Πολιτισμός

“Με βλέπεις;” – Ένα επίκαιρο και ταυτόχρονα συναρπαστικό και θεραπευτικό βιβλίο

Της Mαρίας Αλμπανίδου,
νομικού MSc, ποιήτριας

Καλημέρα, καλημέρα αγαπημένοι φίλοι και αγαπημένες φίλες! Επειδή, όπως είχε πει το 1852 στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» ο Καρλ Μαρξ, «ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση πως όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται, σαν να πούμε, δυο φορές. Ξέχασε να προσθέσει, τη μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα», σας έχω ένα επίκαιρο, πολύ επίκαιρο και ταυτόχρονα πολύ συναρπαστικό και θεραπευτικό βιβλίο από δύο μεγάλες κυρίες της λογοτεχνίας, σε μία εξαιρετική και καλαίσθητη, πολύ όμορφα εικονογραφημένη έκδοση που μιλά για το lockdown. Το πρώτο lockdown. Του Μαρτίου.
Είναι το βιβλίο «Με βλέπεις;» της Φωτεινής Τσαλίκογλου και της Τασούλας Επτακοίλη από τις εκδόσεις Καστανιώτη, του Σεπτεμβρίου του 2020.
H Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης με καθηγητή τον Ζαν Πιαζέ και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Είναι συγγραφέας επιστημονικών βιβλίων και δοκιμίων. Μυθιστορήματά της έχουν ανέβει στο θέατρο, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και κυκλοφορούν στην Ευρώπη και την Αμερική. Το μυθιστόρημα 8 ώρες και 35 λεπτά (The Secret Sister, Europa Editions) διακρίθηκε από το World Literature Today ως ένα από τα πιο αξιοπρόσε¬κτα μεταφρασμένα βιβλία του 2015 στην Αμερική. Η ιταλική του μετά¬φραση (La Sorella Segreta) από τον Μαουρίτσιο ντε Ρόζα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Έρ¬γου Ελληνικής Λογοτεχνίας σε Ξένη Γλώσσα.

Η Τασούλα Επτακοίλη γεννήθηκε το 1968 στη Σάμο και μεγάλωσε στον Πειραιά. Αποφοίτησε από το Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά από τη διδασκαλία προτίμησε τη δημοσιογραφία. Έχει εργαστεί στο ραδιόφωνο (Μελωδία FM 99,2 και ΑΘΗΝΑ 9,84), σε εφημερίδες και περιοδικά. Από το 2003 είναι συντάκτρια στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Έχει γράψει άλλα έξι βιβλία: Το άλλο μου ολόκληρο (Εκδόσεις Πατάκη, 2016), μια προσωπική μαρτυρία για την απώλεια, την ποιητική συλλογή Η γυναίκα στο ασανσέρ (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018), το μυθιστόρημα Κέρμα στον αέρα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019), καθώς και τον Γουργούρη (Εκδόσεις Πατάκη, 2017), τον Γκάρη (Εκδόσεις Πατάκη, 2019) και την Τσαγιέρα που ανθίζει (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019) – ιστορίες για παιδιά, αλλά όχι μόνο. Ζει στην Αθήνα.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Βρισκόμαστε στο δεύτερο lockdown. Στον δεύτερο εγκλεισμό. Στη δεύτερη καραντίνα. Πόσο χρήσιμο και βοηθητικό, αλλά και απολαυστικό εν τέλει θα ήταν ένα βιβλίο που θα μιλούσε για το πρώτο lockdown; Θα σας έλεγα δεν ξέρω αν θα ήταν χρήσιμο ένα οποιοδήποτε βιβλίο για την καραντίνα, αλλά το συγκεκριμένο είναι κάτι σαν μία αχνιστή κούπα μυρωδάτου καφέ την ώρα που την απολαμβάνεις το πρωί, καθώς κι εγώ που σας το προτείνω, το διάβασα σχεδόν ολόκληρο στην αρχή αυτής της δεύτερης περιόδου και μου άφησε αυτή ακριβώς την αίσθηση. Αυτό το βιβλίο σε κάνει να θες να το διαβάσεις και να το ξαναδιαβάσεις, ειδικά στις μέρες που διανύουμε.
Δύο γυναίκες συνομιλούν. Μιλούν μεταξύ τους ανταλλάσσοντας emails την εποχή του πρώτου lockdown. Μιλούν όμως και με τους εαυτούς τους. Μιλούν με τις γάτες τους, τις γαζίες στους δρόμους, τα σαλιγκάρια στους στύλους. Μιλούν με πολλά πράγματα. Κυρίως βρίσκουν τρόπους μέσα στη μοναξιά και τη βουβαμάρα και επικοινωνούν, εκφράζονται, νιώθουν, ζουν, ανακαλύπτουν πράγματα και υπάρχουν. Βρίσκουν τρόπους να ταξιδεύουν ψυχοθεραπευτικά σ’ όλη αυτή την περίοδο σχολιάζοντας ό,τι συμβαίνει στον κόσμο και γύρω τους.

