Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας μέρος β’

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Στη γωνία της οδού Χαλκηδόνος, μετέπειτα Βασιλέως Παύλου με Σινώπης, ήταν προπολεμικά από το 1936 το ζαχαροπλαστείο του Κων/νου Σαουλίδη, δίπλα ακριβώς από το παντοπωλείο του Καρυώτη-Νικολαΐδη. Ο Νέστορας Νικολαΐδης με τον γαμπρό του Κων/νο Καρυώτη έχοντας εμπορικό δαιμόνιο, χαρακτήρα και ευγένεια πρόκοψαν γρήγορα και πριν το 1935 αγόρασαν όλη τη γωνία και έτσι έγιναν ιδιοκτήτες του παντοπωλείου και του παρακείμενου χώρου, τον οποίο νοίκιασε ο Κων/νος Σαουλίδης, Ρωσοπόντιος από τη Χερσώνα, πόλη κοντά στην Οδησσό. Την περίοδο του 1935 πολλοί Ρωσοπόντιοι ήλθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα πιεσμένοι από τη δικτατορία του Στάλιν που κυνηγούσε όλους τους δημοκρατικούς πολίτες της χώρας. Στην αρχή το ελληνικό κράτος τους έβαλε στον συνοικισμό Κουντουριώτη, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, στον Πειραιά, αλλά το ανήσυχο πνεύμα του Κων/νου Σαουλίδη δεν ήταν ικανοποιημένο και παρατώντας τα αδέλφια του αποφάσισε να γυρίσει στις διάφορες πόλεις να γνωρίσει τις συνθήκες διαβίωσης και να εγκατασταθεί στην καλύτερη. Μέχρι την Κρήτη έφτασε η χάρη του, αλλά και πάλι δεν έμεινε. Ώσπου έφτασε και στον Βόλο. Του άρεσε και έμεινε γιατί έμοιαζε με το Βατούμ, την πατρίδα της γυναίκας του Ιφιγένειας Τσιροζίδη, που είχε θάλασσα και είχε την ομορφιά του. Είχε όμως και πολλά εργοστάσια και εργατιά που μπορούσε να τροφοδοτεί με τις τυρόπιτες και τα γλυκά του.

Ζαχαροπλάστης ο Κων/νος στη Χερσώνα γνώριζε την τέχνη και την αρτοποιία και με ένα ποδήλατο μπορούσε να βρίσκεται έξω από τα εργοστάσια του Μουρτζούκου, του Ετμεκτζόγλου, του Γκλαβάνη, του Παπαγεωργίου να πουλάει τις μοναδικές του νοστιμιές.

Το εσωτερικό του ζαχαροπλαστείου με τον Πέτρο που κρατάει τη μικρή Αφρούλα

Νοίκιασε το σπιτάκι στη γωνία της Χρήστου Λούλη, απέναντι από τον πατριώτη του τον μπάρμπα Χαράλαμπο, και εγκαταστάθηκε με την Ιφιγένεια και τον χρονιάρικο γιο του τον Πέτρο, που είχε γεννηθεί στον Πειραιά. Στο μαγαζάκι αρχικά έφτιαχνε τυρόπιτες, ντόνατς και με το ποδήλατό του φορτωμένο όργωνε στην κυριολεξία τους δρόμους και τα εργοστάσια, όπου μαζεύονταν κόσμος και εργατιά. Σε λίγο καιρό έκανε το ποδήλατο τρίκυκλο με βιτρίνα και συνέχιζε τη δουλειά του. Αργότερα ξεκίνησε τα γλυκά και έκανε όσα ήξερε από την πατρίδα του. Έβαλε και επιγραφή έξω από το μαγαζάκι «ΤΟ ΡΩΣΣΙΚΟΝ», μόνο που η επιγραφή δεν έμεινε για πολύ καιρό γιατί την απαγόρευσαν οι αρχές και ο Κώστας ύστερα έβαλε μόνο τον τίτλο και το όνομά του: Ζαχαροπλαστείον Κων/νος Σαουλίδης. Και είχε το παράπονο που δεν του άφησαν την επιγραφή αφού και στην Αθήνα υπήρχε καφέ-ζαχαροπλαστείο με τον ίδιο τίτλο. Εκεί όμως ήταν Αθήνα, όχι Νέα Ιωνία του Βόλου με τους περισσότερους αριστερούς… Στο μεταξύ η οικογένεια μεγάλωσε, το 1937 γεννήθηκε ο Βασίλης, ύστερα η Βασιλεία και στερνοπαίδι η Αφρούλα. Η δουλειά πήγαινε καλά, είχε γίνει πια γνωστός σε όλη τη Νέα Ιωνία. Είχε τη σφραγίδα ποιοτικής αναγνώρισης, μεταξύ των υπαρχόντων τότε ζαχαροπλαστείων στο φαρδύ και τα απογεύματα της Κυριακής έβγαζε δειλά-δειλά κάποια σιδερένια τραπεζάκια στο χωμάτινο πεζοδρόμιο να καθίσουν οι πελάτες μόνοι ή με τις οικογένειες, μετά την κυριακάτικη βόλτα τους, όταν το Φαρδύ αποκτούσε χρώμα και ζωή.

