες στον Βόλο
Κατά τα έτη 1921 και 1924 ξέσπασαν τρία κύματα προσφύγων στην Ελλάδα (και στον Βόλο). Παρακάτω θα δούμε πώς ήλθαν και πού εγκαταστάθηκαν αυτά τα τρία κύματα.

Το πρώτο κύμα: Οι «εκ Νικομηδείας» πρόσφυγες του 1921
Ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρά Ασία την άνοιξη του 1921 είχε αρχίσει στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Προύσας και Νικομήδειας με σκοπό να καταστρέψει τις κεμαλικές δυνάμεις. Για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων αποφασίστηκε η μεταφορά -«προσωρινά» τους είπαν – των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής Νικομήδειας και Προύσας στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού κατέφθασαν στον Βόλο μέσα σε λίγες μέρες (Ιούνιος 1921) 5.300 πρόσφυγες «εκ Νικομηδείας» (Γιάλοβα, Κατήκιοϊ, Ελμαλί, Κίος, Πάνορμο κ.ά.). Οι πρόσφυγες αυτοί βολεύτηκαν «προσωρινά» σε καπναποθήκες και σε σκηνές που στήθηκαν πάνω από την οδό Αναλήψεως, σε χωράφια στα νότια από το Γυμναστήριο του Γυμναστικού Συλλόγου Βόλου. Αφού θα συντρίβονταν οι κεμαλικές δυνάμεις θα επέστρεφαν πάλι στα μέρη τους… Αυτοί οι πρόσφυγες, αφού έφυγαν «ομαλώς», κατά το δυνατόν, έφεραν ό,τι μπορούσαν από την κινητή τους περιουσία (π.χ. ρουχισμό, προίκες, εμπορεύματα, χρήματα κ.ά.). Όμως οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού, ενώ το 1921 ήταν νικηφόρες, ήλθε το 1922 που έφερε τη συντριβή και τη διάλυση της Ελληνικής Στρατιάς και την επώδυνη Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε κι αυτοί έμειναν μόνιμα στην Ελλάδα.

Εφημερίδα «Η Θεσσαλία», Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 1922. Το συγκλονιστικό πρωτοσέλιδο άρθρο του διευθυντή της εφημερίδας Τάκη Οικονομάκη «ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΥΜΑ» (Φωτογραφία: Αρχείο εφημ. «Θεσσαλία»)

