Θ Plus

Στην καρδιά του Ερύμανθου – Βαδίζοντας στο φαράγγι του Τεθρέα

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Υπάρχει στην ορεινή Αχαΐα ένα μοναστηράκι, απρόσιτο και εντελώς χαμένο μέσα στις απάτητες ορθοπλαγιές του Ερύμανθου, εκεί που σήμερα ούτε τ’ αγρίμια δεν τολμούν να πλησιάσουν.
Τα ερείπιά του βρίσκονται βαθιά μέσα στους πιο απάτητους γκρεμούς των σπλάχνων του Ερύμανθου κι αποτελούν το καθολικό του μοναστηριού των Ταξιαρχών.
Όποιος αποτολμήσει να το επισκεφτεί και να περπατήσει στους δρόμους και στα μονοπάτια που έχουν χαραχτεί για να το πλησιάσει, θα νιώσει ανείπωτη χαρά κι ευδαιμονία, αλλά κι ευγνωμοσύνη για τη θεία καταγωγή της ελληνικής φύσης παρατηρώντας το άγριο τοπίο του Ερύμανθου.
Αυτό ήταν το πρώτο και βασικό ερέθισμα που με διήγειρε για να επισκεφθώ και να βαδίσω τους πραγματικά εντυπωσιακούς δρόμους του μυθικού βουνού.

Τα προκαταρκτικά
Πήρα τον δρόμο από την Πάτρα που οδηγεί στην Τρίπολη, τον γνωστό 111. Νοέμβρη μήνα, το φως είναι περιορισμένο κι ο χώρος τεράστιος και πληθωρικός, με πολλά κι εναλλακτικά ιστορικά, αρχαιολογικά και ενδιαφέροντα τοπία.
Στο 34ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Πατρών – Τριπόλεως, έστριψα αριστερά. Η πινακίδα μου έδειχνε το χωριό Καλέντζι, σε 13 χιλιόμετρα.
Σκέφτηκα πως θα ήταν πιο σωστό να ανέβω ώς το χωριό καταγωγής των Παπανδρέου (που θεωρείται και το ψηλότερο χωριό της Αχαΐας) και από εκεί διαγράφοντας ένα δύσβατο ορεινό τόξο, να προσεγγίσω τα χωριά της Σπαρτιάς και του Αλεποχωρίου, από όπου θα διέσχιζα τον μυθικό ποταμό Τεθρέα, για να φτάσω στη μονή των Ταξιαρχών. Το μοναστηράκι αυτό είχα επισκεφθεί πριν από δέκα χρόνια κι είχα ομολογουμένως εντυπωσιασθεί. Θέλησα να επαναλάβω εκείνη τη μαγική διαδρομή εμπλουτίζοντάς την όμως με καινούργια ορεινά στοιχεία. Το μοναστηράκι των Ταξιαρχών, θυμάμαι, βρισκόταν θαμμένο μέσα στα σπλάχνα – κυριολεκτώ – του Ερύμανθου, μακριά, πολύ μακριά από τ’ αδιάκριτα βλέμματα των ανθρώπων.

Το φαράγγι του Ερύμανθου με το μοναστηράκι των Ταξιαρχών στο κάτω μέρος

Ο αρχαίος Ναός
Στο 5ο χιλιόμετρο του δρόμου για το Καλέντζι είδα μια ξεθωριασμένη πινακίδα που έγραφε «Προς αρχαίο Ναό». Πήρα τον δρόμο που μου έδειχνε το βέλος. Στα χίλια μέτρα σταμάτησα γιατί δεν ξεχώριζε το βλέμμα μου τίποτα το ενδιαφέρον. Κι όμως υπήρχε ένα στενό χαλικόστρωτο δρομάκι αριστερά, που έβγαζε στα χαλάσματα άγνωστου μνημείου, που κανείς δεν εγνώριζε ποιο ήταν το μνημείο και ποια η ταυτότητά του.
Προχώρησα βαδίζοντας για εκατό περίπου μέτρα. Ανάμεσα σε πλήθος αγριόθαμνους ξεχώρισα τις τετράγωνες κοιλότητες κάποιων χορταριασμένων χαλασμάτων.
Στάθηκα και κοίταξα προσεχτικότερα. Αποψίλωσα τους θάμνους, κατέκοψα τ’ αγρίδια και τις αλισφακιές που έπνιγαν το σκιερό λιβάδι, αποκρύπτοντας τις καπακωτές κυβόπλακες μιας αρχαίας κατασκευής. Ποιος ναός να ήταν άραγε;
Ανακατωμένοι κυβόλιθοι, σκόρπιοι κάτω από τα θάμνα περιμένουν τους ανασκαφείς και τους ερευνητές για να δώσουν, επιτέλους, το όνομα στον τόπο και στον αρχαίο Ναό…
«Παλιοκλήσι», θα μου πει πως τον λένε τον τόπο, λίγο αργότερα ο παπάς στο Καλέντζι.

