Πολιτισμός

Πίσω από τον μπερντέ του Καραγκιόζη – Ο Βολιώτης Δήμος Βουγιούκας ταξίδεψε με την παράστασή του στις Βρυξέλλες 

Αγαπημένος ήρωας των παιδικών μας χρόνων. Πάντοτε ξυπόλητος, καταφρονημένος, αλλά και βουτηγμένος στη φτώχεια, συχνά επιστράτευε την πονηριά του και κάθε λογής τεχνάσματα για να επιβιώσει. Ταυτίστηκε με τον φουκαρά Έλληνα και, ίσως, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που μικροί και μεγάλοι εξακολουθούν να συγκινούνται μαζί του. Η θρυλική φιγούρα του Καραγκιόζη δεν έχει πάψει να ψυχαγωγεί, αλλά και να μας διδάσκει, σε μία ιδιότυπη μορφή θεατρικής λαϊκής τέχνης, την οποία ο Δήμος Βουγιούκας υπηρετεί πιστά πολλά χρόνια τώρα. Ο πολυτάλαντος Βολιώτης καλλιτέχνης με αφορμή την παράσταση Καραγκιόζη που έδωσε πριν από λίγες ημέρες στις Βρυξέλλες, μίλησε για τη σχέση του με το ελληνικό Θέατρο Σκιών που για τον ίδιον έχει καταστεί, πλέον, τρόπος ζωής.

Ο Δήμος Βουγιούκας, ο οποίος είναι γνωστός στο κοινό και για την κλίση του στη μουσική (είναι σολίστ στο ακορντεόν με μία αξιοζήλευτη καριέρα), έμαθε τη μοναδική ετούτη τέχνη στο πλευρό ενός σπουδαίου καραγκιοζοπαίκτη. Από τις αυτοσχέδιες παραστάσεις που έδινε πιτσιρικάς στη Νέα Ιωνία, ο 35χρονος Βολιώτης διδάχθηκε τα μυστικά του Καραγκιόζη στο πλευρό του Θανάση Σπυρόπουλου. Κι όταν ένιωσε έτοιμος, άνοιξε τα… φτερά του και ξεκίνησε να δίνει τις δικές του παραστάσεις, τόσο στην Ελλάδα, όσο και το εξωτερικό. Όπως ακριβώς συνέβη την περασμένη εβδομάδα που ταξίδεψε στο Βέλγιο, με τον Δήμο Βουγιούκα να περιγράφει την εμπειρία του στις Βρυξέλλες: «Βρεθήκαμε εκεί για ένα φεστιβάλ που γίνεται κάθε χρόνο. Στις 9 Ιούνη συνόδευσα με το ακορντεόν την Κατερίνα Τσιρίδου, η οποία τραγουδάει ρεμπέτικα. Οι διοργανωτές φέτος είχαν αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ την 2η ημέρα έδωσα παράσταση Καραγκιόζη».
Όσο για το πότε ασχολήθηκε πρώτη φορά; Ο Δήμος Βουγιούκας απάντησε: «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου» και πρόσθεσε: «Βέβαια, ο Θανάσης Σπυρόπουλος είναι ο δάσκαλός μου. Πριν καμιά 15αριά χρόνια ανταμώσαμε σε ένα φεστιβάλ. Εκεί γνωριστήκαμε, πήγα μετά και τον βρήκα στο θέατρό του. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι και με τον γιο του, ο οποίος επίσης ασχολείται με τον Καραγκιόζη. Έβλεπα τον Σπυρόπουλο και έμαθα τα κόλπα της δουλειάς. «Μπολιάζεσαι», όπως συμβαίνει σε κάθε μορφή παραδοσιακής τέχνης. Πόσο μάλιστα στον Καραγκιόζη που δεν έχεις κάποιο σενάριο στα χέρια σου, μετράνε μόνο ο αυτοσχεδιασμός και ο προφορικός λόγος. Έτσι σιγά-σιγά ασχολήθηκα επαγγελματικά, αν και δεν δίνω αρκετές παραστάσεις λόγω της μουσικής. Με απορροφάνε οι συναυλίες, αλλά και τα παιξίματα εδώ και εκεί. Αυτό με υποχρεώνει να δίνω επιλεκτικές παραστάσεις Καραγκιόζη».

