Άρθρα

Πριν από 100 χρόνια – Αναμνήσεις του Ηρακλή Ν. Ντρέγκα (1898 – 1986) από τη Μικρασιατική Εκστρατεία

Έχουν περάσει 100 και πλέον χρόνια από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και οι αναμνήσεις των αυτοπτών μαρτύρων της εποχής εκείνης είναι πάντα ενδιαφέρουσες.  Ο Καναλιώτης (της Καρδίτσας) Ηρακλής Ν. Ντρέγκας, έζησε τις περιπέτειες εκείνες και τις περιγράφει με πολύ απλό και κατανοητό τρόπο, τον Οκτώβριο του 1977.
Ήταν πατέρας του γνωστού δάσκαλου του Βόλου Νικολάου Ηρακλή Ντρέγκα. Κατετάγην στρατιώτης στις 4.5.1918, στο πρώτο σύνταγμα Ευζώνων, στη Λάρισα. «Ήμασταν εγώ, ο Δημήτριος Καπνουτζής, ο Δημήτριος Μάστορας, ο Χρίστος Γαλανάκης, ο Διονύσιος Πάσχος, ο Θωμάς Λαγός, ο Στέργιος Θέος και ο Αλέκος Ρίζος. Στις 20 Μαΐου μου έδωσαν άδεια 20 μέρες για θερισμό σιτάρια στο χωριό. Γύρισα στη Λάρισα. Αφού μας γύμνασαν μερικές μέρες, ήλθαν οι αξιωματικοί και διάλεξαν για άλλα σώματα. Εμένα με έστειλαν στο ορειβατικό πυροβολικό, στην πρώτη πυροβολαρχία. Θεωρία μια μέρα στο ορειβατικό, την άλλη μέρα στο πεδινό, διότι ήμασταν δυο πυροβολαρχίες και αλλαζόμασταν.

Με βάζουν να φορτώσω τον σωλήνα του πυροβόλου. Μου φάνηκε βαριά δουλειά. Έψαξα και βρήκα τον Σόλωνα Φασιανό και του είπα να ενεργήσει να με βάλουν ημιονηγό, που δεν πιάνει να φορτώσει. Οδηγεί το μουλάρι. Αλλά ο ανθυπασπιστής αντέδρασε. Και έτσι έμεινα στα ίδια, σκοπευτής.
Τον Φεβρουάριο του 1919 έγινε απόσπαση για τη Μακεδονία. Μια βραδιά βαρεί προσκλητήριο και συνέχεια σιωπητήριο για να μας κλείσουν μέσα και να βγάλουν την αυριανή αποστολή. Εγώ το βράδυ δεν παρουσιάστηκα, με σκοπό να φύγω. Πήγα και κοιμήθηκα στο σπίτι του Κώστα Απρίλη.
Πρωί – πρωί οι σαλπιγκτές μπροστά και συνέχεια οι στρατιώτες. Βλέπω τον Αγαμέμνονα Ζούμπο στην τρίτη τριάδα. Το απόγευμα παρουσιάστηκα. Μόλις με είδε ο επιλοχίας, αμέσως στο πειθαρχείο. Ώσπου ήρθε η «Αργώ» να μας πάρει για την Καβάλα. Ξενύχτι το βράδυ στο καράβι και το πρωί στην Καβάλα. Πάμε στο Φρουραρχείο. Αποστολή οι πυροβοληταί για το Πράβι, όπου ήταν τα έμπεδα. Πήγαμε στο Πράβι. Φθάσαμε Μεγάλη Παρασκευή. Πάμε στο Φρουραρχείο και βλέπουμε την περίπολο υπό μάλης τα όπλα. Μας διατάζει το Φρουραρχείο να γυρίσουμε στην Καβάλα. Διότι τα έμπεδα της πρώτης μεραρχίας εκεί θα τα βρούμε. Γυρίσαμε στην Καβάλα όπου βρήκαμε τα έμπεδα. Ήταν ο Απόστολος Μπαρούτας, ο Γιάννης Γαλάνης, σαλπιγκτής, ο Λάμπρος Μόσιαλος, μόλις έγινε ανθυπολοχαγός, ο Νίκος Μανώλης, ανθυπολοχαγός -γλίτωσαν οι σκαμνιές στη Δισκαριά- ο Διομήδης Κολοβός και άλλοι.