Το δεύτερο μεγάλο «μαύρο κύμα» του 1922
Οι εφημερίδες του Βόλου με τους ανταποκριτές-συνεργάτες τους, έστελναν ρεπορτάζ για τα τραγικά γεγονότα που συνέβαιναν στη Σμύρνη. Διαβάζουμε στη «Θεσσαλία» της Τετάρτης 31 Αυγούστου 1922: «Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ…ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΔΥΕΙ ΕΝΩ Η ΚΥΑΝΟΛΕΥΚΟΣ ΥΠΟΣΤΕΛΛΕΤΑΙ. ΧΑΙΡΕ ΣΜΥΡΝΗ, ΧΑΙΡΕ ΩΡΑΙΑ ΝΥΜΦΗ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ. ΣΜΥΡΝΗ 25 Αυγ. (επί του ατμοπλοίου-εκτάκτου συνεργάτου μας)…». Την Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 1922 η «Θεσσαλία» έχει λεπτομέρειες: «ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΙΣ ΣΦΑΓΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗΝ. Ο ΕΛΛΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΟΓΧΙΣΘΕΙΣ ΑΠΕΘΑΝΕΝ. Ο ΑΡΜΕΝΙΟΣ ΕΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗ. Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΠΛΗΡΗΣ ΠΤΩΜΑΤΩΝ…». Αυτά διάβαζαν οι Βολιώτες, χωρίς να δουν με τα μάτια τους και να ζήσουν από κοντά την εθνική τραγωδία.
Να όμως, που η συμφορά χτυπάει την «πόρτα» τους, το λιμάνι, μετά από 17 ημέρες. Το μεγάλο και «μαύρο κύμα» της Μικρασιατικής Καταστροφής έφθασε στον Βόλο τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1922 (και σήμερα, Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022). Ήταν αυτοί οι πρόσφυγες που έφυγαν με «την ψυχή στο στόμα» από τη Σμύρνη της τραγωδίας και από τα άλλα παραθαλάσσια λιμάνια της Ιωνίας. Κρατώντας στο ένα χέρι ένα μπογαλάκι ρούχα και σφίγγοντας με το άλλο τα ανήλικα παιδιά τους, με τα πόδια πρησμένα από την ταλαιπωρία, στα μάτια τους αποτυπωμένες τις εφιαλτικές εικόνες της συμφοράς τους, στα αυτιά τους να αντηχούν οι οιμωγές των θυμάτων και το ποδοβολητό των διωκτών τους, έφθασαν ικέτες στη Μητέρα Ελλάδα, ζητώντας σωτηρία και προστασία.
Από τα μεσάνυχτα της Κυριακής προς τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 1922 άρχισε να μπαίνει στο λιμάνι του Βόλου νηοπομπή επιβατικών πλοίων, που μετέφεραν στοιβαγμένους χιλιάδες πρόσφυγες. Πρώτο μπήκε στο λιμάνι το υπερωκεάνιο «Μεγάλη Ελλάς» με 8.000 πρόσφυγες για να ακολουθήσουν τα πλοία ο «Μιλτιάδης», η «Βιθυνία» και το απόγευμα ο «Μαίανδρος».
Η ειδησεογραφία της επόμενης ημέρας στις τοπικές εφημερίδες στην πρώτη σελίδα γράφει αποκλειστικά για την άφιξη των προσφύγων.
Ο δημοσιογράφος και διευθυντής της εφημερίδας «Η Θεσσαλία» Τάκης Οικονομάκης σε μεγάλο δίστηλο άρθρο του με ιδιαίτερα μαύρα γράμματα στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του, Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 1922 (και σήμερα Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022) συμπυκνώνει το δράμα των Μικρασιατών προσφύγων και καλεί όλους να βοηθήσουν και να γλυκάνουν τον πόνο τους. Διαβάζουμε αποσπάσματά του:

«ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΥΜΑ
Την φθινοπωρινήν ηρεμίαν του λιμένος μας ήλθε χθες να ταράξη ένα μεγάλο μαύρο κύμα, κύμα συμφοράς. Εμπήκε μέσα και εξέσπασε ύστερα εις την παραλίαν από όπου εξεχύθη εις όλην την πόλιν. Και ένα αίσθημα υπερτάτης φρίκης, απεριγράπτου συγκινήσεως αλλά και οργής τρομεράς συνεκλόνισε τους πάντας…
Υπέρ τους δέκα χιλιάδες πρόσφυγες έφθασαν χθες έως εδώ… Το θέαμα των θλιβερών αυτών θυμάτων της φρικτής καταστροφής εσπάρασσεν την ψυχήν του καθενός. Απεβιβάζοντο και εσταυροκοπούντο. Απεβιβάζοντο και εφιλούσαν το χώμα. Απεβιβάζοντο και άλλοι έκλαιαν, άλλοι χαμογελούσαν με την εντύπωσιν ότι ετελείωσαν τα απερίγραπτα μαρτύριά των, που κατά τον τελευταίον μήνα εδοκίμασαν…
Το μαύρο κύμα της συμφοράς εξακολουθεί να ξεχύνεται και να πλημμυρίζη την Ελλάδα ολόκληρον.
Ας κύψωμεν επάνω του και ας προσπαθήσωμεν να γλυκάνωμεν όσον ημπορούμεν, όσο είναι δυνατόν τον πόνον του. Τ. ΟΙΚ.».
Σε εσωτερική σελίδα από τη «Θεσσαλία» της Τρίτης 20 Σεπτεμβρίου 1922 διαβάζουμε:

