Τοπικά

Τάκης Οικονομάκης: O εμβληματικός δημοσιογράφος μπροστά στα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας

Επιστήμονας νομικός, δημοσιογράφος με πηγαίο ταλέντο, εμπνευσμένη γραφή με χιούμορ, ποιητής με το ψευδώνυμο «Τάκης Σαρακηνός», τολμηρός δημοτικιστής, φλογερός πατριώτης, ένθερμος υποστηρικτής του εργατικού και αγροτικού κινήματος, αλτρουϊστής, υπέρμαχος της χειραφέτησης των γυναικών, φιλότεχνος, δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Παγασών.

Αυτές είναι μερικές από τις ιδιότητες που συνθέτουν την πολύπλευρη προσωπικότητα του Τάκη Οικονομάκη (1886 – 1944), διευθυντή της «Θεσσαλίας» επί 30 έτη (1914 – 1944), ενώ είχε δεχτεί και πρόταση του Ελευθέριου Βενιζέλου, να γίνει διευθυντής της ιστορικής εφημερίδας των Αθηνών «Το Βήμα». Υπήρξε συνιδιοκτήτης της εφημερίδας με τον Κώστα Παρασκευόπουλο, βιβλιοπώλη και πράκτορα εφημερίδων, ενώ, ο Τάκης Οικονομάκης παρέμεινε στην κορυφή της «Θεσσαλίας» έως τον θάνατό του στα χρόνια της Κατοχής. Μέσα από το πλούσιο αρχείο του, που πέρασε στην οικογένειά του και αφηγήσεις σχετικές με τη ζωή και το έργο του, ο Βολιώτης δικηγόρος Τάσος Ίωνος Παπαδόπουλος, γιος του Ίωνα Παπαδόπουλου, ανιψιού του Τάκη Οικονομάκη από την αδερφή του Αναστασία, μας αποκαλύπτει σήμερα τον διευθυντή της εφημερίδας, με τα πιστεύω του και τις αξίες του.

Από την άφιξη των προσφύγων στον Βόλο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής, βρέθηκε μπροστά σε μεγάλα γεγονότα και διαδραμάτισε και τον ρόλο του ιστορικού. Η στάση ζωής απέναντι στο καθεστώς του Χίτλερ, όταν κλήθηκε με άλλους Έλληνες δημοσιογράφους να καλύψουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου και κυρίως η δράση του στα χρόνια της Κατοχής, συνθέτουν μια εμβληματική μορφή της δημοσιογραφίας της χώρας, που έφυγε από τη ζωή λίγους μήνες πριν την απελευθέρωσή της.

Ποια είναι η σχέση σας με τον Τάκη Οικονομάκη;
Προσωπικά, δεν είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω εν ζωή τον θείο μου Τάκη Οικονομάκη (αγαπημένο θείο και προστάτη του πατέρα μου Ίωνα Παπαδόπουλου και αδελφό της γιαγιάς μου Αναστασίας Οικονομάκη – Παπαδοπούλου). Όμως, νιώθω ότι τον γνωρίζω πολύ καλά. Η μορφή του, η προσωπικότητα και οι ιδέες του κυριαρχούσαν στο πατρικό μου σπίτι. Ο θείος Τάκης νοερά ήταν πάντα εκεί, παρών, ανάμεσά μας, μας γοήτευε και μας ενέπνεε. Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια, ακόμη θυμάμαι τις αφηγήσεις του πατέρα μου, τόσο για την απλή καθημερινότητα του Τάκη Οικονομάκη, όσο και για τις επαγγελματικές και λοιπές δραστηριότητές του. Με σιγουριά και υπερηφάνεια, λοιπόν, μπορώ να πω, ότι όλες αυτές οι συζητήσεις σταδιακά και σταθερά μου διαμόρφωσαν την πεποίθηση, ότι ο Τάκης Οικονομάκης ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα, πολυδιάστατος και πολυεπίπεδος. Ποτέ δεν ήταν κραυγαλέος ή επιφανειακός. Η αναγνωρισιμότητα, η δόξα και τα χρήματα δεν διεκδικούσαν θέση ανάμεσα στα ιδανικά και τους στόχους του. Στην καθημερινότητα ήταν μειλίχιος, ταπεινός και σεμνός. Δεν μιλούσε αυτός για τη ζωή του. Μιλούσαν οι ιδέες του γι’ αυτόν. Και φυσικά, μιλούσε η πύρινη πένα του, που με τα γλαφυρά και εύστοχα άρθρα του είτε αναδείκνυε τις όμορφες πρωτοβουλίες είτε στηλίτευε τα κακώς κείμενα είτε έθετε προβληματισμούς για την επίλυση πλείστων καίριων προβλημάτων, όπως ο εθνικισμός, ο αλυτρωτισμός, ο διχασμός, η προσφυγιά, τα κινήματα, οι δικτατορία του ‘36, η αβασίλευτη δημοκρατία, η Κατοχή κ.λπ.

