Τοπικά

Σε αναπηρικό καρότσι έξω από σούπερ μάρκετ…

Σε κάποιους ανθρώπους η μοίρα επιφύλαξε άσχημη πορεία. Όπως στον 70χρονο Αχιλλέα, που χρόνια τώρα είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καρότσι και προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην από τον οίκτο των συνανθρώπων. Η ζωή σε άλλους επιφύλαξε χρήματα, δόξα και μεγαλεία και άλλους τους καταδίκασε στη φτώχεια και την διαρκή πάλη για τον επιούσιο.

 

Το να είσαι καθηλωμένος σε ένα καρότσι και να ζητάς την βοήθεια των ανθρώπων, δεν είναι εύκολο. Πρέπει να μπορείς να το κάνεις. Και ο Αχιλλέας Πολύζος το κάνει εδώ και χρόνια, αφού τα λίγες δεκάδες ευρώ που του έχει χορηγήσει το Κράτος ως επίδομα ανικανότητας, δεν επαρκούν για την επιβίωσή του.
Δεν είναι ο μοναδικός που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, ωστόσο αντιπροσωπεύει ακόμη μία κατηγορία ανθρώπων που υφίστανται σοβαρό πλήγμα από την οικονομική κρίση.
«Δεν βγαίνει, όπως παλαιότερα. Από τη μια η κρίση, από την άλλη ψωνίζουν οι πιο πολλοί με κάρτα, δεν υπάρχει ρευστό», δηλώνει ο κ. Αχιλλέας, που βαδίζει στα 70…
Γεννημένος στα Τρίκαλα, υιοθετημένος, όπως αναφέρει, έζησε από μικρός την κακοτυχία και τις δυσκολίες της ζωής.

 
«Στα τέσσερά μου χρόνια αρρώστησα από πολιομυελίτιδα, που ήταν πολύ διαδεδομένη τότε. Ο πατέρας μου είχε ταβέρνα εδώ παρακάτω, στη 2ας Νοεμβρίου, «Τα Τρίκαλα». Δεν πήγα σχολείο, παρά μόνον δύο μήνες λόγω της αρρώστιας», σημειώνει ο κ. Αχιλλέας, διακοπτόμενος από έναν περαστικό, που ρίχνει κέρματα στο σακουλάκι.
Κάθε πρωί, γύρω στις 9 ένας φίλος του τον μεταφέρει με το καρότσι έξω από το μεγάλο σούπερ μάρκετ στην Βασσάνη. Κάθεται στην έξοδο του καταστήματος και έχει δίπλα του το σακουλάκι για την βοήθεια που περιμένει από τους συνανθρώπους του.
«Οι συνθήκες ήταν δύσκολες τότε. Παπάρα γάλα το πρωί, φασολάδα το μεσημέρι, φρούτα το βράδυ. Πήγα μόνον δύο μήνες σχολείο στη Μακρυρράχη, γιατί είχα μια θεία δασκάλα, που ήθελε να με βοηθήσει», θυμάται.

 
«Αφού δεν πήγα σχολείο, δούλευα δεξιά και αριστερά. Ξεκίνησα στα αναψυκτικά «Νέκταρ», Τ. Οικονομάκη με Βασσάνη, μετά σε μια έκθεση επίπλων στην Ερμού. Ύστερα στα υδραυλικά, στον Αχιλλέα τον Ζήκο», αναφέρει, προσπαθώντας να θυμηθεί τις επιχειρήσεις, όπου δούλεψε για το μεροκάματο.
«Μετά έκανα κληρώσεις, σοκολάτες και τσιγάρα, σε ταβέρνες και τσιπουράδικα, πούλαγα και λαχεία. Δύσκολες εποχές. Τότε έσπασα το ισχίο μου και έμεινα στο καρότσι. Πάνε δέκα χρόνια τώρα… Μεγάλη ζημιά. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, αν δεν έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου. Αναγκάστηκα να βγω για βοήθεια», επισημαίνει με πικρία, για την τύχη που του επιφύλαξε η μοίρα.
Τα μάτια του βουρκώνουν, όταν αναφέρει πως πάει έξω από τα σούπερ μάρκετ για βοήθεια. Δεν την επαιτεί όμως, γιατί παρά τα όσα προβλήματα έχει, είναι υπερήφανος.
Δεν κλαίγεται, δεν εκλιπαρεί λέγοντας ότι έχει παιδιά να θρέψει… Στέκεται εκεί, στο καρότσι, λέγοντας την καλημέρα ή την καλησπέρα ανάλογα, στον περαστικό, του δώσει δεν του δώσει χρήματα.
«Τις Κυριακές πάω στην Παναγία Τρύπα, στη Γορίτσα. Τι να κάνω. Μόνος στη ζωή. Ας είναι καλά μια γυναίκα, που με βοηθάει. Με καθαρίζει, με πλένει. Έχω και την επικαρπία ενός σπιτιού, διαφορετικά με νοίκι θα είχα πεθάνει», σημειώνει με αναστεναγμό, καθώς υπάρχουν και χειρότερα.
Πάντως και έτσι όπως είναι, δε μένει με σταυρωμένα χέρια. Ζωγραφίζει και φτιάχνει χειροποίητα τάβλι ο κ. Αχιλλέας, που θυμάται έναν παλιό φίλο, ο οποίος κάποτε έβαλε στο σακουλάκι 50 ευρώ…
«Σήμερα δεν δίνει λεφτά ο κόσμος, όπως παλαιότερα, γιατί δεν έχει. Ύστερα είναι και η κάρτα. Οι πιο πολλοί ψωνίζουν με κάρτα, οπότε δεν δίνουν χρήματα». «Αν μπορείς, πάρε μου ένα σταφιδόψωμο», ζητάει, κλείνοντας την συζήτησή μας.

ΣΤ. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το