Καθίσαμε μερικές μέρες πίσω στο υδραγωγείο της Καβάλας και μετά μας πήραν και πήγαμε σ’ ένα σημείο στα Χάνια. Βούλιαζε ο δρόμος και κουβαλούσαν αμμοχάλικα κι εμείς τον στρώναμε. Σε λίγες μέρες φύγαμε πεζή και πήγαμε στη Δράμα. Ξενυχτίσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Το πρωί ήρθε το τραίνο, μας βάλανε μέσα και στη γέφυρα του Στρυμόνα κατεβήκαμε. Περάσαμε πεζή την ξύλινη γέφυρα. Ήρθε το άλλο τραίνο, μπήκαμε μέσα, και γραμμή στη Θεσσαλονίκη. Κατασκηνώσαμε στην Τούμπα, στην Αγία Παρασκευή μερικές μέρες…

Καναλιώτες στη Μικρασιατική Εκστρατεία
…Ένα πρωί ήρθαν μερικοί αξιωματικοί του πυροβολικού και ζήτησαν πυροβολητές. Βγήκαμε έξω όσοι ήμασταν του πυροβολικού. Μας πήραν και μας φέρανε στους στρατώνες του πυροβολικού, όπου σχημάτισαν μια μοίρα του 9ου συντάγματος πεδινού πυροβολικού. Εμένα με βάλανε στην 4η πυροβολαρχία και μας βάλανε να κάνουμε ξυστρί στα άλογα. Καθώς κάναμε ξυστρί ο λοχαγός του πυροβολικού επόπτευε, πώς κάναμε το ξυστρί, με πλησιάζει και με ρωτά τι γράμματα ξέρω. Του λέγω απόφοιτος Σχολαρχείου. Και μου λέγει: Άφησε τα είδη ιπποκομίας και πήγαινε στο γραφείο της πυροβολαρχίας. Ο λοχαγός λεγόταν Βάρφης Γεράσιμος, Πελοποννήσιος. Πήγα και ανέλαβα καθήκοντα βοηθός σιτιστή. Σιτιστής ήταν ο Ορφανός Γεράσιμος, Αθηναίος, άπλυτος, βρομερός. Όταν ερχόταν ο λοχαγός ποτέ δεν καθόταν στο πλευρό του. Βρωμούσε. Ερχόταν δίπλα σε μένα.

Μόλις συμπληρώθηκε η μοίρα ήρθε η «Αργώ», το αρματαγωγό, μας βάλανε μέσα και στις 13 – 14 Μαΐου 1919 ξεκινήσαμε για τη Σμύρνη, Μικρά Ασία, διότι την κατέλαβαν τη Σμύρνη οι δικοί μας. Η 1η μεραρχία αποβιβάστηκε και καταυλιστήκαμε στο στρατηγείο των τουρκικών στρατώνων. Καθίσαμε 15 μέρες. Εκεί έγινε λίγο προέλαση και καταλάβαμε τη Μαινεμένη. Καθίσαμε στη Μαινεμένη 8 – 10 ημέρες. Μας ήλθε μια αποστολή στρατιώτες και συμπλήρωμα από τα έμπεδα Λαρίσης, όπου έτυχε να είναι στην αποστολή, κλάσεως 1919 – 1920 και ο Γρηγόρης Κατέρης του Στεργίου, ελάτης. Τον βάλανε στο δεύτερο στοιχείο ελάτης έμπροσθεν πυροβόλου.

