Τοπικά

«Στεγνός» από νερό ο κάμπος – Περιορισμένα τα υπόγεια υδατικά αποθέματα στη Μαγνησία

Η ανύπαρκτη διαχείριση των υδάτων στο θεσσαλικό υδατικό διαμέρισμα και η ανομβρία έχουν «στεγνώσει» τον κάμπο της Μαγνησίας και σε 25 ημέρες που θα ξεκινήσει το πότισμα σε σιτάρια, ενεργειακά φυτά και όσπρια οι πομόνες της άρδευσης θα φτάσουν σταδιακά στο «κόκκινο».
Οι καλλιεργητές θα στραφούν, όπως κάθε χρόνο, με μεγαλύτερη ένταση στους υπόγειους υδροφορείς και η κατάσταση για μια ακόμη χρονιά θα βρεθεί εκτός ελέγχου.
Τα αποθέματα είναι περιορισμένα και σήμερα βρισκόμαστε στην κατάσταση να αντλούνται συνεχώς νερό από βαθύτερα στρώματα με πολύ υψηλό ενεργειακό και οικονομικό κόστος, ενώ γεωτρήσεις στερεύουν μετατρέποντας τα χωράφια σε ξηρικά.
Η Θεσσαλία είναι η μεγαλύτερη χαμηλή πεδιάδα και έχει μια σχετικά χαμηλή βροχόπτωση (500 χιλιοστά χρόνο στην Ανατολική και 700 στη Δυτική) πολύ λιγότερη από τις Δυτικές πλευρές των ορεινών όγκων της χώρας που έχουν βροχοπτώσεις πάνω από 1000 χιλιοστά βροχής. Έχει ετήσια εξάτμιση λίγο λιγότερο από 1 μέτρο.

Υποδομές κάλυψης των αναγκών στη θεσσαλική λεκάνη σε έναν περιορισμένο βαθμό συγκριτικά με τις ανάγκες υπάρχουν, όμως το έλλειμμα υδάτων με βάση τις ανάγκες της Γεωργίας υπερβαίνει τις υποδομές αυτές κατά πολύ. Το αρδευτικό νερό σήμερα κοστίζει υπερβολικά για τον Θεσσαλό αγρότη που τον κάνει λιγότερο ανταγωνιστικό. Στη Θεσσαλία αρδεύονται περίπου 2,5 εκατομμύρια στρέμματα, κυρίως αροτραίες καλλιέργειες με χαμηλό εισόδημα. Εκτρέφονται 117.763 βοοειδή, 1.620.000 αιγοπρόβατα και 146.749 χοίροι. Είναι εμφανής η επικράτηση των εκτατικών καλλιεργειών και η μικρή κτηνοτροφία.

Ο Θεοφάνης Γέμτος ομότιμος καθηγητής, Τμήματος Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος, Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ο Τάσος Μπαρμπούτης πολιτικός μηχανικός, υποστηρίζουν σε μελέτη τους ότι παρά τις επισημάνσεις των ειδικών και τις πιέσεις της Αυτοδιοίκησης της περιοχής, η διαχείριση του νερού δεν έχει για την ώρα προσλάβει τον χαρακτήρα μιας συντονισμένης προσπάθειας μέσω ενός οργανωμένου συστήματος ,με θεσμική κατοχύρωση, με προσδιορισμό του πλαισίου δράσης και – το κυριότερο – με τη συμμετοχή και έλεγχο από τους χρήστες των υδάτων στην όλη διαδικασία.
Επισημαίνουν ότι πρέπει να υπάρξει η θεσμοθέτηση ενός Ενιαίου Φορέα στη Θεσσαλία που θα συγκεντρώσει τις διάσπαρτες αρμοδιότητες ανά Υδατικό Διαμέρισμα, ο οποίος θα μετράει, θα σχεδιάζει, θα ελέγχει και θα λογοδοτεί.
Εάν δεν υπάρξει ένα εξειδικευμένο μακρόπνοο σχέδιο, δεν εκπονηθούν οι σχετικές μελέτες των επιμέρους έργων και δεν ιεραρχηθούν κατά προτεραιότητα οι αναγκαίες παρεμβάσεις, δυστυχώς το υδατικό έλλειμα στη Θεσσαλία θα παραμένει, οι τοπικιστικοί ανταγωνισμοί θα διατηρούνται και η περιβαλλοντική καταστροφή στα επιφανειακά και κυρίως στα υπόγεια συστήματα θα επεκτείνεται αντί να περιορίζεται. Με άλλα λόγια θα παραμείνουμε στην περίοδο των αποσπασματικών επιλογών και της «ανώριμης» διαχείρισης των υδάτων της Θεσσαλίας.