Κάποιοι αγόραζαν γλυκό και το έτρωγαν όρθιοι μέσα στο μαγαζί και άλλοι τα έπαιρναν για το σπίτι. Μια μεγάλη σχεδόν μονοκόμματη βιτρίνα κυριαρχούσε στον χώρο και πάνω γυάλινα βάζα γεμάτα χρωματιστές καραμέλες τραβούσαν την προσοχή. Πίσω ήταν το εργαστήριο.

Πριν τους σεισμούς του 1954, αλλά και μετά βοηθούσαν στο εργαστήριο ο Νίκος Αμπατζής, ο Φίλιππος Σαουλίδης, ο Τάκης Θεοφανίδης.

Οι εργαζόμενοι στο παλιό ζαχαροπλαστείο

Τα χρόνια πέρασαν, πέρασαν και οι δυσκολίες του πολέμου, του εμφυλίου, των σεισμών και γύρω στο 1956, περίοδος ανασυγκρότησης της Νέας Ιωνίας, ο γαμπρός του Κων/νου Καρυώτη Αλέξανδρος Τάτσιος αποφάσισε να γκρεμίσει τα παλιά καταστήματα αφού είχαν πάθει ρωγμές και να φτιάξει ένα μεγάλο καινούριο. Η οικοδομή έγινε με γρήγορους ρυθμούς και ο Κων/νος Σαουλίδης εγκαταστάθηκε πάλι στο καινούριο μαγαζί στη γωνία, δίπλα πλέον από το φαρμακείο του Νησιώτη, όπου ήταν το καφενείο-οινοπωλείο του Βαγγέλη Ηλιάδη.

Στη μεγάλη αίθουσα υπήρχαν καθρέφτες, δύο ψυγεία βιτρίνες, πίσω το ταμείο και στην άκρη δεξιά, στα δυτικά, μια μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε στο εργαστήριο που ήταν στο υπόγειο. Πάνω στον μαρμάρινο μεγάλο πάγκο με τα δυνατά φώτα περνούσε σχεδόν τη μέρα της όλη η οικογένεια δημιουργώντας ό,τι καλύτερο για την προσφυγιά: Γλυκίσματα ταψιού, κουραμπιέδες, πουτίγκα, ποτήρια, πάστες φούρνου και άλλα όλα με τα καλύτερα υλικά της εποχής. Ο Κων/νος, τεχνίτης καλός, χαρακτήρας χαμηλών τόνων διαφέντευε σωστά την οικογένεια. Τις μνήμες της πατρίδας του της Χερσώνας δεν τις ξέχασε ποτέ και ήταν ο πρώτος εκλεγμένος πρόεδρος των Ποντίων την περίοδο 1958-1960. Αγαπούσε όμως και τη ΝΙΚΗ και υπήρξε ένθερμο μέλος της, ιδιαίτερα το 1963.

Ο Βασίλης, ο γιος του, ήταν μελαχροινός κατσαρομάλλης, γυμνασμένος, ευγενικός η «βιτρίνα του μαγαζιού. Έκανε συχνά πάρτι τον χειμώνα στο σπίτι τους στην οδό Φιλαδελφείας, πίσω από την «ιστορική παράγκα» και καλούσε τους συμμαθητές και τους φίλους του. Χόρευε καλό ροκ εντ ρολ και τον θαύμαζαν οι μικρότεροι. Ο Πέτρος μικροκαμωμένος με ίσια μαλλιά και χωρίστρα, πολύ πρόθυμος, φιλικός και πάντα χαμογελαστός με μια χαρούμενη χροιά στη φωνή του.