Η καπναποθήκη Τζαμαλή (γωνία 2ας Νοεμβρίου με Ξενοφώντος), όπου για πολλά χρόνια διέμεναν εκεί πρόσφυγες. Το 1927 τους έκτισαν σπίτια στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας στα λεγόμενα «Τζαμαλιώτικα» (φωτογραφία: Νίτσα Κολιού «Οι ρίζες του εργατικού κινήματος», Αθήνα 1988. Είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο της Ελένης Γ. Τριάντου «Ο Βόλος μέσα στην ομίχλη του χρόνου», έκδοση ΓΡΑΦΗ, 1994, σελ. 99)

«ΑΦΙΞΙΣ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ.Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΩΝ. Η χθεσινή ημέρα ήτο ημέρα τραγικών συγκινήσεων διά την πόλιν μας. Εις τον λιμένα μας έφθασαν τα πρώτα κύματα της Μικρασιατικής συμφοράς…
…Με την τραγικότητα των αγρίων ημερών που επέρασαν ζωγραφισμένην εις το πρόσωπό τους, κουρέλια ανθρώπινα, εντός ολίγου ήρχισαν να πυκνώνουν το Κεφαλόσκαλο και στο «Ακταίον» ολοένα πληθυνόμενοι και απλωνόμενοι εις όλην την παραλίαν. Έπειτα οι κάθετοι δρόμοι τους εδέχοντο και όλα τα πεζοδρόμια των πρώτων παραλιακών τετραγώνων, εδέχθησαν προχείρως προσφυγικάς εγκαταστάσεις με τα λίγα τους μπογαλάκια που έφεραν μαζί τους…
…Το θέαμα των χιλιάδων αυτών προσφύγων ερράγισεν την καρδίαν του καθενός…».
Οι χιλιάδες των προσφύγων αυτών έπρεπε κάπου να στεγασθούν άμεσα και να βρουν ένα κομμάτι ψωμί για να φάνε. Πράγματι οι αρχές και η ιδιωτική φιλανθρωπική πρωτοβουλία κινήθηκαν γρήγορα για να ικανοποιηθούν οι ζωτικές πρώτες ανάγκες των ταλαιπωρημένων αυτών ανθρώπων. Για τη στέγασή τους είχαν επιταχθεί μεγάλες καπναποθήκες, σχολεία, ιδιωτικά οικήματα και στην πλατεία Ρήγα Φεραίου οι παλιές τούρκικες στρατώνες. Για το φαγητό τους άρχισαν να λειτουργούν συσσίτια από τη δημοτική αρχή και από το Λύκειο Ελληνίδων. Για την υγειονομική τους προστασία πάρθηκαν διάφορα μέτρα. Ειδικά για τα ορφανά προσφυγόπουλα ιδρύθηκε το Άσυλο, για την περίθαλψή τους από Κυρίες του Βόλου.
Από διάφορες πηγές μαθαίνουμε πού εγκαταστάθηκαν «προσωρινά»:
Α) Σε διάφορα σχολεία και κτήρια συλλόγων-φορέων-ιδιωτών. Αναφέρονται 9 σχολεία: Το Β’ Δημοτικό Σχολείο Θηλέων (συνοικία Μεταμορφώσεως) κ.ά. Επίσης η βιβλιοθήκη των «Τριών Ιεραρχών», η Ευαγγελική Εκκλησία, η οικία Κοσμαδόπουλου και το Δημοτικό Θέατρο κ.ά.
Β) Σε διάφορες καπναποθήκες. Αναφέρονται 16 καπναποθήκες: Τζαμαλή κ.ά.
Επίσης στην παλιά τούρκικη στρατώνα που βρισκόταν στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, καθώς και στην περιοχή του Παλιού Λιμεναρχείου σε αποθήκες και παραπήγματα.