Σε τι περιβάλλον γεννήθηκε; Ποιες συνθήκες διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του;
Γεννήθηκε ο Τάκης Οικονομάκης σε μια φτωχική πολύτεκνη οικογένεια. Ο πατέρας Κωνσταντίνος Οικονομάκης καταγόταν από τη Μάνη, η μητέρα Μαριγώ Οικονομάκη είχε καταγωγή από την Κύμη Ευβοίας. Οι παραδόσεις και τα έθιμα των ιδιαίτερων πατρίδων τους είχαν πολλά κοινά και είχαν αφήσει ισχυρό το αποτύπωμά τους στους γεννήτορες του Τάκη Οικονομάκη. Και οι Μανιάτες και οι Κυμιώτες, είχαν μια σκληρή ζωή, που τους έκανε να δοκιμάζονται, να ξενιτεύονται, αλλά ποτέ να μην ξεχνούν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, να την τιμούν και να τη νοσταλγούν. Χάρη σε αυτή την οικογενειακή αξία, λοιπόν, ήδη από την παιδική και εφηβική του ηλικία, εμφιλοχώρησε στην ψυχή του θείου Τάκη η δυνατή αγάπη για τη γενέτειρά του, τον Βόλο. Η νοσταλγία και ο ψυχικός πόνος δεν του άφησαν κανένα περιθώριο, ώστε να μην επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Νομική Σχολή Αθηνών και να μην την εγκαταλείψει ποτέ πια. Ούτε και εκείνη την στιγμή, που ο Ελευθέριος Βενιζέλος τού έκανε την τιμητική πρόταση να γίνει διευθυντής της ιστορικής εφημερίδας των Αθηνών «Το Βήμα». Ο Τάκης Οικονομάκης ήταν «άνθρωπος των αντιθέσεων». Όσο πύρινος και παθιασμένος ήταν στα άρθρα του και στο δημόσιο λόγο του, τόσο λιτός και δωρικός ήταν στον προσωπικό του βίο. Όμως η δωρικότητα του Τάκη Οικονομάκη δεν ήταν υποσυνείδητη. Ήταν στάση ζωής και φιλοσοφία, οι οποίες είχαν, ως απαραίτητη προϋπόθεση, έναν διαρκή εσωτερικό διάλογο και μεγάλες περιόδους ακοής και σιωπής. Ως γνήσιος δημοσιογράφος με πηγαίο ταλέντο, αφουγκραζόταν με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία τον παλμό της κοινωνίας και της εποχής.

Ποιες ήταν οι σπουδές του; Πότε περνά το κατώφλι της «Θεσσαλίας»;
Ο Τάκης Οικονομάκης από μικρό παιδί εκδήλωσε μια ιδιαίτερη αγάπη για τα γράμματα. Τελείωσε με διάκριση τις εγκύκλιες σπουδές του στο τότε Γυμνάσιο και αμέσως ρίχτηκε στη βιοπάλη. Χρήματα στην οικογένεια δεν υπήρχαν και έπρεπε να εργαστεί, για να συνεισφέρει στον οικογενειακό κορβανά. Άρχισε να εργάζεται ως υπογραμματέας στο Ειρηνοδικείο του Βόλου. Εκείνη, λοιπόν, την περίοδο γνώρισε τον φιλοπρόοδο δημοσιογράφο Δημοσθένη Ρίζο, που εξέδιδε την εφημερίδα «Θεσσαλία», ο οποίος ανιχνεύοντας το πηγαία πλούσιο ταλέντο του θείου μου, τον προσέλαβε ως συντάκτη και ανταποκριτή στην Αθήνα. Τον προέτρεψε να εγγραφεί στη Νομική Σχολή Αθηνών, βοηθώντας τον οικονομικά και ηθικά. Το 1918 ο Τάκης Οικονομάκης έλαβε το πτυχίο της Νομικής, στη συνέχεια τελείωσε το Διδακτορικό του (φανταστείτε, εκείνη την εποχή!!!). Διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Βόλου, με ΒΔ στις 27-3-1925, το οποίο δημοσιεύτηκε στο υπ’ αρ 187 Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, πλην όμως, ποτέ δεν άσκησε τη δικηγορία. Είναι σημαντικό, ότι ο Τάκης Οικονομάκης πάντα μιλούσε στον ανιψιό του και πατέρα μου Ίωνα Παπαδόπουλο με περισσή αγάπη, συγκίνηση και ευγνωμοσύνη για τον μέντορά του Δημοσθένη Ρίζο. Έλεγε, «ο Δημοσθένης Ρίζος, αδιαμφισβήτητα, ήταν μια εξαιρετική φυσιογνωμία στον χώρο της δημοσιογραφίας, αλλά για εμένα, σε προσωπικό και ηθικό επίπεδο, υπήρξε δεξαμενή αγάπης, ασφάλειας και σύνδεσης με τον εξωτερικό κόσμο». Αποδείχθηκε ότι όλος αυτός ο πλούσιος σπόρος του Δημοσθένη Ρίζου βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά, το μυαλό και την ψυχή του Τάκη Οικονομάκη, καλλιεργήθηκε και βλάστησε, μετατρέποντας τον εσωστρεφή νέο σε μια εξέχουσα προσωπικότητα πανελλαδικής εμβέλειας.

