Άρθρα

Πνεύμα και Συνείδηση

του Δημήτρη Σιάτρα

προοίμιο
Η αλληλοπεριχώρηση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ανθρώπου, του πνεύματος και της συνείδησης, δεν είναι θέμα μιας απλής θεωρητικής περιδιάβασης, αλλά μιας βαθύτερης γνωστικής ανάγκης αναφορικά με την υπαρξιακή υφή του ανθρώπου.
Η πνευματική ικανότητα σύλληψης, διάγνωσης και αξιολόγησης των αισθητών και των νοητών πραγμάτων είναι προϋπόθεση σχηματισμού της πεποίθησης που αποκαλείται συνείδηση. Και η συνείδηση γίνεται, με τη σειρά της, βάση και αφετηρία των διερευνητικών και παραγωγικών εκδηλώσεων του πνεύματος. Στην αμφίδρομη σχέση των καθοριστικών αυτών στοιχείων στηρίζεται η πνευματική οντολογία του ανθρώπου.
Το πνεύμα και η συνείδηση του ανθρώπου εκβλαστάνουν στο έδαφος που λέγεται ζωή. Η αφηρημένη αυτή έννοια αποδίδει, προκειμένου για τον άνθρωπο, μια πολλαπλή συνθήκη, που δεν περιλαμβάνει απλώς ένα πλέγμα βιολογικών λειτουργιών, αλλά και ένα σύνολο ψυχοπνευματικών αναγκών και εκζητήσεων.
Η αυταξία της ζωής είναι αδιαμφισβήτητη. Επομένως, στη σχέση μεταξύ της ζωής και του διδύμου πνεύματος – συνείδησης, το πρωτείο ανήκει στη ζωή.
Η ζωή αποτελεί τη βάση και τη δικαιολογία ανάπτυξης όλων των ανθρώπινων αξιών, όπως λ.χ.: η επιστήμη ως προσπάθεια διάσωσης των λειτουργιών της ζωής, η ηθική ως σύστημα αρχών για τη σωτηρία των ζωτικών ανθρώπινων σχέσεων, η αισθητική ως ανάγκη εξωραϊσμού των χώρων και των τρόπων της ανθρώπινης ζωής, η κοινωνική δεοντολογία για τη σωτηρία της συλλογικής ανθρώπινης ζωής.
Είναι αυτονόητο ότι οι πνευματικές – όπως και οι υλικές – εκζητήσεις του ανθρώπου είναι απότοκες των αναγκών της ύπαρξής του, που πληρούται από τη ζωή.