Το ίδιο βράδυ μας κάνανε αιφνιδιασμό οι τσέτες (άτακτοι Τούρκοι οπλισμένοι). Αλλά στο φυλάκιο που πέσανε ήταν ένας πυροβολητής. Μόλις τους αντελήφθη, φώναξε «στα όπλα» και συνάμα πυροβόλησε. Ο διοικητής της μοίρας διατάζει τον λοχαγό να βάλουν από ένα φυσίγγι και τα 4 πυροβόλα σε όλες τις διευθύνσεις για εκφοβισμό. Συνάμα με τον συναγερμό, οι άνδρες όλοι λάβανε θέση μάχης. Αλλά τα πυρά του φυλακίου σταμάτησαν. Φωνάζει ο λοχαγός:
Ποιος λοχίας μπορεί να πηγαίνει στη Σμύρνη για να ειδοποιήσει το σύνταγμα, διότι είχαν κόψει τα καλώδια από τα τηλέφωνα. Πετάχτηκε ένας δεκανέας Χιώτης.
Εγώ κυρ-λοχαγέ, αλλά θα πάρω όποιο άλογο θέλω.
Ναι, σύρε στο στάβλο και πάρε όποιο θέλεις.
Πήρε το άλογο ενός ανθυπολοχαγού, του Διαμαντόπουλου Κωνσταντίνου.

Την άλλη μέρα προέλαση. Καταλάβαμε τον Κατσιαμπά, συνέχεια τη Μαγνησία και συνέχεια το Αχμετλή, όπου καταυλιστήκαμε. Εκεί βρήκαμε την 5η πυροβολαρχία, όπου υπηρετούσε ο Αγαμέμνων Ζούμπος. Τον βρήκαμε να μας λέγει ότι εδώ είναι ο Γκαραγκούνης ή Βλαχογιάννης από το χωριό.
Με παραμονή 10 ημερών στο Αχμετλή, ήρθε ο καιρός να αντικαταστήσουμε την πυροβολαρχία από την προφυλακή. Φύγαμε και πήγαμε στο Καστέλ, ένα μικροχώρι. Τοποθετήσαμε τον έναν ουλαμό κάτω από το χωριό στον σιδηροδρομικό σταθμό και τον άλλο ουλαμό στις Σάρδεις.
Μια μέρα πήγα εκεί να κάνω διανομή συσσιτίου, άρτο. Τότε είδα τα ανάκτορα του Κροίσου από μάρμαρο Πεντέλης και αραβικά γράμματα.

Ο πρώτος ουλαμός είχε να κάνει με ένα τουρκικό πυροβόλο, το οποίο ήταν τοποθετημένο πίσω από μια ραχούλα απέναντι από το Μαίανδρο ποταμό. Και δεν το έβρισκε το δικό μας πυροβόλο. Έγινε προέλαση. Προχωρήσαμε, περάσαμε το ποτάμι, φθάσαμε στο πίσω μέρος της ράχης, όπου ήταν το πυροβόλο. Αυτό είχε και στρατό πεζικό και άρχισε να πυροβολεί. Δεν χάνει καιρό ο λοχαγός, διατάζει το πυροβόλο προς πυροβόληση και αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Πιάσαμε το τμήμα με όλο το επιτελείο. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ένας Γάλλος αξιωματικός, μαζί με τη γυναίκα του. Και τον έζεψαν να ακολουθεί το πυροβόλο, το οποίο μας έβαζε στο Καστέλ.
Εκεί που προχωρούσαμε βρήκαμε και έναν λόχο ελληνικό. Μέσα ήταν ο Απόστολος Σακκάς, ο οποίος γύρισε από την Οδησσό, όπου πήγε το σύνταγμα του Κονδύλη. Τους κυνήγησαν οι Ρώσοι με το τραίνο, διότι βρήκαν ένα ποτάμι πλατύ σε απόσταση, με νερό αλλού 80 πόντους, αλλού ένα μέτρο. Ώσπου τους έφεραν στη Ρουμανία και τους άφησαν, και μέσω της Μαύρης Θάλασσας ήλθαν στην Τουρκία και ανταμωθήκαμε. Τον γνώρισα στις πλάτες. Είχε έναν σταυλώνα και σφυροειδές φανάρι και το όπλο στις πλάτες. Τον βάρεσα στις πλάτες. Γυρίζει και με βλέπει.
Βρε πώς από δω;
Κάνουμε προέλαση.