Ποιο στοιχείο του χαρακτήρα του θεωρείτε ξεχωριστό;
Όπως προανέφερα, ο θείος μου Τάκης Οικονομάκης γεννήθηκε σε πολύτεκνη οικογένεια, είχε τρεις αδελφές, τη Χριστίνα, τη Μερόπη και τη γιαγιά μου Αναστασία. Μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, όπου αριθμητικά υπερίσχυαν οι γυναίκες, διδάχθηκε να αγαπά και να σέβεται τη γυναίκα. Ο δημοσιογράφος – νομικός, αλλά και ο γιος και αδελφός Τάκης Οικονομάκης ήταν υπέρμαχος της εξάλειψης της φυλετικής ανισότητας και μάλιστα, σε μια εποχή που οι μηχανισμοί περιθωριοποίησης των γυναικών ήταν δυνατοί και απροσπέλαστοι. 100 και πλέον χρόνια πριν, στις 21.04.1920 στην εφημερίδα «Θεσσαλία» και με αφορμή την ίδρυση του Λυκείου Ελληνίδων Βόλου, δημοσίευσε άρθρο, με το οποίο τασσόταν ανοιχτά υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης.

Από την άφιξη των προσφύγων στον Βόλο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής βρέθηκε μπροστά σε μεγάλα γεγονότα. Ο εμβληματικός δημοσιογράφος διαδραμάτισε και το ρόλο του ιστορικού;
Δεν είναι αυτό ένας ανοίκειος σφετερισμός του τίτλου του ιστορικού, ποτέ ο ίδιος δεν τον είχε διεκδικήσει. Εκείνη την εποχή απλώς ασκούσε το έργο του, σήμερα όμως, 100 και πλέον χρόνια μετά, είναι σαφές ότι τα άρθρα του είναι χρήσιμα εργαλεία, για να αντιληφθεί και να κατανοήσει κάποιος τους κυματισμούς της ιστορίας. Χαρακτηριστικά, στις αρχές του 1920, η χώρα μαστιζόταν από το «Μικρασιατικό ζήτημα». Το Ελληνικό κράτος, εξαιτίας της μικρασιατικής καταστροφής, ήταν εξουθενωμένο οικονομικά, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις και δομές για τη σίτιση, στέγαση, περίθαλψη, επαγγελματική αποκατάσταση και ηθική τόνωση χιλιάδων προσφύγων. Σταδιακά, περισσότεροι από 11.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στον Βόλο, μια πόλη που τότε αριθμούσε 48.000 κατοίκους. Ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης, όπως φυσικά και συνάδελφοί του άλλης εφημερίδας, κλήθηκε να αναλάβει τον δύσκολο ρόλο της ενημέρωσης των συμπολιτών του για τα τεκταινόμενα. Ψύχραιμα, με αντικειμενικότητα, με αλτρουϊσμό, με πλήρη ενσυναίσθηση της ζοφερής κατάστασης, στην οποία είχαν περιέλθει οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, αλλά και οσμιζόμενος τις κοινωνικές αναταράξεις και τις εκδηλώσεις ρατσισμού και προκατάληψης, που θα προέκυπταν από την άφιξη των προσφύγων, δημοσίευσε ένα συγκλονιστικό άρθρο με τίτλο «Το μαύρο κύμα» (εφημερίδα «Θεσσαλία» 20.09.2022): «Την φθινοπωρινή ηρεμία του λιμένος μας ήλθε χθες να ταράξη ένα μεγάλο μαύρο κύμα, κύμα συμφοράς. Εμπήκε μέσα και εξέσπασεν ύστερα εις την παραλίαν από όπου εξεχύθη εις όλην την πόλην. Και ένα αίσθημα υπερτάτης φρίκης, απεριγράπτου συγκινήσεως αλλά και οργής τρομεράς συνεκλόνισε τους πάντας. Το μαύρο αυτό κύμα μας το απέστειλε η αντίπεραν του Αιγαίου ακτή. (…). Το μαύρο κύμα της συμφοράς εξακολουθεί να ξεχύνεται και να πλυμμυρίζη την Ελλάδα ολόκληρον. Ας σκύψωμεν επάνω του και ας προσπαθήσωμεν να γλυκάνωμεν όσον ειμπορούμε, όσον δυνατόν τον πόνο του».