Η ζωή του 35χρονου καλλιτέχνη μοιράζεται ανάμεσα στις νότες και τον Καραγκιόζη, αλλά ο ίδιος δείχνει πως τα καταφέρνει εξίσου καλά και στα δύο. «Με τη μουσική ξυπνάω και κοιμάμαι. Ενορχηστρώνω, γράφω, έχω διάφορα projects σε εξέλιξη, αλλά ο Καραγκιόζης είναι τρόπος ζωής», εξομολογήθηκε ο Δήμος Βουγιούκας, ο οποίος στη συνέχεια αναφέρθηκε στη σημασία του Καραγκιόζη στο σύγχρονο γίγνεσθαι: «Ο Καραγκιόζης συμβολίζει πολλά πράγματα, τα οποία μεταδίδεις σε μικρούς και μεγάλους μέσα από το έργο. Είναι ο ήρωας που εκφράζει το λαό, όπως το σαράι συμβολίζει το παλάτι και την εξουσία. Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο θέαμα παραμένει ζωντανό. Είναι ακόμη επίκαιρο, αλλιώς θα χανόταν, θα μετατρεπόταν σε μουσειακό είδος. Όπως στην Τουρκία που σχεδόν δεν υπάρχει πια κι ελάχιστοι καραγκιοζοπαίκτες συντηρούν την τέχνη. Φυσικά, εκείνο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι ο ελληνικός Καραγκιόζης δεν έχει καμία σχέση με τη μορφή του επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε παιζόταν στους τεκέδες από Εβραίους, Αρμένιους, Έλληνες, Τούρκους, Αιγύπτιους, Βούλγαρους κ.ά. Υπήρχαν βωμολοχίες, σεξιστικά σύμβολα. Στην ελληνική εκδοχή του εκσυγχρονίστηκε, ανανεώθηκε, προστέθηκαν τα Κολλητήρια, γράφτηκαν διδακτικά έργα και στην ουσία ο Καραγκιόζης μετατράπηκε σε ελληνικό οικογενειακό θέατρο. Το ευτύχημα είναι πως προσαρμόζεται κάθε φορά με την εποχή του, χωρίς να γίνεται κιτς. Και αυτό έχει να κάνει με την προσέγγιση που επιχειρεί κάθε καλλιτέχνης».

Η κατασκευή των φιγούρων του Καραγκιόζη είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει τη δουλειά ενός καραγκιοζοπαίκτη, με τον επιτυχημένο καλλιτέχνη να λέει: «Κάθε καραγκιοζοπαίκτης φτιάχνει τις δικές του φιγούρες. Με τη δική του τεχνοτροπία και τον τρόπο που τον εκφράζει. Υπάρχουν «πατήματα» που παίρνουμε από διάφορους τεχνίτες. Βλέπεις παλιές φιγούρες και διαμορφώνεις, κυρίως στον Καραγκιόζη, την έκφραση που θέλεις να δώσεις σε κάθε ήρωα. Αυτό προϋποθέτει και έρευνα. Πιο παλιά έπρεπε να πας σ’ έναν μάστορα, για να δεις τις φιγούρες που είχε και με την προϋπόθεση να στις έδινε. Τώρα με το διαδίκτυο, επισκέπτεσαι μία μηχανή αναζήτησης, γράφεις τη λέξη «Καραγκιόζης» και βλέπεις τόσα αποτελέσματα που μπορείς να πάρεις του κόσμου τις ιδέες. Τις φιγούρες τις κατασκευάζω μόνος μου, ως επί το πλείστον. Καμιά φορά δίνουμε και σε συναδέλφους. Ανάλογα το χρόνο που έχεις. Από πλαστικό φτιάχνονται. Είναι πιο εύχρηστες όταν γίνονται από PVC. Μπορείς να φτιάξεις σκαλιστές από χαρτόνι, αλλά και από δέρμα που είναι πιο αληθοφανείς. Ωστόσο, έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις στην κατεργασία τους».

Κλείνοντας ο Βολιώτης καραγκιοζοπαίκτης αναφέρθηκε στην προετοιμασία που κάνει κάθε φορά που στήνει τον μπερντέ του: «Η μίμηση τόσων φωνών δεν αποτελεί το πιο απαιτητικό στοιχείο μίας παράστασης. Είναι συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Πέρα από το ότι πρέπει να κάνεις διαφορετικές φωνές για 10-12 χαρακτήρες σε μία παράσταση, πρέπει να έχεις ευχέρεια στην κίνηση της φιγούρας για να αποδώσει. Και να είναι εξίσου καλός και ο βοηθός σου. Να γνωρίζει τι θα πεις κάθε φορά, ώστε να μη χάνεται ο συγχρονισμός. Θέλει επίσης να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο. Πίσω από τον μπερντέ δεν βλέπεις τους θεατές. Οπότε, αφουγκράζεσαι και ακούς. Επικοινωνείς με το κοινό κι αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί δεν το βλέπεις, αλλά οφείλεις να είσαι σε εγρήγορση για να πεις ένα επιτυχημένο αστείο ή μία έξυπνη ατάκα. Έπειτα πρέπει να συγχρονίζεις τα ηχητικά, όπως όταν δίνεις μία σφαλιάρα. Είναι ανοικτά όλα τα «ραντάρ» ενός καραγκιοζοπαίκτη. Συνταγή για την επιτυχία δεν υπάρχει. Ο συχωρεμένος ο Σπαθάρης, έλεγε: «Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε» και μ’ αυτή την ατάκα καθιερώθηκε. Το μυαλό του καραγκιοζοπαίκτη «γεννάει» εκείνη τη στιγμή. Στην επόμενη παράσταση θα «γεννήσει» άλλα πράγματα. Κι αυτό έχει να κάνει με την αντίληψη. Έτσι θα βγάλει χίλιες δυο ατάκες. Ποτέ δεν σκέφτομαι: Ωχ, τι θα πω τώρα ή πώς θα το πω, για να εξασφαλίζεις μία ροή στο έργο. Και με τη μουσική είναι ακριβώς το ίδιο. Σε βλέπει ο άλλος κι έτσι δίνεις και παίρνεις ενέργεια».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το