Περπατώντας στο Καλέτζι
Ξαναπαίρνω τον δρόμο για το Καλέντζι. Στο 12ο χιλιόμετρο διακρίνω μια ολόφωτη στροφή που τραβάει για τον περιφερειακό.
Διαγράφω ένα τόξο πάνω από το χωριό, με τα σπίτια αποκάτω μου και έναν πανέμορφο δρυμό από πάνω. Έλατα, γάβροι και πουρνάρια καλύπτουν την κουστωδία ενός πυκνού δάσους σκεπασμένου από την καταχνιά. Άνθρωπος κανείς. Αφήνω το αμάξι και τον αμαξωτό και εισχωρώ στην ομίχλη του χωριού. Ωραία πέτρινα καλντερίμια στριφογυρίζουν στους μαχαλάδες και τις όμορφες ρούγες του. Φτάνω στην πλατεία. Το χωριό είναι αρκετά μεγάλο, κεφαλοχώρι δείχνει, αλλά άνθρωπος κανείς. Μια μικρή χαριτωμένη πλατεία με υπέροχη διπλή κρήνη και τενεκέδες που κάποιος τις έχει επεξεργαστεί ζωγραφίζοντας όλες τους τις επιφάνειες. Ωραίο θέαμα, αλλά άνθρωπος κανείς.
Κάτω από την πλατεία έρημο, παρατημένο κι ενοχικό διαισθάνομαι πως νιώθει το σπίτι που γεννήθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Δίπατο, ολοπέτρινο, αλλά παρατημένο. Από τα μπαλκόνια του αντικρίζει τον κάμπο της Ηλείας, το Ιόνιο, την ιστορία που έγραψε ο «γέρος της δημοκρατίας». Ένα μικρούλι φως αναδύεται ανάμεσα στα σύννεφα, ύστερα από τη σύντομη βροχή.
Συνεχίζω τον περίπατό μου μέσα στο χωριό. Ψάχνω έναν άνθρωπο, να ρωτήσω, να μάθω, ν’ αφουγκραστώ.
Νάτος, οδηγώντας αμάξι, ο πρώτος – και μοναδικός – κάτοικος στο Καλέντζι. Είναι ο παπα-Θόδωρος, όπως μου συστήνεται, από το Βελιμάχι, που έχει σπίτι πάνω από του Παπανδρέου.
«Έλα να σε φιλοξενήσω», μου λέει, κι ύστερα σοβαρεύεται και μηχανικά σχεδόν απολογείται για τους χωριανούς. Χτίσανε, χτίσανε, ό,τι βλέπεις εδώ γύρω, αλλά κανείς δεν έμεινε. «Ξέρεις», μου λέει, «για το Δέλβινο της βόρειας Ηπείρου; Όπως κι εκεί που δεν έμεινε κανείς, έτσι κι εδώ, έρημο το κατάντησαν οι άνθρωποί του».