Ήταν αφοσιωμένος στη δημοσιογραφία. Αγαπούσε, ωστόσο, και την τέχνη…
Ο Τάκης Οικονομάκης ήταν αφοσιωμένος και ακάματος δημοσιογράφος, αλλά δεν ήταν η δημοσιογραφία ο μοναδικός τομέας ενασχόλησής του. Αγαπούσε την τέχνη. Πολύ. Και ενώ, λοιπόν, οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους, να σταθούν στα πόδια τους και να βρουν τον βηματισμό τους, παράλληλα η βολιώτικη κοινωνία προσπαθούσε να αναπτυχθεί πνευματικά. Έτσι, το 1923 εμφανίστηκε ο «Σύλλογος Φιλότεχνων Βόλου». Ιδρυτής του συλλόγου ήταν ο Κώστας Αθανασάκης (παιδαγωγός και ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Θεοξένεια» στην Πορταριά) και τον πλαισίωνε μια ομάδα ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και ο θείος μου ο Τάκης, που είχαν ως όραμα τη «γεφύρωση της Τέχνης με την Παιδεία». Κατά τη λειτουργία του συλλόγου πραγματοποιήθηκαν θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, διαλέξεις, εκθέσεις ζωγραφικής. Μάλιστα υποστήριζε (εφημερίδα «Θεσσαλία» 18.05.2024) «… να αποκτήσει ο Βόλος δική του πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση ανεξάρτητη ή και παράλληλη με αυτή της Αθήνας, αφού διαθέτει τις βασικές προϋποθέσεις μιας τέτοιας διεργασίας». Και βέβαια το λιτό του σπίτι το κοσμούσαν έργα, τα οποία είχαν φιλοτεχνήσει διακεκριμένοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως οι Δ. Γιολδάσης, Β. Γερμενής, Ν. Γρίσπος, Κ. Γκέσκος, Α. Χριστόφης, Μανιάς, Γ. Γουναρόπουλος κ.λπ. Όλοι τους ήταν ταλαντούχοι και μοναδικοί. Για τα έργα των ζωγράφων της εποχής ο Τάκης Οικονομάκης συχνά πυκνά έγραφε τις σκέψεις του. Ως άνθρωπος που είχε και την παιδεία, και τις γνώσεις να κατανοήσει ένα έργο τέχνης, ανέλυε τις αρετές του έργου, που πραγματευόταν την έννοια του «ωραίου». Για τον φιλότεχνο και τεχνοκρίτη Τάκη Οικονομάκη, δεν υπήρχε μονοδιάστατη απάντηση στο ερώτημα «τι είναι το ωραίο». Ο ίδιος έδινε πολλές απαντήσεις: «Το «ωραίο» είναι η τέχνη, η αρμονία, το κάλλος, αλλά και η αγάπη, η φιλία, η αυτογνωσία. Τελικά, έλεγε, το «ωραίο» μάλλον είναι η ίδια η ζωή».