Σχολιάζουν τη φωτογραφία που κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από τη Γουχάν, το ground zero της πανδημίας στην Κίνα. Ένας νεαρός γιατρός, ο Λιου Κάι, πήρε την πρωτοβουλία να βγάλει στον έρημο περίβολο του νοσοκομείου στο οποίο εργαζόταν έναν ογδονταπεντάχρονο ασθενή προσβεβλημένο από τον κορωνοϊό, για να δουν μαζί τη δύση. Κάποιος συνάδελφος του Κάι τούς αποθανάτισε – τον ηλικιωμένο στο κρεβάτι του και τον γιατρό όρθιο δίπλα του με προστατευτική στολή και μάσκα – με φόντο τον ήλιο, που έδυε πάνω από τους γιγάντιους ουρανοξύστες της κινέζικης πόλης. Μία πραγματικά συγκλονιστική εικόνα.
Συζητούν ακόμα για το γεγονός ότι η ομορφιά έχει πάντα κάτι τρομακτικό. Για το ότι είναι αντιφάρμακο θανάτου. Πως, ακόμα και στο έσχατο όριο της ζωής, το κόκκινο δεν παραπέμπει μόνο στο αίμα. Είναι και το χρώμα ενός δειλινού. Πως, τα χρώματα δεν έχουν πατρίδα, ταξιδεύουν ελεύθερα και δεν τα αλλοιώνει ο θάνατος, δεν τα τρομάζει. Κι ένας γιατρός που σταματάει το φορείο του για να θαυμάσει με τον ασθενή του το δειλινό, είναι αντίδοτο θανάτου.
Συζητούν στα emails τους για το γεγονός ότι κατά την περίοδο της προηγούμενης καραντίνας τα οικοσυστήματα των μεγαλουπόλεων του πλανήτη άλλαξαν. Ένα κοπάδι ελάφια έκαναν βόλτες σε μία γειτονιά του Λονδίνου. Καμιά δεκαριά γαζέλες διέσχισαν έναν απροσπέλαστο μέχρι πρότινος αυτοκινητόδρομο στο Ντουμπάι. Ένα πούμα έφτασε μέχρι το κέντρο του Σαντιάγκο της Χιλής. Στο Σαν Φελίπε του Παναμά τα ρακούν έστησαν παιχνίδι στην άλλοτε πολυσύχναστη παραλία. Αγριογούρουνα κατέβαιναν συχνά από τους γύρω λόφους στις πλατείες της Βαρκελώνης. Γεράκια πετούσαν πάνω από τη Νέα Υόρκη.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου αναφέρεται σε κάποιο email της με αφορμή τη γιορτή της μητέρας στις 10 Μαΐου στη γνωστή συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου, που ήταν και στενή φίλη της. Μάλιστα έχουν γράψει μαζί το βιβλίο «Μήπως», που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ένα διαλογικό βιβλίο. Αναφέρεται λοιπόν, στη σχέση της Μαργαρίτας με τη μητέρα της, την άλλη Μαργαρίτα, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, τη γνωστή πεζογράφο και θεατρική συγγραφέα, που έγραψε το πολύ γνωστό βιβλίο «Τα ψάθινα καπέλα» το 1946 και έχει γράψει επίσης το σενάριο για την πρώτη ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Μαγική Πόλις» το 1954 σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, μια ταινία σταθμό για τον ελληνικό κινηματογράφο, όπως επίσης και το σενάριο για τη «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασέν το 1962, επίσης πολύ σημαντική ταινία. Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη το 1946 έφυγε για το Παρίσι και εκεί συνδέθηκε με τους Καστοριάδη, Καμπά, Αξελό, Ελύτη και ήρθε σε επαφή με τα πρωτοποριακά ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Όμως η σχέση της με την κόρη της δεν ήταν η καλύτερη. Όπως αναφέρει η Φωτεινή Τσαλίκογλου στο email της, η Λυμπεράκη άφησε την κόρη της τριών μηνών στην Αθήνα για να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Η Μαργαρίτα Καραπάνου έμενε με τη γιαγιά της και δυστυχούσε. Όλο αυτό δημιούργησε μία ταραγμένη σχέση με τη μητέρα της, που καθόρισε τον μετέπειτα ψυχισμό της. Η Φωτεινή Τσαλίκογλου λίγες μόνο φορές τη θυμάται να προφέρει τη λέξη «μαμά». Είχε την αίσθηση ότι στα χείλη της Καραπάνου η λέξη αυτή αποκτούσε υπερφυσικές δυνάμεις. Αρκούσε απλά και μόνο να πει «μαμά» για να ανοίξουν οι ουρανοί στα δύο.

Πόσο υπέροχα πράγματα μας λέει αυτό το συναρπαστικά εξαιρετικό βιβλίο! Και «πειράζοντας» ελάχιστα ένα σημείο του, θα κλείσω με δύο λόγια από τις ίδιες τις συγγραφείς:
Ας κάνει μία υπόκλιση ο καθένας από μας όταν τελειώσει όλο αυτό σε όσα έχασε ή πρόκειται να χάσει. Ένα πλάσμα που θυμάται είναι ο άνθρωπος. Υποκλίνεται σε ό,τι έχει χαθεί. Αλλιώς δεν υπάρχει αύριο.
Καλή σας ανάγνωση.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το