το πνεύμα
Ο όρος «πνεύμα» χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει όχι απλώς τα παράγωγα της ανθρώπινης διάνοιας, αλλά μια ευρύτατη, αφηρημένη και απόλυτη αξία, στην οποία εντάσσονται υπερβατικές οντότητες και μη υλικές ενεργοποιήσεις – δημιουργίες του ανθρώπου. Σ’ αυτή την έννοια ανάγονται λ.χ.: ο «Νούς» του Αναξαγόρα, η αριστοτελική εκδοχή του «Νού», ο «Νούς» του Πλωτίνου, ο «Νούς» του Πρόκλου, το «απόλυτο πνεύμα» του Hegel κ.λπ. Η θεώρηση αυτή οδήγησε τον φιλόσοφο K. Bransvig στην παραδοχή ότι αυτός ο «Νούς» και το «απόλυτο πνεύμα» είναι πλάσματα μεταφυσικά.1 Πάντως, κατά την προαναφερθείσα εκδοχή, το πνεύμα δεν είναι απλώς η έκφανση και το αποτέλεσμα κάθε ατομικής νοητικής λειτουργίας του ανθρώπου, αλλά μια καθολική αξία συντεθειμένη από πολλές και οικείες παραγωγικές συνιστώσες.
Ο G. Hegel παρέστησε την πνευματική λειτουργία ως κυκλική κίνηση, με την έννοια ότι το πνεύμα διατρέχει εποπτικά την ζώσα πραγματικότητα και καταλήγει πάλι στο πνεύμα. Σ’ αυτό το πέρας, όπου το πνεύμα αναγνωρίζει τον εαυτό του (δημιουργία αυτοσυνείδησης), βρίσκεται η απόλυτη γνώση.2
Στο πλαίσιο ενός τυπικά και επιστημονικά αναγκαίου προσδιορισμού, το πνεύμα αποτελεί έκφανση και ανάλογη έκταση του ανθρώπινου νοείν. Αυτονόητη είναι, επομένως, η συνεκδοχική ταύτισή του με τον «νού» (σε ευρεία έννοια).
Όλα συλλαμβάνονται (νούς ορά και νούς ακούει), διακρίνονται και αξιολογούνται στο νοητικό επίπεδο, όπου σχηματίζονται και οι κατηγορίες με τις οποίες δομείται η γνώση. Κατά τον G. Hegel, «… ο νούς, που ο εαυτός του είναι απόλυτα αδιαίρετος, έχει το περιεχόμενό του απέναντί του ως μια σκληρή ενεργό πραγματικότητα, κι ο κόσμος εδώ ορίζεται ως κάτι εξωτερικό…».3 Σε αναγγελία της έκδοσης της «Φαινομενολογίας του πνεύματος» του G. Hegel, γραμμένη από τον ίδιο, αναφέρεται ότι το έργο αυτό περιλαμβάνει: «… διάφορα σχήματα του νού ως σταθμούς του δρόμου διά του οποίου ο νούς γίνεται καθαρό επίσταμαι ή απόλυτος νούς».4
Στο πνεύμα, εκτός από την γενική αντιληπτική, διαγνωστική και παραγωγική δυνατότητα, αναγνωρίζεται ειδικότερα ότι:
– ενεργοποιείται για τη σύλληψη των αισθητών και των υπεραισθητών όντων,
– επιδιώκει τον εντοπισμό και την περιγραφική, συμβολική ή ερμηνευτική, απόδοση της ουσίας των πραγμάτων (φαινομένων),
– ισοδυναμεί με μια αντικειμενική παρουσία μέσα στον χώρο του ιστορικού, ακόμη και όταν οι αναφορές του έχουν υπερχρονικό και υπεριστορικό χαρακτήρα,
– η ελευθερία του πνεύματος, ως αυθύπαρκτη και – μακάρι – ως επίσημα αναγνωρισμένη δυνατότητα, κινεί την αναζήτηση της αλήθειας, η οποία, ακόμη και ως προσωρινή παραδοχή, γίνεται αφετηριακή βεβαιότητα για την περαιτέρω εξελικτική πορεία του ανθρώπου,
– οι μορφές της οργανωμένης ανθρώπινης ζωής γίνονται, κάτω από την επίδραση των πνευματικών εκζητήσεων, ευρύτερες και τελειότερες από τις μορφές που διαγράφουν οι καθαρά υλικές παραγωγικές διαδικασίες,
– με τις πολλαπλές εκφάνσεις του, το πνεύμα συγκροτεί την υποδομή της παιδείας, διαμορφώνει την οργανωτική της και προδιαγράφει την αποστολή της ως προσπάθεια ανύψωσης της ανθρώπινης συνείδησης σε ανώτερη στάθμη.