Ποιο ρόλο έπαιξε η οικογένεια στη ζωή του; Πώς ήταν στην καθημερινότητά του;
Οι Βολιώτες διάβαζαν τη «Θεσσαλία» παντού: Στα σπίτια, τα καφενεία, τους εργασιακούς χώρους, τα λεωφορεία, τα τρένα, τις πλατείες, ακόμη και στους δρόμους. Η ραγδαία εκτόξευση των πωλήσεων της εφημερίδας «Θεσσαλία» τον επιφόρτιζε με την όλο και μεγαλύτερη υπευθυνότητα να ασκεί αμερόληπτη δημοσιογραφία και να συμβάλλει στην ευρύτερη πολιτική και πνευματική αγωγή του αναγνωστικού κοινού. Ό,τι έγραφε η «Θεσσαλία» είχε αξία, κύρος και ήταν αποδεκτό από τους αναγνώστες. Ο ελεύθερος χρόνος στη ζωή του θείου μου εκείνη την περίοδο ήταν μηδαμινός, μοιραία ελαχιστοποιήθηκε η προσωπική του ζωή, εξανεμίστηκε η ελπίδα της δημιουργίας δικής του οικογένειας. Έθεσε τις δικές του προτεραιότητες και συνειδητά αποδέχθηκε το κόστος των επιλογών του. Παρ’ όλα αυτά, είχε οικογένεια: Την αδελφή του και γιαγιά μου Αναστασία και τον ανιψιό του και πατέρα μου Ίωνα Παπαδόπουλο, που στη δίνη των ζοφερών εκείνων καιρών είχαν μείνει χωρίς προστάτη. Με τρυφερότητα θα αναφέρω ότι υπήρχε και τέταρτο «πρόσωπο» στην οικογένεια. Μαζί τους, στην αυλή φυσικά, «συγκατοικούσε» ένας κόκορας και ανάμεσα στον κόκορα και τον θείο Τάκη είχε αναπτυχθεί μια πολύ τρυφερή σχέση, δεδομένου ότι ο θείος Τάκης ήταν γνωστός φιλόζωος. Τα μεσημέρια, λοιπόν, μετά τη δουλειά, ο θείος Τάκης, επιστρέφοντας στο σπίτι, ανηφόριζε την οδό Λώρη. Ο κόκορας τον καταλάβαινε, έβγαινε στην αυλόπορτα κακαρίζοντας, και ανοίγοντας τα φτερά του, κατηφόριζε την οδό Λώρη, για να υποδεχθεί τον θείο μου και αυτός πάντα του έλεγε: «Πού είναι το κοκόρι μου;» και τον χάιδευε. Και ο κόκορας, λέτε και καταλάβαινε την αγάπη του θείου, καμαρωτός – καμαρωτός επέστρεφε στο σπίτι μαζί του. Ο κόκορας έζησε αρκετά χρόνια, επιβίωσε και γλύτωσε τη σφαγή ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, μιας και ο θείος μου είχε απαγορεύσει ρητά στη γιαγιά μου, να τον σφάξει και να τον μαγειρέψει, παρά την λυσσαλέα πείνα. Ο κόκορας ψόφησε την ημέρα που ο Θείος Τάκης άφησε την τελευταία του πνοή… Έμενε, λοιπόν, ο Τάκης Οικονομάκης με τη γιαγιά μου και τον πατέρα μου σε ένα σπίτι, όπως προανέφερα, στη συμβολή των οδών Λώρη και Τάκη Οικονομάκη και είχε τον πατέρα μου σα δικό του παιδί. Με την αγάπη και το ένστικτό του φρόντισε να είναι βελούδινη η πατρική αποστέρηση για τον πατέρα μου. Ο θείος Τάκης υπήρξε για τον πατέρα μου άξιος καθοδηγητής του, τρυφερός συμπαραστάτης του και αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής στην πνευματική του ανέλιξη. Φρόντισε να του μεταδώσει την αγάπη του για τα γράμματα, εξασφάλισε την εγγραφή του στο καλύτερο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Θεσσαλονίκης, τη σχολή «Βαλαγιάννη». Στη συνέχεια ο πατέρας μου, μέσω αυστηρότατων εξετάσεων, έγινε δεκτός στο Πειραματικό Γυμνάσιο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και, εν συνεχεία, σπούδασε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, αν και ο θείος Τάκης πια είχε φύγει από τη ζωή. Όμως, όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Ο θείος Τάκης έγκαιρα είχε μεριμνήσει, ώστε ο αγαπημένος του ανιψιός να κάνει αξιολογότατες σπουδές, σε μια εποχή που το ποσοστό φοίτησης στα πανεπιστήμια στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν εξαιρετικά χαμηλό, μιας και η ανάκαμψη της οικονομίας μετά τον πόλεμο ακόμη ακολουθούσε βραδείς ρυθμούς.

