Άρθρα

Το ανθρώπινο λάθος

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Απ’ το Façade cote de la Cour ώς τη μετωπική του Ευαγγελισμού κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της μυθολογίας των ελληνικών σιδεροδρόμων.
Κι απ’ τον Σεφέρη που γυρνούσε «κρατώντας κάτι αρχαία μάρμαρα και δεν ήξερε πού να τ’ αποθέσει», ώς την περήφανη ρήση του Οργανισμού των Σιδεροδρόμων ότι «με το τρένο συν-ταξιδεύουμε και δεν είμαστε μεταφερόμενα ανθρωπάκια» (*), το νερό που κύλησε ήτανε θολό, όπως θολό ήτανε και το ποτάμι ο Πηνειός. Ένα ποτάμι που βρήκε ωστόσο διέξοδο λίγο πριν την κοιλάδα των Τεμπών, διείσδυσε στο ιδιόμορφο στένωμα κι έφτασε στον προορισμό του, στο Αιγαίο…
Να όμως που εμείς που καθώς λένε ταξιδεύουμε και δεν μεταφερόμαστε, δε βρήκαμε διέξοδο καθώς φρακάραμε σε ένα μη στενό, και πήραμε φωτιά δίχως να φτάσουμε στον προορισμό μας. Κι εμείς και η τύχη των σιδεροδρόμων…
*
Ο σιδερόδρομος ήταν και είναι από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της νεότερης ζωής στη χώρα μας. Στις σελίδες του ταξιδιού του τα τρένα, γρήγορα ή αργοκίνητα, επιβατικά ή εμπορικά, εξελιγμένα οπωσδήποτε διανύουν τα τελευταία μέτρα από τη ζωή τους. Τα πρόλαβε και τα πήρε η εξέλιξη μαζί της. Ο άνθρωπος;
Σταθμοί με ονόματα, όπως το Ντεπό, ο Σταθμός Πελοποννήσου, το Γραφείο Πόλεως, ο Σταθμός Λαρίσης, η Στρατιωτική Στάση, ο Ηλεκτρικός, ήταν για κάμποσο ορφανά από ενδιαφέρον. Ήρθε κάποτε το Δερβένι κι έπειτα ο Δοξαράς, από ανθρώπινα λάθη, για να αλλάξουν την τροχιά των συγκοινωνιακών συρμών και να προσθέσουν στο κομπολόι τους τη χάντρα του Ευαγγελισμού που έδωσε τη χαριστική βολή στο ταξίδι μας, ένα ταξίδι εφιαλτικό…
«Κλέβονται απ’ τους σταθμούς/ τα βλέμματα/ κι οι επιθυμίες στοιβάζονται/ στη σκευοφόρο» (*), έτσι όπως κλάπηκε το τελευταίο βλέμμα των αγοριών και των κοριτσιών στο σταθμό της Λάρισας, αργά τη νύχτα της φαρμακερής Τρίτης, λίγο πριν παραγκωνιστεί ο πίνακας ελέγχου της κυκλοφορίας από την αμελή αδιαφορία του υπεύθυνου των κρατικών σιδεροδρόμων.
Η αμαξοστοιχία Αθήνα – Λάρισα – Θεσσαλονίκη πήρε να τρέχει έξω από τη Λάρισα με εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα κι έφτασε σχεδόν κάτω από την αερογέφυρα του Εθνικού δρόμου στις έντεκα και κάτι. Δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά, αφότου εγκατέλειψε τη θέση του ο πίνακας του ελέγχου.
Η αμαξοστοιχία TGV των γαλλικών τρένων τρέχει με 515 χιλιόμετρα των ώρα και μέχρι τώρα δεν έχει συμβεί το παραμικρό. Κι ούτε έχει αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. Ελέγχου κυκλοφορίας, ελέγχου Πίνακα, βάρδιας, αλλαγής γραμμής ή βλάβης που ν’ αλλάξει τα σχέδια των σταθμαρχών. Ούτε καν συνεννόησης μεταξύ των μηχανοδηγών που βλέπουν, όσο οδηγούν, ΚΑΙ Πίνακες, ΚΑΙ κυκλοφορίες.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης δικαίως θεωρείται ο θεμελιωτής των ελληνικών σιδεροδρόμων. Θεμελιωτής ξε-θεμελιωτής, πήρε το τρένο από το χέρι και το οδήγησε στο ελληνικό του ταξίδι. Δεν έχασε ούτε αυγά ούτε καλάθια, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζε η γραμμή και το φυσικό ανάγλυφο της χώρας.