Ο Κ. Σαουλίδης στην παραλία

Τα κορίτσια, αν και πήγαιναν σχολείο – ήταν καλές μαθήτριες και σπούδασαν αργότερα, αλλά παρέμειναν στο μαγαζί – έβρισκαν χρόνο ιδιαίτερα η Αφρούλα και με την τσάντα στο χέρι κατηφόριζε τη Φιλαδελφείας όταν ήταν ανάγκη να διαβάσει στο μαγαζί. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που γινόταν θεατής διαφωνιών και διενέξεων σε κείνα τα δυο τρία τραπεζάκια που ήταν μέσα και σερβίριζε το γλυκό ή τον καφέ τους. Το θέμα των διαφωνιών τους ήταν πότε η ΝΙΚΗ και πότε τα πολιτικά κόμματα. Και κείνη παρέμενε σιωπηλή και αμέτοχη βυθισμένη στις δικές της σκέψεις, όπως σιωπηλοί παρέμεναν όλοι στην οικογένεια γιατί έτσι έπρεπε να κάνουν.

Στη δεκαετία του 1960, συνηθιζόταν στις ονομαστικές γιορτές και στις επισκέψεις στα σπίτια των φίλων η αποστολή τούρτας. Μόνο που δεν την πήγαινε ο αποστολέας, αλλά ο Πέτρος, που πάντα πρόθυμος δεν αρνούνταν και δεν υπολόγιζε τον κόπο. Μέσα μεταφοράς δεν υπήρχαν και έτσι με τα πόδια ο Πέτρος κρατώντας την τούρτα στη γυάλινη πιατέλα έπαιρνε τους δρόμους της Νέας Ιωνίας, τους κοντινούς και τους απόμακρους. Όπου τον έστελναν αδιαμαρτύρητα. Και την επόμενη εβδομάδα πήγαινε πάλι στα σπίτια για να πάρει πίσω τη γυάλινη πιατέλα, αφού δεν υπήρχαν πλαστικά και οι πιατέλες ήταν δέκα όλες και όλες.

Στις 21 Μαΐου έφτιαχναν το πρώτο παγωτό του καλοκαιριού. Παγωτό καϊμάκι, με μια ιδιαίτερη τέχνη και μυρωδιά δίνοντας το σύνθημα της έλευσης του καλοκαιριού στην ψυχή των κατοίκων της προσφυγικής Νέας Ιωνίας. Έξω από το ζαχαροπλαστείο, στη γωνία, πριν την είσοδο, ήταν το περίπτερο του Στέλιου Λαβίδα που σηματοδοτούσε τον χώρο. Είχε τα πάντα όλα. Περιοδικά Ντόμινο, Θησαυρό, Μανίνα, Εργόχειρο, Μίκυ Μάους, Ταρζάν κρεμασμένα έξω σε ένα σχοινί με μανταλάκια να τραβούν την προσοχή των πελατών του. Είχε και εφημερίδες δεξιές και αριστερές που κυκλοφορούσαν και αριστερά περιοδικά «Τα άρματα», που όμως ήξερε πού τα έδινε. Τις αριστερές εφημερίδες τις δίπλωνε με δεξιοτεχνία και τις γύριζε να μη φαίνεται ο τίτλος της, ενώ τις άλλες τις έδινε όπως τύχαινε.

Ο Αθ. Ξάνθης

Πολλά είδαν τα μάτια του σε κείνη τη θέση μέσα στο περίπτερο. Είδαν πολιτικές συγκεντρώσεις, περιπολίες αστυνομικών, άκουσε φωνές σπαρακτικές, άκουσε συνθήματα και αντάρτικα τραγούδια, άκουσε εμβατήρια, πολλά άκουσε μα κείνος δεν μιλούσε. Μιλούσαν τα μάτια και η καρδιά του.