Ποιες ήταν οι απόψεις για τη δημοσιογραφία; Ποια στάση κράτησε απέναντι στο καθεστώς του Χίτλερ στο Βερολίνο το 1936, όταν κλήθηκε να καλύψει τους Αγώνες;
Ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης λάτρευε να αποτυπώνει τις σκέψεις του παντού: Σε σημειωματάρια, σε σκόρπια χαρτιά, στις σελίδες των αμέτρητων βιβλίων του, ακόμη και σε χαρτοπετσέτες και σε κουτιά τσιγάρων. Σύμφωνα, λοιπόν, με δικά του χειρόγραφα θεωρούσε ότι οι εφημερίδες «ιχνογραφούσαν» και «φωτογράφιζαν» με τον δικό τους μοναδικό απεικονιστικό τρόπο την εικόνα της κάθε εποχής. Όμως, μερικές φορές έλεγε, απαιτούνταν ένα «ρετούς», όχι διαστρέβλωση, όχι παραμόρφωση ή αλλοίωση, απλά ένα «ρετούς», που θα κάλυπτε μικρές ή μεγάλες ατέλειες. Ναι, αλλά θα αναρωτιόταν κάποιος, πού χρειαζόταν αυτό το «ρετούς» και ποια ήταν τα κριτήρια χρησιμοποίησής του; Για τον έγκριτο δημοσιογράφο αλλά και βαθιά ανθρωπιστή, δημοκράτη και φιλόπατρι Τάκη Οικονομάκη, «ρετούς» χρειάστηκαν οι ανταποκρίσεις του για τη «Θεσσαλία», όταν μετέβη στη Γερμανία τον Αύγουστο του 1936, για να καλύψει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Έχοντας πολύ καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας, αντέδρασε στους προπαγανδιστικούς σκοπούς του Αδόλφου Χίτλερ και του ναζιστικού καθεστώτος, που είχαν οραματιστεί μια τεράστια νέα αυτοκρατορία «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) για τους Γερμανούς στην ανατολική Ευρώπη με την απομάκρυνση των υπαρχόντων πληθυσμών. Στις ανταποκρίσεις του έγραφε για τους Γερμανούς λογοτέχνες, τον γερμανικό κλασικισμό στην αρχιτεκτονική, τη μουσική, τον αθλητισμό και δεν έκανε καμία απολύτως αναφορά στον τρόπο διοίκησης της μεγάλης αυτής χώρας από τους χιτλερικούς. Παράλληλα, αυτό ήταν το βαθιά συνειδητοποιημένο και τολμηρό μποϊκοτάζ του πατριώτη Τάκη Οικονομάκη, με τον δικό του τρόπο, με τις δικές του δυνάμεις, την ίδια ώρα που άνθρωποι στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες πολιτείες ξεσηκώνονταν και έκαναν έκκληση για μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων λόγω της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη χώρα υποδοχής. Ταυτόχρονα, η ψυχή και ο νους του ταξίδευαν πίσω στην πολύπαθη Ελλάδα, που έμπαινε σε νέες περιπέτειες: Στις 4 Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’ ανέστειλε βασικά άρθρα του Συντάγματος και κήρυξε δικτατορία.

Ποια ήταν η πορεία του από τη μέρα που ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και στα χρόνια της Κατοχής;
Δυστυχώς, τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, το καλοκαίρι περίπου του 1941, μαζί με τους φασίστες εμφανίστηκε ένας παράλληλος κίνδυνος, που άρχισε να δρα μεθοδικά και υπόγεια. Ο κίνδυνος αυτός ήταν ο βλαχικής καταγωγής Αλκιβιάδης Διαμάντης, πράκτορας της Ρουμανίας και της Ιταλίας. Ο Διαμάντης δημιούργησε μια πολιτική και ένοπλη δωσιλογική οργάνωση, τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» ή «Λεγεώνα των Βλάχων», η οποία δραστηριοποιούνταν στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρο και βοηθούσε τις ιταλικές δυνάμεις στη συλλογή των όπλων. Το όνομα της δωσιλογικής οργάνωσης προήλθε από την επιχειρηματολογία, ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι στρατιωτών της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας και αξίωνε την ανεξαρτησία δεκατριών βλάχικων χωριών της Πίνδου, ένα είδος καντονιού υπό την προστασία της Ιταλίας και που το αποκαλούσαν «Πριγκιπάτο της Πίνδου». Βασική της επιδίωξη ήταν η μονοπωλιακή εκμετάλλευση των πλουτοφόρων πηγών της περιοχής και η δημιουργία στρατού. Στη συνέχεια ο Διαμάντης, με τη βοήθεια