Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Ο φούρνος του Ιορδάνη Πελαγιάδη ήταν το τέλος του μεγάλου δρόμου που κατέληγε σχεδόν στις σιδηροδρομικές γραμμές. Γωνία Δημοκρατίας με Θράκης. Εκεί το 1930 αγόρασε ο Ιορδάνης με την προτροπή του πεθερού του Πλάτωνα Χατζηπλάτων τον φούρνο – άγνωστο αν ήταν οικόπεδο ή φούρνος – και μετά τον γάμο του το 1933, μαζί με τη γυναίκα του Ευφροσύνη Γεντηβερανίδου άρχισαν να λειτουργούν τον φούρνο με πελατεία τη γύρω γειτονιά. Σύμφωνα με άλλη πηγή, ο φούρνος λειτούργησε το 1939.

Ίσως όμως λειτουργούσε από τότε χωρίς να ήταν καταχωρημένος στον οδηγό της πόλης του Βόλου.

Πρόσφυγες από το Ικόνιο η οικογένεια του Διονύση και της Ευαγγελίας Πελαγιάδη βρέθηκαν με την ανταλλαγή αρχικά στην Καβάλα και μετά στις παράγκες του Αγίου Βασιλείου στον Βόλο. Η γυναίκα του Ευφροσύνη καταγόταν από το Αδά Παζάρ και λεγόταν Γεντηβερανίδου (αλλού Γιεδιβερένογλου), αλλά επειδή ενώ βρισκόταν στην πατρίδα του ο Πλάτων πήγε στα Ιεροσόλυμα με καραβάνι με το δικό του ζώο, μετά το ταξίδι τον φώναζαν Χατζηπλάτων. Και το όνομά τους χάθηκε.

Ο φούρνος ήταν μικρός σε χωρητικότητα, κατέβαινες σκαλάκι, αλλά ήταν καθαρός και περιποιημένος. Η πρόσοψη είχε ξύλινη πόρτα και δυο μεγάλα παράθυρα ενωμένα με την πόρτα, τα οποία αποτελούσαν τη βιτρίνα. Ο Ιορδάνης όταν έκλεινε το μαγαζί έβαζε στο πορτοπαράθυρο τα παντζούρια, τα γνωστά κεπέγκια.

Οικ. Ιορδάνη Πελαγιάδη

Δίπλα από το άνοιγμα του φούρνου υπήρχαν κτιστά πεζούλια περισσότερο χρηστικά για την τοποθέτηση των απαραίτητων αντικειμένων για το φούρνισμα και το ψήσιμο. Πάνω από το άνοιγμα του φούρνου υπήρχε περβάζι και η πρόσοψή του ήταν καλυμμένη με μεγάλα πλακάκια.

Στη μέση είχε έναν ξύλινο πάγκο που ακουμπούσε τα ψωμιά που έβγαζε από τον φούρνο και τα φαγητά που έψηνε (αυτός ο πάγκος αργότερα, όταν μεγάλωσαν τα παιδιά, έγινε προσωπικός χώρος, όπου με τους φίλους τους μάθαιναν να χορεύουν).

Ο Ιορδάνης, άνδρας γεμάτος ενέργεια, δεν είχε ύπνο, είχε το «σκουλήκι» του ανήσυχου επαγγελματία. Έπιανε τη μαγιά από βραδύς και πριν ξημερώσει ήταν στο ζυμωτήριο και ετοίμαζε τα πρωινά ψωμιά και κουλούρια. Οι πρόσφυγες γύρω τον εμπιστεύτηκαν και τον αγάπησαν για τον χαρακτήρα του και για τη συμπεριφορά του απέναντί τους.

Πελάτης του Ιορδάνη ήταν ο Τηλέμαχος Κεσεμίδης (Κεσιμίδης) που είχε καφεκοπτείο. Αυτός του έφερνε τον κριθαροκαφέ σε μεγάλες λαμαρίνες να τον καβουρντίσει και η γειτονιά μοσχομύριζε από τη μια άκρη στην άλλη. Όμως η μεγαλύτερη πελατεία του ήταν από το στρατόπεδο του Γεωργούλα. Του έστελναν τις λαμαρίνες με τα φαγητά των στρατιωτών και παράλληλα τους εφοδίαζε με ψωμί.

Διονύσης και Θρασύβουλος στην πλατεία Τουριστικού περιπτέρου

Ο Ιορδάνης ήταν χαμογελαστός, μπροστά στους πελάτες κάλυπτε τα νεύρα του και μετά ξεσπούσε… για λίγο μόνο. Μετά ηρεμούσε πάλι χάρη στην Ευφροσύνη. Εκείνη, έντονη προσωπικότητα. Άξια γυναίκα, νοικοκυρά, δραστήρια μεγάλωνε τα παιδιά της και βοηθούσε στον φούρνο. Στο πρόσωπό της, φωτεινό και καθαρό, ήταν ζωγραφισμένη η καλοσύνη και η ευγένεια. Ήταν η «δύναμη» στον φούρνο.

Η οικογένεια Πελαγιάδη πέρασε δύσκολα το 1946 όταν της έκαναν «μποϋκοτάζ» λόγω των αριστερών φρονημάτων της. Κάποιοι δεν υπολόγισαν τα πέντε μικρά παιδιά της.

Η υπομονή τους όμως, η εργατικότητα και ο επαγγελματισμός τους, τους έβγαλε από κείνο το αδιέξοδο.