Δυστυχώς τα αποθέματα είναι περιορισμένα και σήμερα βρισκόμαστε στην κατάσταση να αντλούμε συνεχώς από βαθύτερα στρώματα με πολύ υψηλό ενεργειακό και οικονομικό κόστος, ενώ γεωτρήσεις στερεύουν μετατρέποντας τα χωράφια σε ξηρικά.
Οι επενδύσεις που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια στη Θεσσαλία για την «αξιοποίηση» (και από ένα σημείο και μετά την καταστροφή) των υπογείων υδροφορέων εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 1 δισ. ευρώ (σημερινές αξίες).

Η ετήσια κατανάλωση ενέργειας από τη λειτουργία των γεωτρήσεων στο θεσσαλικό κάμπο ανέρχεται 7 περίπου σε 700 GWh ετησίως, δηλαδή δύο υδροηλεκτρικά έργα του μεγέθους της Μεσοχώρας θα πρέπει να λειτουργούν για να καλύπτουν κάθε χρόνο τις ανάγκες αυτές. Ταυτόχρονα τα έργα του Αχελώου συνάντησαν ποικίλα εμπόδια και παραμένουν ημιτελή, ενώ, εκτός του Σμοκόβου, του ρουφράκτη Γυρτώνης και της Κάρλας, δεν προωθήθηκαν προς υλοποίηση άλλα έργα ταμίευσης τα οποία ενδεχομένως θα επιδρούσαν ανακουφιστικά στην υπερεντατική εκμετάλλευση των υπόγειων υδάτων και θα περιόριζαν την καταστροφή.

Σήμερα το 50% των καλλιεργούμενων εκτάσεων αρδεύεται και δίνει σημαντικά υψηλότερο εισόδημα από τις ξηρικές καλλιέργειες. Η σημερινή πραγματικότητα αποτυπώνεται και στις παραδοχές που περιέχονται στο σχέδιο διαχείρισης υδάτων Θεσσαλίας όπου αναφέρεται ότι τα ύδατα που αντλήθηκαν έως σήμερα από τα μη ανανεώσιμα αποθέματα των υπόγειων υδροφορέων ανέρχονται σε περισσότερα από 3.000 εκατ. κυβικά μέτρα νερού [ποσότητα ισοδύναμη με την κατανάλωση πόσιμου νερού στην Αττική για 8 χρόνια. Η εκπληκτική αυτή ποσότητα υδάτων θα πρέπει να «επιστραφεί» σταδιακά στην κατεστραμμένη θεσσαλική γη. Αυτό προβλέπεται να γίνει συνδυαστικά μέσω εξοικονόμησης και μείωσης των αντλούμενων υδάτων, παράλληλα με έργα εμπλουτισμού, σε μια περίοδο 60 ετών κάτι που με τη διαδικασία και τις ετήσιες ποσότητες που προτείνει το σχέδιο διαχείρισης υδάτων πρακτικά δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Οι μεταβαλλόμενες συνθήκες κάνουν δυσκολότερη την επίλυση του προβλήματος υπάρχει μείωση των βροχοπτώσεων, η αύξηση των ημερών καύσωνα, η αύξηση των έντονων καιρικών φαινομένων με πλημμύρες, διάβρωση εδαφών κ.λπ.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το