Ο καταρράκτης του Τεθρέα στην καρδιά του Ερύμανθου

Προς Αλεποχώρι
Φεύγω από το Καλέντζι με μια αστείρευτη μελαγχολία που ταιριάζει με την καταχνιά του τοπίου, τα μουντά χρώματα του φθινοπώρου και τις άδειες ψυχές του χωριού.
Παίρνω τον δρόμο για τον γυρισμό. Στα έξι χιλιόμετρα στρίβω δεξιά κι ακολουθώ τις πινακίδες που με οδηγούν στο Βελιμάχι, τη Σπαρτιά και το Αλεποχώρι. Στη διαδρομή ξεκρίνω μια πινακίδα που σε ένα χιλιόμετρο οδηγεί στη Μονή των Αγίων Πάντων. Την ακολουθώ. Σε ενάμισι χιλιόμετρο βρίσκομαι στον πάτο μιας θρασεμένης ρεματιάς που πνίγει στο πράσινο τα βυζαντινά κεραμίδια μεγάλου κυκλικού μοναστηριού. Έχει τη μορφή παλιάς φρουριακής μονής, ανακαινισμένης, αλλά μη κατοικήσιμης.
Επιστρέφω στη διασταύρωση και παίρνω την κατεύθυνση για Σπαρτιά. Ο δρόμος είναι πολύ στενός, αλλά το τοπίο ανοίγει τις πύλες του κι αποκαλύπτει ένα εκπληκτικά δυσεύρετο παράδεισο κατακλυσμιαίας πέτρας και γκρεμών.
Η Σπαρτιά είναι χτισμένη στο φρύδι ενός γιγαντιαίου βράχου καλύπτοντας και τις δυο ράχες του. Περνάω ανάμεσα από τη χαίτη του βράχου δυσκολευόμενος αρκετά. Λίγοι άνθρωποι καταγίνονται με τις προετοιμασίες του χειμώνα που ήδη έχει πλακώσει από νωρίς.
Ύστερα κατηφορίζω σ’ έναν επικίνδυνο γκρεμό γεμάτο στροφές. Άσπρα βέλη με ακολουθούν πάνω στο οδόστρωμα. Μαζί με κόκκινα σημάδια στους βράχους. Πού να πάνε τάχα; Ένα πιτσιρίκι που βρίσκω να τριγυρνάει στο μελαγχολικό ύπαιθρο του Ερύμανθου και το ρωτώ μου εξηγεί όλο πρόθυμη ικανοποίηση ότι αυτό είναι το μονοπάτι του Ερύμανθου που πάει στην Ολυμπία. Το βαφτίσανε Δόλιχο. Δεν αργώ να το διαβάσω σε επανειλημμένα συνθήματα που είναι ζωγραφισμένα στα βραχάκια.