Το τρίτο κύμα: Οι «ανταλλάξιμοι» πρόσφυγες του 1924
Με τη συνθήκη της Λωζάννης συμφωνήθηκε η «ανταλλαγή των πληθυσμών». Σε εφαρμογή της συμφωνίας αυτής έφυγαν από τον Βόλο οι λιγοστοί μουσουλμάνοι, που διαβιούσαν εδώ (κυρίως στα Παλιά και στα Γύφτικα) τις 26 Αυγούστου 1924.
Ακριβώς έναν μήνα μετά (26 και 29 Σεπτεμβρίου 1924) έρχονται στο λιμάνι του Βόλου με δυο ατμόπλοια, ένα από τη Μερσίνα της Καππαδοκίας και το άλλο από τη Σαμψούντα του Πόντου, 4.022 πρόσφυγες «ανταλλάξιμοι». Αυτοί, αφού ταλαιπωρήθηκαν σε πολυήμερα ταξίδια και πέρασαν «καραντίνα» στο λοιμοκαθαρτήριο του Πειραιά, οδηγήθηκαν σε μια έκταση πέρα από τον Κραυσίδωνα, κάτω από το νεκροταφείο του Βόλου (των Ταξιαρχών), όπου εκεί οι αρχές είχαν ετοιμάσει γι’ αυτούς καταυλισμό σκηνών για να στεγασθούν «πρόχειρα».
Από τον πρώτο μήνα της ζωής τους στον καταυλισμό παρουσιάστηκαν σοβαρά προβλήματα υγιεινής διαβίωσής τους. Δεν υπήρχε νερό και δεν είχαν καν αποχωρητήρια! Αποτέλεσμα ήταν να τους χτυπήσουν λοιμώδη νοσήματα (δυσεντερία κ.ά.) και ν’ αρχίσουν οι άνθρωποι να πεθαίνουν. Μέσα σε δυο μήνες πέθαναν 270 άνθρωποι (05 Νοεμβρίου-1924).
Οι αρχές θορυβήθηκαν και άρχισαν να συζητούν τη μεταφορά των προσφύγων αυτών. Έγινε σκέψη να μεταφερθούν σε άλλο μέρος και ως τέτοιο επισημάνθηκε η έκταση ενός ελαιώνα απέναντι από το Γυμναστήριο.
Όμως οι ίδιοι πρόσφυγες, μόλις έμαθαν για τη μελετώμενη τους μετεγκατάσταση, έλαβαν την πρωτοβουλία και πήγαν εκεί μόνοι τους και άρχισαν να κτίζουν αυθαίρετα παράγκες με ευτελή υλικά. Εκεί μαζί με τους «εκ Νικομηδείας» πρόσφυγες δημιούργησαν τον λεγόμενο «προσφυγικό συνοικισμό Ιωλκού», γιατί, τότε, ήταν στο τέρμα, της οδού Ιωλκού. Μέχρι τη δεκαετία του ’50, οι Βολιώτες αποκαλούσαν τον συνοικισμό αυτόν «Παράγκες» και μετά πήρε το όνομα «συνοικία Αγίου Βασιλείου», από τον ομώνυμο ναό που έχτισαν οι ίδιοι πρόσφυγες, προς τιμή του Αγίου Βασιλείου.
Στην απογραφή του 1928 ο πληθυσμός του Βόλου και της Νέας Ιωνίας φαίνεται να είναι 47.793 κάτοικοι. Από αυτούς οι 13.773 (δηλ. το 28,8%) είναι πρόσφυγες (βλ. «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», του υπογράφοντος το άρθρο αυτό, έκδοση 1994, σελ. 146). Αυτοί, κατά γενική παραδοχή, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της πόλης του Βόλου (Οικονομική-Κοινωνική-Πολιτιστική).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το