των Ιταλών, προχώρησε σε αντικατάσταση των δημάρχων, ίδρυση ρουμανικών σχολείων, παρακράτηση εμπορευμάτων και αγαθών, επιδρομές στα χωριά για την εύρεση όπλων, καθώς και βίαιο εξαναγκασμό των ντόπιων κατοίκων να ενταχθούν στην αντεθνική δωσιλογική οργάνωση των λεγεωναρίων. Μετά το πρώτο σοκ, οι απλοί άνθρωποι, οι επίσημες αρχές, ο Τύπος άρχισαν να κατανοούν τον κίνδυνο. Ο έμπειρος πια και με βαθιά γνώση της ιστορίας δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης από τους πρώτους αντέδρασε στον κίνδυνο του κατακερματισμού και της αλλοίωσης της εθνικής ομοιοσύστασης της Θεσσαλίας, της Ηπείρου κ.λπ. Υπαγορευόμενος από το πατριωτικό του καθήκον, το 1942 δημοσίευσε μια σειρά από άρθρα στη «Θεσσαλία» και άλλες εφημερίδες ανά την Ελλάδα, κάνοντας λόγο για «αντεθνική λεγεώνα», φυγόδικους, μαυραγορίτες, κατσικοκλέφτες και πάσης φύσεως άτακτα στοιχεία. Πιο συγκεκριμένα, στις 15-4-1942 δημοσίευσε στη «Θεσσαλία» ένα τολμηρό, για την εποχή, άρθρο με τον τίτλο «Η Ελλάδα μας», με το οποίο με αλληγορικό και σοκαριστικό τρόπο κατήγγειλε τη προδοσία των λεγεωναρίων. «… Ο τόπος αυτός είναι Ελλάδα. Είναι τόπος ευλογημένος και θείος, γιατί είναι Ελλάδα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε το ωραιότερον, το ανώτερον, το ευγενικώτερον και ηρωικότερον από αυτό που ονομάζεται Ελλάδα. … Είναι, όμως, η Ελλάδα μας κι αυτή όπως κάθε τι άλλο, ένα οικοδόμημα. Έχει τα διαμερίσματά της. Έχει το σαλόνι της, όπως και τον απόπατό της. Και είναι φυσικό, από τον απόπατο να εκπέμπεται η δυσοσμία εκείνη, που από κάθε απόπατο που δέχεται τα ανθρώπινα περιττώματα εκπέμπεται. Σε κανένα, όμως, οικοδόμημα, είτε άψυχο, είτε έμψυχο, δεν ετόλμησε ποτέ ο απόπατος να διεκδικήση την πρωτεύουσα θέση, και να εκθέση στον ήλιο το περιεχόμενό του, με την αξίωση όπως αυτό αποκτήσει δικαιώματα κυριαρχικά. Αυτό λοιπόν που δεν απετολμήθη ποτέ, αποτολμάται σήμερα…» Η απήχηση του άρθρου ήταν τόσο μεγάλη, που έντρομοι οι Ιταλοί και ο δωσίλογος Διαμάντης αποπειράθηκαν να σκοτώσουν τον Τάκη Οικονομάκη με μπράβους μέσα στο ιστορικό εστιατόριο του Βόλου «Μεταφτσής», αλλά σώθηκε χάρη στην επέμβαση πατριωτών, που κυνήγησαν τους υποψήφιους εκτελεστές. Κινητοποιήθηκαν και άλλοι δημοσιογράφοι και έτσι κατέρρευσε η προσπάθεια διαμελισμού της χώρας μας, ενώ ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, ο αυτοαποκαλούμενος «Πρίγκιπας της Πίνδου», στις 19-7-1942 έφυγε στη Ρουμανία και εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα. Μετά τη λήξη του πολέμου, δικάστηκε ερήμην στα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων και καταδικάστηκε δυο φορές σε θάνατο από το Εφετείο της Λάρισας (υπ’ αριθ. 35/1946 και 314/1947 αποφάσεις) και δύο φορές από το Εφετείο Ιωαννίνων (υπ’ αριθ. 9/1948 και 10/1948 αποφάσεις).

Οι τελευταίες δράσεις του;
Είναι σαφές ότι υπό την γερμανοϊταλική κατοχή η εφημερίδα «Θεσσαλία», όπως άλλωστε και όλες οι εφημερίδες της χώρας, πέρασε μέσα από πολλές συμπληγάδες. Μετά την επανέκδοσή της υπήρχε σκληρή λογοκρισία φράσεων και τίτλων και βασίλευε η υποχρεωτική τοποθέτηση σε περίοπτη θέση άρθρων και θεμάτων, που εξυμνούσαν τα φασιστικά καθεστώτα. Παρ’ όλα αυτά, ο Τάκης Οικονομάκης, χωρίς να πτοηθεί, υπέσκαπτε με τόλμη το ιταλογερμανικό καθεστώς, εμψυχώνοντας όλη την κοινωνία του Βόλου και ξεσκεπάζοντας την ατιμωτική δράση των φίλων και συνεργατών των δυνάμεων κατοχής, των δωσίλογων και των μαυραγοριτών. Τα πατριωτικά του άρθρα ξανά και ξανά έχουν αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη βολιώτικη, και όχι μόνο, κοινωνία, ώστε οι θετικές μνήμες να λαμπρύνονται και οι αρνητικές να μην ξεθωριάζουν