Πολιτισμός

Τα μαγκάλια της συλλογής μου

Της Βασιλείας Γιασιράνη-Κυρίτση

Η επιστροφή στο παρελθόν μάς συγκινεί ιδιαίτερα, μυθοποιεί την εποχή και την τυλίγει στη χρυσόσκονη του παραμυθιού παραμερίζοντας και αποκρύπτοντας τις περισσότερες φορές τα δύσκολα χρόνια. Κρατά τα ωραία και πετάει τα πολλά και άσχημα…
Πόσα χρόνια πίσω με ταξιδεύουν τα τρία μαγκάλια στην είσοδο του σπιτιού μου και πόσες στιγμές οικογενειακές γεμίζει ο νους μου, πόσες μνήμες. Μέσα από τις εικόνες της θαλπωρής των αναμένων κάρβουνων ξεπηδάει το χτες, πρόσωπα της οικογένειας αγαπημένα, που έχουν φύγει.
Τη δεκαετία του 1950 υπήρχαν οι σόμπες, τα τζάκια και τα μαγκάλια και με αυτά οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το κρύο μέσα στα σπίτια τους. Άλλοι με πρόχειρες τενεκεδένιες κατασκευές, με μαντεμένιες και άλλοι με μεγάλες πορσελάνινες σόμπες από το εξωτερικό, ιδιαίτερα την Αυστρία, να ζεστάνουν τα παγωμένα αρχοντικά τους. Οι στρογγυλές σόμπες με τα μπουριά χρησιμοποιήθηκαν πολύ σε όλον τον κόσμο από τον 19ο και 20ό αιώνα.

Το μαγκάλι οικ. Κ. Μανώλη

Το μαγκάλι ήταν μια λέξη, ένα αντικείμενο χρηστικό, που μας έμεινε αμανάτι από τους Τούρκους.
Ήταν μεταλλικό δοχείο σε σχήμα λεκάνης με πόδια ή με άλλο στήριγμα, μέσα στο οποίο τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση.
Κάτι που ήταν πολύ χρήσιμο και το είχαν όλα τα σπίτια, ακόμη και τα αστικά. Το πιο απλό μαγκάλι ήταν δύο κώνοι που ενώνονταν με τις κορυφές τους. Ο κάτω χρησίμευε για πόδι και στον απάνω έβαζαν τα κάρβουνα. Υπήρχαν όμως και μαγκάλια πιο πολυτελή, μία λεκάνη χάλκινη, ζωγραφισμένη, με χερούλια, για τα κάρβουνα.
Ήταν τοποθετημένο σε ειδικές σιδερένιες ή ξύλινες βάσεις ήταν καλογυαλισμένο με στάχτη ή με ξύδι και αλάτι και αποτελούσε πηγή θέρμανσης για το σπίτι. Κάτω από τα πόδια τους έβαζαν συνήθως έναν μεταλλικό δίσκο για προφύλαξη από στάχτες και καρβουνάκια, που μπορούσαν να πέσουν.
Τέτοιο μαγκάλι χάλκινο με χερούλια είχαμε στο σπίτι στερεωμένο σε στρογγυλή σιδερένια βάση βαμμένη με μαύρη μπογιά. Δεν ήξερα την προέλευσή του. Μάλλον ήταν της γιαγιάς… από την εποχή της εγκατάστασής τους στο προσφυγικό της Ευαγγελίστριας.

Η φουφού της γιαγιάς Αμερσώς

Το είχαμε στο καλό δωμάτιο, δίπλα στον ξύλινο νησιώτικο καναπέ με τα μαξιλάρια και αποτελούσε στολίδι στον χώρο.
Μόλις άρχιζε να κρυώνει ο καιρός η μητέρα μου ή η γιαγιά επιβαρυνόταν με ακόμη μια εργασία. Να ρίξει πολλά ξύλα στη σόμπα να κάνει κάρβουνα να τα βάλει στο μαγκάλι και να το μεταφέρει στο διπλανό δωμάτιο, στην κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμόμασταν, να σπάσει το κρύο και να είναι ζεστά. Για να πάμε από το ένα δωμάτιο στο άλλο ήταν ένα ταξίδι προβληματικό, ήταν ένα ταξίδι από τον Νότιο στον Βόρειο Πόλο, χωρίς μια ενδιάμεση ζώνη προσαρμογής στη θερμοκρασία. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν μαγκάλια σε κάθε δωμάτιο.
Η οικογένεια περνούσε τον χρόνο της στην κουζίνα που ήταν μεγάλη είχε έναν καναπέ μικρό, το κρεβάτι της γιαγιάς δίπλα στο μεγάλο παράθυρο, την ντουλάπα-πιατοθήκη, το ξύλινο ψυγείο, την παγωνιέρα, έτσι τη λέγαμε Ζαπαντούλης (θυμάμαι ακόμα τη μάρκα του) και στη γωνία πριν τον μικρό χώρο του νεροχύτη ήταν, στην αριστερή πλευρά, η μασίνα, σόμπα με φούρνο, που έψηνε και που σχεδόν δεν έσβηνε ποτέ. Στη μέση ήταν το τραπέζι με καρέκλες… εκεί τρώγαμε, εκεί διαβάζαμε, εκεί παίζαμε… τις περισσότερες φορές κάτω από το τραπέζι, γιατί εκεί νιώθαμε με την αδελφή μου ασφάλεια.