Όταν έφτιαχνε το Τμήμα της Κακιάς Σκάλας και τις σήραγγες της Οίτης δε φανταζότανε ότι ύστερα από 138 χρόνια τα τρένα – τα παιδιά του – θα τα βρίσκανε σκούρα όχι στην Κακιά Σκάλα ούτε και στον Μπράλο, μα στην αχανή κοιλάδα της Θεσσαλολεκάνης, λίγο πριν οι συρμοί ερωτευτούνε σφόδρα ο ένας τον άλλο και σφιχταγκαλιαστούνε μέσα από τις θολωτές ανταύγειες της φωτιάς και τους βρυγμούς δεκάδων ανυποψίαστων κι ανέμελων ταξιδιωτών.
Εν πάση περιπτώσει αγκαλιάστηκαν στο ύπαιθρο, δίχως συνεννόηση, με κεραυνοβόλο έρωτα και μοιραίο ήταν να πεθάνουν από την κυλιόμενη λατρεία τους. Κι οι δυο. Αλλά τα “μεταφερόμενα ανθρωπάκια” τι φταίγαν να πληρώσουνε αυτό τον ξαφνικό έρωτα, ενόσο το μόνο που είχαν στο νου τους ήταν να πατήσουν το πόδι τους στα Κάστρα, τον Λευκό Πύργο στην Άνω Πόλη με θέα το Θερμαϊκό;.

*
Τα τρένα έγραψαν ιστορία. Εξελίχθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν. Και μπήκαν μπροστά οι δρεζίνες, οι τηλέγραφοι, οι διπλές γραμμές, τα δίκτυα και πάει λέγοντας από τα παμφορεία στο μετρό κι από το Φραγκίσκο Φεράλδη και τον Ευαρίστο Ντε Κίρικο φτάσαμε στον Αυτόματο διανομέα της κυκλοφορίας. Απ’ τον Σταθμάρχη της Οινόης περάσαμε στον κλειδούχο της Τιθορέας και σιγά σιγά ανεβήκαμε ως τον Προϊστάμενο Γραμμής του Παλαιοφάρσαλου. Για να καταλήξουμε στον υπεύθυνο κυκλοφορίας του Σταθμού Λαρίσης κι από κει στη βάρδια της Λεπτοκαρυάς ίσαμε το διευθυντή επικοινωνίας στη Θεσσαλονίκη.
*
Πήρα το πρώτο τρένο για να κάνω αυτοψία. Δίχως πραγματογνωμοσύνη. Η Εταιρεία Ελληνικών Σιδεροδρόμων Ελλάδος μου χορήγησε διαρκές εισιτήριο, Θέσις Β’, ισχύον δι όλας τας γραμμάς μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. Και να βρω τί φταίει…
Μπήκα στο τελευταίο βαγόνι, για να ελέγχω όλη την κυκλοφορία – εντός τρένου- και προχώρησα ως τη θέση με αριθμό 69. Δίπλα μου μια κυρία ευτραφής μασουλούσε γαριδάκια, όπως κι εκείνα που είδα πεταμένα στο χορτάρι – εκσφενδονισμένα, μαζί με βίδες, αξόνια, λάδια, γόπες, παπούτσια και άλλα άχρηστα πια υλικά αντικείμενα – που πέταξαν πάνω από τις ράγες για να προσγειωθούν στη αδέκαστη μικρολιά που δεν είχε ξαναβιώσει τέτοιες δόξες τιμής. Και ανθρώπινης πρόνοιας…
Έτσι περάσαμε από τον Άγιο Στέφανο και το Πολυδένδρι, φτάσαμε στη γέφυρα του Βοιωτικού Κηφισού κι από κει ευθεία για Τιθορέα και Δαδί. Στη γέφυρα της Παπαδιάς ψιλοφοβήθηκα, μα τον Γοργοπόταμο τον περάσαμε αβλεπί, για να κυλήσουμε ως το Λιανοκλάδι. Εκεί φάγαμε το καθιερωμένο σουβλάκι και ήπιαμε πολυεθνικό αφρό. Σαν ανεβήκαμε Καρυά και Καλλιπεύκη, διαπίστωσα το αγκομαχητό της μηχανής πριν πάρει να κατηφορίζει για την Ξυνιάδα κι από κει για Νέο Μοναστήρι.