και να μην ξεχνιούνται. Είμαι βέβαιος, η εφημερίδα «Θεσσαλία», ως μια κιβωτός ιστορικής μνήμης, έχει πολύ καλά φυλαγμένο τον πολύτιμο γραπτό θησαυρό του σπουδαίου Τάκη Οικονομάκη. Για την πατριωτική του δράση και τα άρθρα του που στρέφονταν εναντίον των Γερμανών, η Γκεστάπο τον συνέλαβε τρεις φορές. Αυτός, όμως, στην απολογία του, με περισσή τόλμη τούς έλεγε: «Εγώ είμαι Έλλην, τι θέλετε να γράψω; Την πατρίδα μου υπερασπίζομαι. Εσείς δεν είστε πατριώτες; Δεν αγαπάτε την πατρίδα σας; Τα συμφέροντά της δεν υπερασπίζεστε; Ε, αυτό κάνω κι εγώ!» Και σύμφωνα με άλλη αφήγηση του πατέρα μου, κάποια φορά είχαν σκοτώσει στις Μηλιές δύο Γερμανούς και οι γερμανικές αρχές, ως αντίποινα, είχαν συλλάβει τους διευθυντές των εφημερίδων και των τραπεζών και τους κρατούσαν φυλακισμένους στην «Εξωραϊστική», γνωστό μέρος κράτησης των μελλοθανάτων. Όμως, ο Οικονομάκης ήταν ατρόμητος. Εντύπωση μου έκανε, που όταν τον επισκέφτηκε ο πατέρας μου στο κελί του, πριν τον εκτελέσουν, για να δει αν χρειάζεται κάτι, εκείνος ατάραχος του είπε: «Ίων, παιδί μου, πάρε τον αναπτήρα μου να μου τον γεμίσεις, γιατί δεν ανάβει». Πόσο εσωτερικός και συνειδητοποιημένος άνθρωπος! Εξάλλου, η κοσμοθεωρία του δεν του επέτρεπε να ασχολείται με τα γήινα, τα τετριμμένα, τα φθαρτά. Ήταν ιδεολόγος και είχε πάντοτε άθικτη και απρόσβλητη την αξιοπρέπειά του. Και συχνά συμβούλευε τον πατέρα μου, λέγοντας: «Ίων, παιδί μου, τα μόνα που μένουν από τους ανθρώπους, είναι τα άψυχα και το όνομα, καλό ή κακό, που αφήνουμε!». Σώθηκε χάρη στη μεσολάβηση του αξιοθαύμαστου φιλέλληνα Γερμανού πρόξενου τότε στο Βόλο, του Έλμουτ Σέφελ, ο οποίος ήταν θαυμαστής του ήθους και της ακεραιότητας του Τάκη Οικονομάκη. Μάλιστα, μέσα στη φυλακή ο ευαίσθητος και γλαφυρός ποιητής Τάκης Οικονομάκης (όπως πάντα με το ψευδώνυμο Τάκης Σαρακηνός) έγραψε δύο ποιήματα, τη «Ζωή» και τη «Μοίρα του θανάτου», στα οποία ανάγλυφα περιγράφεται η κοσμοθεωρία του.
Οι Γερμανοί επειδή έβλεπαν ότι ο ασυμβίβαστος δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων του τις εντολές – απαγορεύσεις τους, αποφάσισαν να τον παραπέμψουν σε δίκη. Έτσι στις 17 Απριλίου 1944, δεύτερη μέρα του Πάσχα, εισήλθαν στο σπίτι του, για να τον συλλάβουν. Εκείνος ταράχτηκε τόσο πολύ από το ανελέητο κυνηγητό ακόμη και τις άγιες μέρες, που έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο. Στις 18-4-1944 επανήλθαν και με βία απώθησαν τη γιαγιά μου και τον ανήλικο πατέρα μου, που τους έλεγαν, φωνάζοντας, ότι είναι στο κρεβάτι, άρρωστος, ανέβηκαν τη σκάλα και με βία μπήκαν στο δωμάτιό του. Εκείνος, μόλις τους είδε στο δωμάτιό του, άρχισε να τους υβρίζει στα γερμανικά, λέγοντάς τους ότι δε σέβονται ούτε την αρρώστια του, ούτε την αδελφή του και τον ανήλικο ανιψιό του. Οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν ότι ο θείος πλέον ήταν σοβαρά άρρωστος και αποχώρησαν. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα. Στις 19-4-1944 το πρωί ένα δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο έβαλε τέλος στη ζωή αυτού του ωραίου ανθρώπου και αγωνιστή της δημοσιογραφίας και της ελευθερίας. Ο Βόλος, που τόσο πολύ αγάπησε και ύμνησε, τον τίμησε, παραχωρώντας οικογενειακό τάφο σε περίοπτη θέση στο παλαιό κοιμητήριο, στήνοντας προτομή στην Πλατεία Ελευθερίας και δίνοντας το όνομά του σε κεντρικό δρόμο, στη διασταύρωση με την οδό Λώρη, όπου βρισκόταν η κατοικία του. Ο Τάκης Οικονομάκης ήταν άξιος πολίτης, που ανήκει σε όλο τον κόσμο, εγώ, όμως, είμαι συγκινημένος που σας μίλησα για τον δικό μου Τάκη Οικονομάκη. Ήταν ένας ωραίος και περήφανος Έλληνας!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το