Το μαγκαλάκι της Αθηνάς Σαμίου από τα Θείρα

Στο τελείωμα της μέρας, μέχρι να ξαπλώσουμε στεκόμασταν γύρω από το μαγκάλι να ζεσταθούμε, να αστειευτούμε σαν παιδιά, να κάψουμε καμιά φορά την άκρη της νυχτικιάς μας, τα δάχτυλά μας και να ακούσουμε στα γρήγορα μια ιστορία της γιαγιάς Αμερσώς για την Πατρίδα της.
Στις γιορτινές μέρες όταν περιμέναμε κόσμο δεν είχαμε σόμπα στο μεγάλο δωμάτιο και η μητέρα μου φρόντιζε να καίει το μαγκάλι όλη μέρα. Το έβαζε στη μέση, καθαρισμένο, γυαλισμένο – ήταν και δείγμα νοικοκυροσύνης – αναμόχλευε τα κάρβουνα να μην έχουν φλόγα και πήγαινε και ερχόταν τακτικά να το επιβλέπει… Μερικές φορές αγόραζε και κάρβουνα από το καμίνι της κυρά Τασίας πάνω περίπου στο τελείωμα της οδού Καισαρείας.
Τέτοιες βραδιές μάς έψηναν φέτες ψωμί πάνω στη μασιά στο μαγκάλι, έβαζαν λίπος που έλιωνε και μετά λίγο ζάχαρη. Η γεύση τους αξέχαστη στο παιδικό μυαλό μας. Τύχαινε να ψήσουν και καφέ σε κείνο το μαγκάλι για κάποιον επισκέπτη, για να μην πηγαινοέρχονταν στην κουζίνα.
Το ψήσιμο γινόταν σε μια άκρη του μαγκαλιού και οι μυρωδιές που έβγαιναν ήταν πραγματικά αξέχαστες. Το μαγκάλι ήταν το κύριο εφόδιο κατά του κρύου και της παγωνιάς. Είχε όμως και τους κινδύνους του , αν δεν άναβαν καλά τα ξύλα και οι αναθυμιάσεις γέμιζαν το δωμάτιο.
Μη φανταστείτε ότι ζέσταινε ο χώρος… υποτυπωδώς ζέσταινε.
Η θέα όμως της φωτιάς ζέσταινε τις καρδιές μικρών και μεγάλων και τους έκανε να αναθαρρεύουν.
Είχαμε όμως και τη «φουφού», όπως την έλεγε η γιαγιά Αμερσώ, ένα μικρό τενεκεδένιο μαγκαλάκι με χωμάτινη επίστρωση, να κρατάει τη φωτιά (το χάρισα στον σύλλογο) που ζέσταινε, αλλά και μαγείρευε και το έπαιρνε συχνά να «πυρώσει» τα παγωμένα χέρια της.