η συνείδηση
Ως συνείδηση νοείται καταρχήν η βαθύτερη γνώση του υποκειμένου σχετικά με τον εαυτό του, με τους άλλους και με τον έξω κόσμο, η ικανότητά του να διακρίνει τις ηθικές αξίες και απαξίες, καθώς και η θεληματική ένταξή του σε χώρους ιδεών. Η συνείδηση του υποκειμένου σχηματίζεται στη βάση μιας σειράς σταθερών παραδοχών (πεποιθήσεων).
Η αυτεπίγνωση του ατόμου προϋποθέτει την αυτοθεώρησή του σχετικά με τις ιδέες του, τις επιλογές του, τις ενεργοποιήσεις του και τη στάση του απέναντι στους άλλους ανθρώπους ως άτομα και ως ομάδες.
Η αυτοσυνείδηση, πέρα από την αίσθηση των βιολογικών αντικτύπων στον εαυτό, προϋποθέτει και την αντίληψη της ύπαρξης των άλλων, οι οποίοι βρίσκονται έξω από τον αισθαντικό κύκλο της βιολογικής προδιαγραφής του ατόμου. Με εξαίρεση του κατά κανόνα στιγμιαίου συναισθήματος του οίκτου, η επικοινωνία με τους άλλους περιορίζεται στο επίπεδο μιας κοινωνικά ρυθμισμένης συνύπαρξης και δεν φθάνει ως τη διείσδυση ή τη μετοχή στην υποκειμενική πραγματικότητα των άλλων.
Στη φιλοσοφία της ύπαρξης, η παρουσία του «άλλου» αποτελεί κομβικό θέμα. Ο J-P. Sartre θεώρησε ότι ο «άλλος» είναι αντικείμενός μου, συγχρόνως δε αποτελεί υποκείμενο που βλέπει εμένα ως αντικείμενο. Αισθάνομαι ότι «είμαι ορατός σαν αντικείμενο», όταν ντρέπομαι ή όταν βρίσκομαι σε αμηχανία. Συνεπώς, ο «άλλος» που με κοιτάζει, παραβιάζει την υποκειμενικότητά μου και προκαλεί στο είναι μου ένα ρήγμα, από το οποίο εκχύνεται η ελευθερία μου. «Πρωταρχική πτώση μου είναι η ύπαρξη του άλλου – η κόλαση είναι οι άλλοι». Απέναντι στον «άλλον», αμύνομαι με το ντύσιμο, με την ντροπή και, κάποτε, με την επίθεση.5 Ο Gabriel Marcel υποστήριξε ότι το υποκείμενο, όταν βρίσκεται σε μια «εγωκεντρική αυτοδούλωση», συλλαμβάνει τον «άλλον» ως αντικείμενο.6
Από οντολογική άποψη, ως συνείδηση του ανθρώπου εκλαμβάνεται η υποδομή της νοητικής του λειτουργίας, που είναι συντεθειμένη από θεμελιακές προσλαμβάνουσες και συγχρόνως υπόκειται στην καθοριστική επίδραση νέων κυρίαρχων προσλήψεων. Η συνείδηση ανήκει στο πνευματικό είναι του ανθρώπου, το οποίο ο P. Teilhard de Chardin προσδιόρισε με την ονομασία «νοόσφαιρα»7, αποτελεί δε την πεμπτουσία της πνευματικής σύστασης του ανθρώπου. Ως πνευματική λειτουργία, η συνείδηση εκτιμά, με την οικεία γνωστική εμβέλεια του υποκειμένου της, τις επιστημονικές αποκαλύψεις και τις ιστορικές καταστάσεις. Βασικό συστατικό της συνείδησης είναι το πνεύμα, που τείνει προς το γιγνώσκειν τον κόσμο, δηλαδή προς την εκπλήρωση του προορισμού της συνείδησης. Η συνείδηση είναι το πνευματικό υπόβαθρο του ανθρώπου. Έχει ατομικό χαρακτήρα και συνίσταται οντολογικά σε μια πνευματική αυτοτέλεια. Αυτό που ορίζεται παραδεκτά ως συλλογική συνείδηση είναι ο εν ελευθερία κοινός προσανατολισμός των ατόμων προς ορισμένες παραδοχές και αξίες.
Κατά τη διδασκαλία του Hegel, ουσία (wese) του ανθρώπου είναι η αυτοσυνείδησή του (αυτο-αναγνώριση), που επέρχεται ως αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής ακολουθίας παραδοχών οι οποίες αυτοκαταργήθηκαν, γράφοντας έτσι την ιστορία της συνειδησιακής εξέλιξης. Η θεώρηση αυτή συλλαμβάνει τη συνείδηση ως προϊόν μιας ιστορικής διεργασίας.8
Εντυπωσιακή είναι η εκδοχή του J-P. Sartre αναφορικά με τον οντολογικό προσδιορισμό της συνείδησης, σε σχέση μάλιστα με την πίστη. Στον οντολογικό προσδιορισμό «συνείδηση της πίστης», η πίστη αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο της συνείδησης.
Εντούτοις, παρά τους ιδιάζοντες εννοιολογικούς χρωματισμούς των όρων, η «συνείδηση της πίστης» είναι πίστη, και η πίστη είναι «συνείδηση της πίστης». Ο καθένας από τους όρους αυτούς εισδύει νοηματικά και καθοριστικά στον άλλον (αλληλοπεριχώρηση)9.

