Τοπικά

Παράδοση πέντε γενεών που θυμίζει παλιό καλό κρασί

Για να φτιάξεις καλό κρασί πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να αγαπάς αυτό που κάνεις. Για την οικογένεια Μυλωνά, η οποία ασχολείται με την αμπελουργία και την οινοποιεία για περισσότερο από ενάμιση αιώνα, ετούτη η παράδοση κρατάει εδώ και πέντε γενιές. Μοιάζει να είναι βαθιά ριζωμένη στην πηλιορείτικη γη, έναν τόπο προικισμένο, αλλά και συνάμα δουλεμένο σκληρά. Ο μόχθος δεν πήγε χαμένος και πλέον η παραγωγή οίνου για τον Δημήτρη Μυλωνά εξελίχθηκε σε τέχνη, που αντικατοπτρίζει την αγάπη για την ίδια τη ζωή.

Η ιστορία, που θυμίζει… παλιό καλό κρασί, ξεκίνησε πολύ πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους στα τέλη του 19ου αιώνα. «Το πρώτο αμπέλι έγινε από τον παππού του παππού μου και δημιουργήθηκε στο Μετόχι, λίγο έξω από την Αργαλαστή. Ο παππούς μου γεννήθηκε το 1883. Θυμάμαι τον πατέρα μου, ο οποίος διηγούνταν μία ιστορία ότι όταν ο παππούς ήταν μικρός, πέντε ετών περίπου, τον πήγαινε ο πατέρας του και καλλιεργούσαν το κτήμα», είπε ο κ. Μυλωνάς, καθώς ξεκίνησε να εξιστορεί την ιστορία της οικογένειας που χάνεται στο βάθος του χρόνου.
Η μοναδική παύση καταγράφηκε το 1975, όταν η καλλιέργεια του αμπελιού εγκαταλείφθηκε εξαιτίας της εμφάνισης φυλλοξήρας. «Η ασθένεια που χτύπησε τότε τα κλήματα, ανάγκασε τον πατέρα μου να το αφήσει. Η φυλλοξήρα εμφανίστηκε στην Ελλάδα αρχές του περασμένου αιώνα και αφάνισε τους αμπελώνες. Κάποτε στη χώρα μας καλλιεργούνταν κοντά στα τρία εκατομμύρια στρέμματα, τώρα είναι κάπου κατά 2/3 λιγότερα. Δεν αντιμετωπίστηκε σωστά τότε και αυτό είχε αντίκτυπο στην παραγωγή. Χώρια που μετά τον Εμφύλιο είχαμε έξαρση της αστυφιλίας. Η ύπαιθρος ερήμωσε και πολλές καλλιέργειες εγκαταλείφθηκαν. Το Πήλιο δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Κάποτε έβλεπες παντού αμπέλια, ελιές και συκιές. Παλιότερα στο Νότιο Πήλιο δεν υπήρχε σπίτι, που να μην είχε το δικό του αμπέλι», σημείωσε ο Πηλιορείτης αμπελουργός, ο οποίος τις δύο τελευταίες δεκαετίες με μεθοδική και σκληρή δουλειά αύξησε τα στρέμματα που καλλιεργεί, ενώ από το 2013 λειτουργεί πρότυπο οινοποιείο στην Αργαλαστή με την παραγωγή κρασιού να ανέρχεται σε αρκετούς τόνους κάθε χρόνο.
Γέννημα-θρέμμα της περιοχής, διατηρεί έντονες αναμνήσεις από την εποχή που η μυρωδιά του μούστου κατέκλυζε τον τόπο που μεγάλωσε: «Σαν έφτανε η ώρα για τον τρύγο, κάθε σπίτι είχε γιορτή. Στο πάτημα των σταφυλιών, ψήναμε, πίναμε, γλεντούσαμε. Τότε βάζαμε τον μούστο σε βαρέλια. Ο πατέρας μου είχε μάθει από τον παππού την τέχνη του βαρελά. Είχε ένα μεγάλο πλαγιαστό βαρέλι, χωρούσε κοντά στις 5.000 οκάδες κρασί. Είχε και πόρτα μπροστά. Έμπαινε μέσα και το έπλενε με σόδα και ζεστό νερό. Έπειτα έβαζε στόφα μέσα για να καταπολεμήσει τους μύκητες. Η στόφα είναι θειάφι με μυρτιά, κι αφού τέλειωνε το καθάρισμα, έβαζε το κρασί. Ο τρύγος τότε μπορούσε να κρατήσει πολλές ημέρες. Ο παππούς μου, θυμάμαι, τρυγούσε επί ένα 20ήμερο. Πατούσε τα πρώτα, ξεκινούσε η ζύμωση, έριχνε άλλα μέσα. Το ίδιο ξανά και ξανά, μέχρι που τέλειωνε τη συγκομιδή. Το κύριο μέλημα