Προχωρήσαμε να καταλάβουμε το Ουσάκ. Κέντρο καλό. Εκεί βρήκα τον Κωνσταντίνο Πνάκα, τον Φώτιο Κολοβό, τον Χρίστο Τέττα, τον Βάιο Χαραλάμπου, τον Αγαθοκλή Μιχάλη, έναν λόχο καροποιών και έναν Σκλατινιώτη, ο οποίος ερχότανε και δούλευε στους Παποστολαίους.
Στο Ουσάκ καθίσαμε πολύν καιρό. Εκεί πήγα να παραλάβω ψωμί και ήλθε το τραίνο. Ήταν μέσα ο Λάμπρος Μακρής, ο Αλέκος Στεργίου, ο Σπύρος Κωτούλας, ο Λουκάς Πέλλης, ο Γεώργιος Κατέρης και ο Λάμπρος Σδρόλιας (παπα-Λάμπρος).
Ξανά προέλαση για την Προύσα. Εκεί καθίσαμε λίγο καιρό.

Συνέπεσε να κατέβω στη Σμύρνη για να αλλάξω μερικές μάσκες από την Προύσα. Λαβαίνω γράμμα από τον Γιώργο Ντρέγκα, τον μεγαλύτερο αδερφό μου, με τον ίδιο τομέα 908. Κατέβηκα στην αποβάθρα και ρώτησα τους σκοπούς, εάν ήλθε καμιά αποστολή από την Παλιά Ελλάδα. Μου λέγουν ότι ήλθαν από τη Λάρισα και τους πήγαν στη Βορνόβα, όπου ήταν τα έμπεδα. Σηκώθηκα και πήγα. Μόλις έφτασα βρήκα τον Περικλή Παπαθεοδοσίου και μου λέγει ότι ήλθε ψες ο Γιώργος. Φωνάζει μια φορά και να τον παρουσιάστηκε.
Ο Γιώργος έφυγε από την Αμερική, τη Βοστόνη, όπου ήταν 9 περίπου χρόνια και ήλθε στην Ελλάδα. Μόλις ήλθε τον συνέλαβε η αστυνομία. Το έστειλε στα έμπεδα Λάρισας. Και αυτομάτως με την πρώτη αποστολή για τα έμπεδα της Σμύρνης. Μικρά Ασία. Μου έδωσε το ωρολόγιο που είχε. Τον άφησα κι έφυγα. Γύρισα στο τμήμα μου.
Ξανά προέλαση για το Εσκή Σεχίρ. Αλλά ήταν Μάρτης και σταματήσαμε στο Ιναί Ολύμπου. Έγινε ψηφοφορία για βασιλιά και βγήκαν οι βασιλόφρονες, οπότε ξανά προέλαση. Καταλάβαμε το Εσκή Σεχίρ με δυο φορές επίθεση. Την πρώτη μέχρι την αυγή και τη δεύτερη κατάληψη με μεγάλη μάχη το τέταρτο ιππικό της ταξιαρχίας ιππικού.
Επιθεώρησε τα στρατεύματα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ξανά προέλαση για την Άγκυρα, όπου στο Γόρδιο μας έβγαλε λόγο ένας αξιωματικός και μας είπε ότι εδώ ο Μέγας Αλέξανδρος είπε το «όποιος κόμπος δεν λύνεται με το χέρι λύνεται με το μαχαίρι»…
Συνεχίζεται
Βόλος, 1977, επιμέλεια: Κ. Μαυρομμάτης

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το