συγκεφαλαίωση
Συνείδηση του ανθρώπου είναι η αυτεπίγνωσή του ως έμβιου όντος μέσα στον κόσμο, και ως ατομικής ύπαρξης σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Η συνύπαρξή του με τους άλλους ανθρώπους είναι αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη της ανθρώπινης ζωής. Επομένως, ο άνθρωπος οφείλει να εξουδετερώσει, με ανάπτυξη της φυσικής του δωρεάς (πνεύματος) και με πρακτική – ατομική και κοινωνική – μέριμνα, όλες τις αρνητικές τάσεις του. Ο M. Heindegger υποστήριξε ότι το «είναι» (sein) του ανθρώπου αποτελεί ένα «συνείναι» (mit-sein), το οποίο προϋποθέτει την κατά συνείδηση ζωή.
Το συνειδέναι έχει ως βασικό στοιχείο το Είναι που γνωρίζουμε, η δε γνώση είναι στοιχείο εν πορεία και βρίσκεται πάντοτε ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο. Κατά τον λόγο του J-P. Sartre, «οπωσδήποτε υπάρχει μια αλήθεια της γνώσης, αλλά η αλήθεια αυτή… παραμένει αυστηρά ανθρώπινη»10.
Η συνείδηση, ως πεμπτουσία της πνευματικής υπόστασης του ανθρώπου, έχει έναν πολλαπλό ρόλο:
– την αναγνώριση και αξιολόγηση του φυσικού κόσμου και των λειτουργιών του,
– την τελική υποδοχή της γνώσης,
– την εκτίμηση και αποδοχή των αξιών της ζωής,
– την ανίχνευση των λυτρωτικών διεξόδων του ανθρώπου.
Ένα διάψαλμα του S. Kierkergaard, αναφέρει: «Έφτασα στη γνώση της αλήθειας, αλλά όχι στη λύτρωση. Τί πρέπει να κάνω; Πράξε, λένε οι άνθρωποι»11.

Σημειώσεις
1. Gabriel Marcel, Πίστη και Πραγματικότητα (στο Είναι και Έχειν), μτφ. Ν. Μακρής, Αθήνα 1978, σελ. 198.
2. Βλ. G. Hegel, Φαινομενολογία του πνεύματος, μτφ, Γ. Φαράκλας, Αθήνα 2007, σελ. 291-292, 326 επ., 710 επ. Επίσης βλ. G. Lichtheim, Lu cacs, μτφ. Θεοδωρακάτος, Αθήνα 1972, σελ. 37.
3. G. Hegel, όπ.π., σελ. 443.
4. Βλ. παράρτ., στου G. Hegel, όπ.π.
5. J-P. Sartre, Το είναι και το μηδέν, μτφ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα 2007, τ.Α’, σελ. 416 επ., 428-429, 572-573.
6. Βλ. G. Marcel, Μεταφυσικό ημερολόγιο (1928-1933), σημ.: 11ης, 27ης και 30ης Μαρτίου 1931, καθώς και της 10ης Μαρτίου 1933, μτφ. Ν. Μακρής, Αθήνα, 1978.
7. Βλ. περ. «ΕΠΟΧΕΣ», τ. 28/1965, σελ. 87.
8. Βλ. Δ. Σιάτρα, Φιλοσοφία και Επιστήμη, εφ. «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» του Βόλου, φύλ. Της 16-7-2017.
9. Βλ. J-P. Sartre, όπ.π., σελ. 139-140.
10. J-P. Sartre, όπ.π., σελ. 315.
11. S. Kierkergaard, Διαψάλματα, μτφ. Η. Νικολούδης, Αθήνα 2009, σελ. 59.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το