ήταν να έχεις καλή πρώτη ύλη, καθαρά δοχεία και βαρέλια για το κρασί, αλλά και μπόλικη αγάπη γι’ αυτό που έκανες. Γενικότερα στο Πήλιο η παραγωγή κρασιού ήταν αξιομνημόνευτη. Υπήρχαν πολλές ποικιλίες που έδιναν καταπληκτικό κρασί. Κυρίως έβγαζαν ρετσίνα και πιο σπάνια λευκό ξηρό. Συναντούσες εξαιρετικές ρετσίνες στο Πήλιο, από μπατίκι ή ραζακί, ενώ και το σαββατιανό ήταν πολύ καλή ποικιλία. Είχαν επίσης ροδίτες, έβαζαν αθανασέικο, μία παραλλαγή του ροδίτη, ποικιλίες που υπάρχουν μέχρι σήμερα, αλλά αργούν να ωριμάσουν. Κατά κανόνα οι ντόπιες ποικιλίες είναι όψιμες».
Δίπλα από το αμπέλι της οικογένειας στο Μετόχι υπήρχε κι ένας νερόμυλος, για τον οποίον ο Δημήτρης Μυλωνάς θυμάται πολλά πράγματα. «Οι πρόγονοί μας ήταν μυλωνάδες. Αυτό το επάγγελμα έκαναν και κάπως έτσι προέκυψε το επίθετό μας. Ο μύλος που είχαμε, λειτούργησε μέχρι το 1967. Ήταν ο πρώτος νερόμυλος που έγινε στην περιοχή. Έπαψε να δουλεύει πριν από 50 χρόνια, όταν πέθανε ο παππούς μου από συμφόρηση. Ήταν σημείο αναφοράς οι μύλοι για το Μετόχι. Μετά τον δικό μας κατασκευάστηκε ο μύλος του Σατραζέμη, πιο κάτω υπήρχαν του Τσούγκου, του Λέκου, του Ζώπα και άλλων. Όλοι χρησιμοποιούσαν το νερό από το ίδιο αυλάκι, που κατέβαινε από ψηλά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως στον νεραύλακα υπήρχαν μέχρι και καβούρια. Τα έπιανε ο παππούς με ένα βούρλο. Τα αρμάθιαζε και τα πήγαινα στο σπίτι για να τα μαγειρέψουμε».
Ωστόσο, η εξέλιξη της τεχνολογίας οδήγησε σε παρακμή τους παλιούς νερόμυλους, με τον κ. Μυλωνά να σημειώνει: «Μέχρι που έκλεισαν, οι μύλοι έπαιρναν το αξάι. Έτσι λέγαμε την αμοιβή σε είδος στον μύλο ή στο ελαιοτριβείο, όταν ήθελαν να αλέσουν σιτηρά ή να πατήσουν ελιές. Εκείνες τις παλιές εποχές δεν υπήρχε νόμισμα. Για παράδειγμα, στην Κατοχή, μου έλεγε ο πατέρας μου, έρχονταν Τρικεριώτες. Έφταναν μέχρι το Χόρτο με τα καΐκια τους, ανέβαιναν στον μύλο μας με ψάρια στα καλάθια. Ο παππούς ήταν ψαροφαγάς και τα αντάλλασε με αλεύρι. Εκείνο το μονοπάτι ήταν των μύλων και ξεκινούσε από το Χόρτο. Μετέφεραν τα εμπορεύματα από το καλντερίμι με τα ζώα και κατέληγαν στην Αργαλαστή, που ήταν το κεφαλοχώρι. Τη δεκαετία του ’70 άρχισαν να δουλεύουν οι σύγχρονοι κυλινδρόμυλοι και εκτόπισαν τους παλιούς νερόμυλους. Δεν έφερναν όμως και στάρια όπως παλιά, η δουλειά είχε πέσει κατακόρυφα. Στην Αργαλαστή άνοιξε τότε ο πρώτος κυλινδρόμυλος που λειτουργούσε με βενζινομηχανή. Οι δικοί μου έλεγαν ότι μέχρι και από τις Μηλιές έρχονταν για αλεύρι».
Η αναδρομή στο παρελθόν ξύπνησε μνήμες στον Πηλιορείτη οινοποιό για έναν τρόπο ζωής που χάθηκε: «Οι σχέσεις των ανθρώπων τότε ήταν διαφορετικές. Τότε στα χωριά υπήρχε μία αλληλεγγύη, που σήμερα δεν τη βλέπουμε στον ίδιο βαθμό. Είχαμε το γιαρντίμ ή γιαρντίμι, μία λέξη με τουρκική ρίζα που σημαίνει βοήθεια. Έλεγε η γιαγιά στη γειτόνισσα: Θα έρθετε αύριο να μας γιαρντιμίσετε; Αυτό επαναλαμβανόταν στο μάζεμα της ελιάς, στον θέρο, στον τρύγο. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Χειμώνα-καλοκαίρι η μία οικογένεια βοηθούσε την άλλη».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το