Το φαράγγι και οι καταρράχτες του Τεθρέα
Σε μια από τις στροφές όμως του κατηφορικού δρομίσκου για το Αλεποχώρι, παρατηρώ σωλήνες που ακολουθούν μια φαρδιά πέτρινη στράτα, η οποία οδηγεί στα σπλάχνα του μεγάλου φαραγγιού. Σταματώ. Ψιλοβρέχει. Ο τόπος είναι από εκείνους τους ορεινούς κυκεώνες της πέτρας, όπου οι χαράδρες του δημιουργούν την εικόνα μιας πολλαπλής επιφάνειας κατά πλάκας. Δίαυλοι και διεισδύσεις στο σώμα του βουνού τέμνουν τις κατακρημνίσεις, ενώ από παντού ξεχύνεται ένα καταρρακτώδες μάγμα λίθων και βραχοτομών.
Φοράω αδιάβροχα και ακολουθώ τα κόκκινα σημάδια της πέτρινης στράτας που τραβάνε βαθιά μέσα στους πολυδαίδαλους τροπικούς του Ερύμανθου. Εκεί όπου τα παραπετάσματα των βουνών και οι γυμνοί γρανίτες αποτελούν τη μόνιμη κατοικία των εξορισμένων ψυχών. Μια μικρή πινακίδα μού δείχνει τρεις oρειβατικές διαδρομές: Η πρώτη για τον Ωλωνό (τη μεγάλη κορυφή του Ερύμανθου), η δεύτερη για τη Μουγγίλα (κορυφογραμμή του Ερύμανθου) κι η τρίτη για το Λιβάρτζι και τη Βλασία (κεφαλοχώρια του ανατολικού Ερύμανθου)…
Δεν παίρνω καμιά από δαύτες. Αντίθετα θ’ ακολουθήσω το μονοπάτι για τους καταρράκτες του Τεθρέα, τις πηγές του, κάτω από τις μεγάλες κορυφές και τη Μονή των Ταξιαρχών. Αυτή η διαδρομή που είχα ξανακάνει πριν δέκα χρόνια, θεωρώ πως είναι μια από τις απολαυστικότερες στο Μοριά.
Τώρα τα χρώματα του ποταμού, με τα σφεντάμια, τα πλατάνια και τους γάβρους που είναι χρυσοκίτρινα, με οδηγούν από ένα μεγάλο ύψος της ορθοπλαγιάς στα σπλάχνα του βουνού.
Το μονοπάτι είναι δυσδιάκριτο, αλλά ανηφορίζει εύκολα προς τη νότια πλαγιά του ποταμού. Μπαίνω σε δρυοδάσος, διασχίζοντας δυο τρεις καλύβες βοσκών. Σκαρφαλώνοντας το μονοπάτι ξεχωρίζω ψηλά στην κορυφή προωθημένου βράχου έναν άσπρο σταυρό. Σε μισή ώρα ακούω το βουητό μιας αρμαθιάς νερών που κατρακυλάνε στο φαράγγι του Τεθρέα. Βγαίνω από το μονοπάτι κι ανηφορίζω ελεύθερα στην κρημνώδη βραχοπλαγιά προς το μαζικό βουητό των υδάτων. Από το βάθος της ορεινής δαντέλας διακρίνω μια λευκή λεπτή μεμβράνη η οποία σουρώνει από το ύψος δυο κοιλωμάτων προσφέροντας στον διαβάτη μια σκαλωτή αυτοκινούμενη εικόνα νερών. Λίγο πιο ψηλά ο ίδιος καταρράχτης δυναμώνει τις εικόνες με τα πολλαπλά του επίπεδα.
Επιστρέφω στο μονοπάτι που αρχίζει πια να κατηφορίζει. Δεξιά κι αριστερά οι ορθοπλαγιές συνωθούνται προς το αέναο στόμιο του φαραγγιού διαγράφοντας αλλεπάλληλα σουρωτήρια.

Στη Μονή Ταξιαρχών
Πάνω από την αστάθμητη κουκίδα του κορμιού μου βοούν απίθανα και κατακλυσμιαία εκτάρια βραχωδών εξάρσεων και καταιγισμοί συντριπτικών υδάτων. Ένα τοπίο απόκοσμο είναι, γεμάτο σιφόνια και δαντέλες πλασμάτων της αρχέτυπης φύσης.
Στέκομαι να μεταλάβω την αρχέγονη δημιουργία του θείου. Και δε βλέπω σχεδόν καθόλου ότι στο βάθος, σε κείνο το μεταφυσικό βάθος πεδίου, υψώνεται, μέσα στην ορθόδοξη μαρτυρία της φύσης, το μικρούλι πέτρινο καθολικό της Μονής Ταξιαρχών. Που μοιάζει με αλληγορία φαντάζοντας κολλημένο στον κάθετο βράχο κι αποτελώντας τη φυσική προβολή του τρίτου μεγάλου καταρράκτη που στριμώχνει τα νερά του βαθιά στην καρδιά του Ερύμανθου, εκεί όπου τα πανύψηλα τείχη του βουνού προεκτείνουν και συνάμα αποκλιμακώνουν το δέος αναπέμποντας τη δική τους λειτουργημένη δέηση στον πλαστουργό των αθέατων αυτών κινημάτων της σοφίας.
Εδώ πια μνημειώνεται κάθε εντύπωση κι απογειώνει ο Ερύμανθος τα θαυματουργά του πλοκάμια…
Η κάθε τέτοια Στιγμή πνίγεται από τα οράματα που γεννιούνται εδώ μέσα με τέτοιο σοφό κι ακατέργαστο τρόπο που ο άνθρωπος αδυνατεί να τα συλλάβει, αλλά και να τα ερμηνεύσει.
Γι’ αυτό χαλάλι του. Που έφτασε ώς εδώ και που έζησε αυτό που του έλαχε να ζήσει…

Νοέμβρης του ’17

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το