Το ζαχαροπλαστείο έμεινε ανοικτό μέχρι το 1977, όταν η οικογένεια Σαουλίδη απόκτησε δικό της κτίσμα στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι σχεδόν από τον Απόστολο Σουσλίδη και μετέφερε το ζαχαροπλαστείο τους εκεί, κοντά στη γέφυρα, όπου συνέχισε να γράφει την ιστορία του με τους ίδιους ήρωες. Και πιο πέρα στεκόταν παράμερα με το καροτσάκι γεμάτο ξηρούς καρπούς ο μπάρμπα Θόδωρος ο Καρατζίνος, γραφική παρουσία στο κεντρικό δρόμο.

Δίπλα από το ζαχαροπλαστείο ήταν ο φούρνος των αδελφών Ξάνθη από την Ήπειρο. Ιδρυτής της οικογένειας ήταν ο Γιάννης που από τον γάμο του απόκτησε τέσσερα παιδιά: Τους Θανάση, Στέφανο, Φαίδωνα και Κωνσταντίνο. Όπως οι περισσότεροι Ηπειρώτες γνώριζε από μύλους και ζυμώματα έτσι εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία πριν το 1933 για να βιοποριστεί. Έχοντας μεγάλη βοήθεια και υποστήριξη από τον πατριώτη του Λούλη, του οποίου η αλευροβιομηχανία είχε μεγάλη άνθηση, έκανε τα πρώτα του βήματα στην αγορά.

Αν και ξένος ζυμώθηκε με το προσφυγικό στοιχείο και γρήγορα έγινε αγαπητός σε όλο το Φαρδύ. Τα αγόρια του όμως ορφάνεψαν σε μικρή ηλικία και έτσι ο Γιάννης αναγκάστηκε να ξαναπαντρευτεί για να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά του.

Ο Aλ. Τάτσιος επιβλέπει τη νέα οικοδομή (1957)

Ο φούρνος ήταν σε κεντρικό σημείο, από τους πρώτους στην οδό Σινώπης, μακρόστενος με ξύλινο πάτωμα και είσοδο με ξύλινη πόρτα και παράθυρο μεγάλο με τζαμάκια σαν βιτρίνα, όπου ακουμπούσε τα λαχταριστά κουλούρια και ψωμάκια που έβγαζε τα πρωινά. Στους τοίχους πίσω από τους ξύλινους πάγκους ήταν ξύλινα ράφια όπου τοποθετούνταν τα ψωμιά σε κατηγορίες. Οι ξύλινες πινακωτές με τα ψωμιά τυλιγμένα στις πάνινες πετσέτες ήταν ακουμπισμένες στην άκρη έξω από τον φούρνο που ήταν στη δυτική πλευρά, με το ξύλινο φτυάρι δίπλα ακουμπισμένο να φτυαρίζει τα ψωμιά, να προσέχει τα φαγητά. Στη βόρεια πλευρά ήταν μια πόρτα είσοδος για τη μεγάλη αυλή με τα στοιβιασμένα καυσόξυλα και παραδίπλα τους το σπίτι της οικογένειας. Τα παιδιά του εργάστηκαν από μικρά και κράτησαν τον φούρνο. Ήταν ενωμένοι μέχρι τέλος μια και ο πατέρας τους όταν χρειάστηκε να αποχωρήσει έκανε διαθήκη στην οποία έγραφε ότι όποιος αποχωρούσε θα έχανε και την πατρική περιουσία. Έτσι κρατήθηκε με γερά θεμέλια η ενότητα των αδελφών και η παρουσία του φούρνου. Ο Θανάσης υπήρξε ενεργό μέλος της Νεοϊωνίτικης κοινωνίας και εξελέγη δημοτικός σύμβουλος τρεις φορές με τις εκλογές το 1964, το 1974 και το 1975. Δραστήριοι άνθρωποι σε συνεννόηση με τον γιατρό τον Σούρα, τον Καραγιάννη που είχε την ξυλαποθήκη δημιούργησαν το 1957 το κινηματοθέατρο ΛΥΡΙΚΟΝ, το πρώτο σινεμά στη Νέα Ιωνία δίνοντας έναν άλλο τόνο στον πνευματικό κόσμο της και στα ενδιαφέροντά του.

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γ. Κονταξή, Ρένας Τάτσιου, Γεωργίας Καρακατσοπούλου, Δ. Κοτζακίδη, Βασίλη Σαβουλίδη, Αφρούλας Σαουλίδου, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», 1994, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924».

Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το