Ο Κ. Μανώλης με τη σύζυγό του Τάσια Αναστασίου

Τότε με τις σόμπες, τα μαγκάλια και τις φουφούδες ζέσταινε το κορμάκι του ο κόσμος και συνεχίστηκε αυτός ο τρόπος μέχρι το 1969 με 1970, που βγήκαν οι σόμπες πετρελαίου.
Στην κατοχή μου όμως υπήρχε και άλλο μαγκάλι για το οποίο ήμουν περήφανη που το είχα: Της οικογένειας του Κων/νου Μανώλη. Μου το χάρισε συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας, που διέμενε στην οδό Μαγνήτων μαζί με φωτογραφίες του ζευγαριού και το διαβατήριό του Κων/νου.
Ο Κων/νος Ν. Μανώλης γεννήθηκε στη Δράκεια το 1885 και ήταν κτηματίας. Το 1914, σε ηλικία 29 χρονών ξενιτεύτηκε στην πόλη Νάσα, περιοχή της Βοστώνης των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου και έμεινε σχεδόν μέχρι τον θάνατό του. Εκεί έγινε επιχειρηματίας, ήρθε στον Βόλο και παντρεύτηκε την Αναστασία (Τάσια) Αναστασίου, την πανέμορφη κόρη του Ιωάννη, με την οποία είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Απόκτησε μεγάλη περιουσία, αλλά δεν απόκτησε παιδιά. Πέθανε στον Βόλο στις 18 Ιουλίου 1949, σε ηλικία 64 χρονών, από πλευρίτη, τέτανο. Μετά τον θάνατό του η Αναστασία έζησε με τη Βασιλική Κανταρτζή στο αρχοντικό της οδού Μαγνήτων και μετά τον θάνατό της η περιουσία του Κων/νου δόθηκε η μισή στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο και η άλλη μισή στα ανίψια. Τα ανίψια μάλλον πούλησαν και χάρισαν την κληρονομιά και έτσι βρέθηκαν το μαγκάλι και τα έγγραφα στα δικά μου χέρια να πλουτίσουν το αρχείο και τη συλλογή μου. Ευτυχώς.

Αθηνά Δημητριάδου, Νικόλαος Σαμίου

Άφησα τελευταίο το μικρό ατομικό μαγκαλάκι από τα Θείρα της Μικράς Ασίας, απομεινάρι μιας ένδοξης εποχής της οικογένειας Δημητριάδη. Έγραψα πολλά για τον προπάππο μου από την πλευρά της μητέρας μου. Μια από τις επτά κόρες του, η Αθηνά, αδελφή της Αμερσώς, είχε παντρευτεί τον Νικόλαο Σαμίου, υπάλληλο, μεταφραστή στο προξενείο της Αργεντινής στη Σμύρνη και έφυγαν πριν τον μεγάλο χαλασμό για την Αθήνα παίρνοντας πολλά πράγματα από το σπιτικό τους. Πόσες εικόνες είχε αυτό το μαγκάλι από τη ζωή του στη Σμύρνη… πόσες κυρίες δεν ζέσταναν τα κρινόλευκα χέρια τους και πόσες δεν τσουρούφλισαν τις δαντέλες των μανικιών τους… χαχανίζοντας.
Η Αθηνά, νηπιαγωγός, δεν απόκτησε παιδιά και ζούσε με τις αδελφές της στον Πειραιά. Πέθανε το 1955 και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της το έδωσε στην αδελφή της Αργυρώ, δασκάλα στα χωριά των Τρικάλων, που ήταν χήρα. Το μαγκαλάκι το χρησιμοποιούσε πάλι η οικογένεια και με τον καιρό άλλαξε χέρια. Το είχε η κόρη της Χρυσαυγή, που γεννήθηκε μέσα στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης κατά τη διάρκεια του διωγμού τους, ενθύμιο της Μικρασιάτικης ρίζας της και ο ένας της γιος ο Αριστοτέλης πριν πέντε περίπου χρόνια το χάρισε σε μένα… μαζί με άλλα χαρακτηριστικά κομμάτια της οικογένειάς μας.
Δεν ξέρω γιατί μου τα χάριζαν… ίσως γιατί ένιωθαν τη σιγουριά της ασφάλειας σε μένα και την ιδιαίτερη αγάπη σε κάθε τι οικογενειακό κειμήλιο… Τρία μαγκάλια, τρεις διαφορετικές εποχές, τρεις διαφορετικοί κόσμοι, τρεις σταθμοί: Μικρά Ασία, Νέα Ιωνία – προσφυγιά και Βόλος.
Και εγώ τους ένωσα με αγάπη. Έβαλα την προσφυγιά με την πόλη πλάι-πλάι και τη Μικρά Ασία την ανύψωσα για να πέφτει το μάτι του επισκέπτη εκεί. Για πόσο καιρό όμως…
Μεγάλωσα και άρχισα να προβληματίζομαι για την τύχη τους…
Αν δεν τα θελήσουν οι τρεις εγγονές μου, υπάρχει και ο Πολιτιστικός Σύλλογος το «Εγγλεζονήσι», που θα πλουτίσει τα εκθέματά του και εγώ θα βρω τη γαλήνη μου.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, μαρτυρίες Ευαγγελίας Δήμα, Β. Γιασιράνη Κυρίτση «Ιστορίες ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο του Βόλου» τ. 4, επανέκδοση, https://www.newsit.gr, https://www.pemptousia.gr/.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το