Μπαίνοντας στη θεσσαλόπηχτη πεδιάδα, ησύχασα ότι έχουμε φτάσει στον ακίνδυνο σιδεροδρομικό πολυχώρο, δίχως να υποψιαζόμαστε τα μηχανικά τερτίπια και τ’ ανθρώπινα λάθη. Δε λογαριάζαμε φυσικά ούτε τον Πίνακα Ελέγχου ούτε τη βάρδια του Σταθμάρχη που δεν είχε καθόλου μα καθόλου τσίπα ευθύνης και σιδεροδρομικής συνείδησης.
Τι κι αν ήρθη η απαγόρευση της δεύτερης γραμμής. Τι κι αν αποκαταστάθηκε η βλάβη. Κανείς δεν ενημερώθη. Ούτε καν η γραμμή.
Οι επιβάτες, τα μεταφερόμενα παιδιά – φοιτητές οι περισσότεροι – συνέχισαν την κουβέντα τους, τρώγοντας τσιπς και πίνοντας το κατακάθι της μοίρας τους.
Στη Λάρισα πρόλαβα να πάρω μια εφημερίδα. Να μάθω τα νέα.
Στην πίσω σελίδα του διάβασα με ψιλά γράμματα: ΕΛΚΟΝ ΤΡΟΧΑΙΟ ΥΛΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΣΙΔΕΡΟΔΡΟΜΩΝ. Kαι με κινέζικη γραφή (σινική, αδιόρατη μελάνη θέλω να πω) γράφονταν οι τελευταίες επιθυμίες, με τα τελευταία βλέμματα των παιδιών να στοιβιάζονται στη σκευοφόρο…
Μια σκευοφόρο που μαζεύει τα μάταια και τα περιττά…
Το πρώτο βαγόνι φλέγεται ακόμη από ανεξερεύνητα γέλια. Χαρές, αστεία, πειράγματα. Και πολλά κοπλιμέντα. Μέχρι να βρούνε τη θέση τους κι αυτά που θα τους στείλει στον παράδεισο. Μ’ ένα γρήγορο τρένο. Αξιόπιστο κι ευκίνητο. Όμως δεν του δίνουν σημασία. Κι ο χάρος τους κρυφοκοιτάζει. Οι νέοι και τα κορίτσια ζούνε στον κόσμο τους. Αναζητούν τη χαμένη τιμή του φλερτ. Χαριεντίζονται. Και δεν βρίσκουν παρά αποτσίγαρα, χυμένους καφέδες, τζάμια σπασμένα, οιμωγές, τριγμούς, μετακινήσεις, πισωπατήματα και γέλια, πολλά γέλια, δίχως κανένα δάκρυ.
Οπότε φεύγοντας το τρένο των 160 χιλιομέτρων από τη διπλή τροχιά των ραγών με κατεύθυνση το βορρά αγκαλιάζει τη νύχτα. Προλαβαίνει τη Γυρτώνη. ΜΟΛΙΣ τον Ευαγγελισμό, ΠΟΤΕ τα Τέμπη.
Δεν πρόλαβε. Ο καφές χύθηκε, το τρόμος κουκουλώθηκε κι ο πανικός δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει. Φόρεσε αστραπιαία το απονενοημένο του ντύμα. Σαρκώθηκε την πλερέζα.
Η επόμενη στιγμή ανήκε στον θανάσιμο εναγκαλισμό των τρένων. Όχι, όχι! όχι εναγκαλισμό, μα τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου θλίψεως. Ευαγγελισμό Οργής και απορίας:
ΠΟΥ ήταν ο πίνακας Ελέγχου. Και ΠΟΥ ο υπεύθυνος χειριστής του;
*
Η τραγωδία επιχαίρει με το άδοξο τέλος των παιδιών σκορπώντας στα λιβάδια του Ευαγγελισμού δυο λέξεις – τεράστια φίδια: Aνθρώπινο λάθος…

(*) ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΙ, Εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ
(**) Ηρώ Νικοπούλου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το