Ωστόσο η οικογένεια ήταν πολυμελής και δεν αρκούσε μόνον ο φούρνος. Γι’ αυτό ο Ιορδάνης δίπλα από τον φούρνο είχε και ένα μικρό μπακάλικο, στο οποίο μέσα υπήρχαν από μαναβική μέχρι ψιλικά και τσιγάρα για να εξυπηρετεί τους πρόσφυγες από τα «πέτρινα». Οι μικροί μιμούνταν τους μεγάλους, έτρεχαν ξωπίσω τους, πήγαιναν από τον έναν χώρο στον άλλο, μάθαιναν, εξυπηρετούσαν και έτρεχαν σαν καλοί επαγγελματίες.

Ιορδάνης-Ευφροσύνη Πελαγιάδη

Η οικογένεια ορθώθηκε πάλι, στυλώθηκε και έτσι η Ευφροσύνη μπόρεσε να προσφέρει μαζί με άλλους συμπολίτες χρηματικό ποσό των 200.000 δραχμών τον Μάιο του 1949 και άλλη δόση των 100.000 δρχ. αργότερα για την ανέγερση του ναού της Ευαγγελίστριας, ίσως τάμα για τη σωτηρία της οικογένειας.

Το 1956 ο Διονύσης, ο μεγάλος γιος, ήταν ο διανομέας. Έπαιρνε το ποδήλατο, το φόρτωνε με τα ζεμπίλια δεξιά-αριστερά από το τιμόνι και πότε ποδηλατώντας, πότε κρατώντας το λόγω χιονιού – εκείνα τα χρόνια χιόνιζε πολύ στον Βόλο – πήγαινε στις κοντινές συνοικίες, απέναντι από το εργοστάσιο του Οινοπνεύματος, στον μπαξέ του Τσουρέλη και έδινε τα ψωμιά στους πελάτες.

Άλλες φορές πάλι με τον Θρασύβουλο, τον αδελφό του, περνούσαν δυο ζεμπίλια γεμάτα ψωμιά σε ένα γερό ξύλο, κρατούσαν τις άκρες και μέσα στα χιόνια αλώνιζαν τη γειτονιά στην περιοχή του Τουριστικού περίπτερου. Κανένα καιρικό φαινόμενο δεν τους εμπόδιζε. Η νιότη και η εργατικότητά τους θριάμβευε.

Το 1974 με την επιστράτευση επιστράτευσαν και τον Ιορδάνη. Τον κάλεσαν στο στρατόπεδο Γεωργούλα και ετοίμαζε το ψωμί για τους στρατιώτες. Φοβούμενοι τυχόν επεισόδιο με τους Τούρκους, τον είχαν για έναν μήνα μέσα στο στρατόπεδο. Ήταν όμως έμπειροι η Γεσθημανή με τα παιδιά της και ο φούρνος λειτουργούσε κανονικά και χωρίς κανένα πρόβλημα.

Ο Ιορδάνης απόκτησε εννιά παιδιά, αλλά δεν έζησαν όλα. Τα τέσσερα πέθαναν σε βρεφική ηλικία και τα υπόλοιπα πέντε μεγάλωσαν με τη φροντίδα εκείνης της ακούραστης μάνας. Τα παιδιά τους ήταν η Ευαγγελία, ο Διονύσης, ο Θρασύβουλος, η Γεσθημανή (Μπέμπα) και ο Χρίστος.

Φούρνος Πελαγιάδη

Όλα τα παιδιά μεγάλωσαν στον φούρνο και από μικρά βοηθούσαν στις ανάγκες του. Δραστήρια παιδιά, με έντονη την προσωπικότητά τους. Μεγαλώνοντας όμως το καθένα πήρε τον δρόμο του, παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες και σταμάτησαν να συμμετέχουν στον φούρνο. Μόνον ο Διονύσης συνέχισε το επάγγελμα του πατέρα του.

Εκείνος άνοιξε δικό του φούρνο Θράκης με Δαβάκη και παντρεύτηκε τη Φρειδερίκη Βούσβουρα.

Ο Θρασύβουλος έκανε εμπόριο ξυλείας και πετρελαίου, δίπλα από τον φούρνο του Διονύση, στην οδό Θράκης και παντρεύτηκε την Ελένη Τσιμπούρη.

Η Γεσθημανή παντρεύτηκε τον Ηλία Πολατίδη από το Πολατλί της Γιοσγάτης, που είχε εργαστήριο παρασκευής χαλβά και παστελιού.

Ο Χρίστος εργάστηκε στον ΟΣΕ και παντρεύτηκε τη Φρόσω Καραφέρη.

Η Ευαγγελία άγαμη.

Η Ευφροσύνη στον φούρνο τους

Όσο ζούσε ο Ιορδάνης ο φούρνος λειτούργησε, αναβαθμίστηκε, περιποιήθηκε για να κρατήσει έως το 1988, όταν πέθανε και έκλεισε.

Μαζί του έκλεισε και ένα κομμάτι της ιστορίας της Νέας Ιωνίας που τη συνέδεε με το Ικόνιο και το Αδά Παζάρ μιας άλλης πατρίδας.

Δεξιά από τον φούρνο, προς τις γραμμές, ήταν το παράρτημα του θερινού σινεμά «Αργώ» που είχε την ίδια ονομασία και ψυχαγωγούσε εκείνη την πλευρά της Νέας Ιωνίας, που ήταν κάπως απόμερη από το κέντρο της, το φαρδύ. Ήταν μια νότα αισιοδοξίας μέχρι το 1964.

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γεσθημανής Πελαγιάδου-Πολατίδου, Γεωργίας Καρακατσοπούλου-Χαϊδούλη. Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», 1994.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το