Θ Plus

Παλαιόπολη – Περιπέτεια στον βυθό της Άνδρου

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

(Στη Μαρίνα Καραγάτση)

H Παλαιόπολη της Άνδρου είναι η μια από τις τρεις αρχαίες βυθισμένες πόλεις, των οποίων σώζονται ίχνη και λείψανά τους στην ελλαδική επικράτεια. Οι άλλες δύο είναι η μυκηναϊκή στο Παυλοπέτρι Λακωνίας και η βυθισμένη πολιτεία της Ψαθούρας.
Η Παλαιόπολη θεωρείται η πρώτη πρωτεύουσα της Άνδρου. Ακμάζει τον 6ο προχριστιανικό αιώνα και διατηρεί τα πρωτεία στο νησί για δώδεκα αιώνες. Παρόλα αυτά έλκει την καταγωγή της από τα μυκηναϊκά χρόνια, αφού βρέθηκαν και πολλά αγγεία των οποίων η προέλευση ανάγεται στα χρόνια αυτά.
Στο νησί προϋπήρχαν διάφοροι Οικισμοί που μετατοπίστηκαν στην περιοχή του Όρμου της Παλαιόπολης, επειδή η τελευταία διέθετε πολλά νερά και πυκνή βλάστηση.
Στον χώρο που σήμερα είναι πρόχειρα περιφραγμένος, κοντά στη θάλασσα, βρέθηκαν εξαιρετικά ψηφιδωτά δάπεδα που ανήκουν όμως σε ερείπια παλαιοχριστιανικών βασιλικών.
*
Είναι τρεις η ώρα το μεσημέρι. Ψήνει ο ήλιος τα σπαρτά κι η θάλασσα βουίζει. Εγκαταλείπω τον κεντρικό οδικό άξονα που οδηγεί από το Γαύριο στη Χώρα και κατηφορίζω το στενό δρομάκι για τον αρχαιολογικό χώρο της Παλαιόπολης. Από ψηλά φαντάζει υπέροχος ο γιαλός, φορεμένος κατάσαρκα από βότσαλο λευκό και μια τεθλασμένη ακτογραμμή που τη διακόπτει το φιδίσιο μπράτσο του βυθισμένου λιμενοβραχίονα, σήμα κατατεθέν της αρχαίας Άνδρου.
Δεν έχουμε θέσει ως προτεραιότητα το περπάτημα, αλλά μονάχα ένα μακροβούτι στους βυθούς της αρχαίας πόλης, αν μας το επιτρέψουν οι συνθήκες (αν μας «καθίσει» ο βυθός), λόγω των πολλών και δυνατών ρευμάτων – όπως μας έχουν επισημάνει – αλλά και το παντοδύναμο κράτος των αχινών που πλημμυρίζει το πάτωμα της βοτσαλιάς, μέσα – έξω.
Δρόμος δεν κατεβαίνει στον γιαλό, γιατί όλος ο επιθαλάσσιος, υποθαλάσσιος κι επίγειος χώρος είναι κηρυγμένος αρχαιολογική ζώνη. Εύγε τους!
Σταματούμε αρκετά ψηλά, στον δεύτερο μικρό χώρο στάθμευσης, αφήνουμε το αμάξι και βλέπουμε να κατηφορίζουν, με διακριτικές πινακίδες, δυο μονοπάτια.
Προτιμάμε το δύσβατο, γιατί σκεπάζεται από δέντρα όντας σκιερό. Μιλάει για μια κυκλική διαδρομή χιλίων μέτρων, η οποία περνάει και από την παραλία επανακάμπτοντας στο χωριό από άλλο σημείο ανάβασης.

Βυθισμένες κολώνες από τους αρχαίους σηκούς

Το μονοπάτι είναι στενό, κατηφορικό και απότομο, αλλά έχει πλούσια σκιά τόσο από τα πεύκα, όσο και από τα οπωροφόρα που αναπτύσσονται δεξιά κι αριστερά, πίσω από τις εκπληκτικές αιμασιές, τις περίφημες ανδρειώτικες πεζούλες, από τις οποίες το βλέμμα μας ανελκύει μικρά περίτεχνα περιβολάκια, καλύβια και δεξαμενές.
Στο διάβα συναντούμε και κάποιες ωραίες βρύσες με πηγές που αναβλύζουν μέσα από τις φλέβες της πλαγιάς.
Το μονοπάτι φέρει τον αριθμό (9) και κάποια στιγμή κάνει αναστροφή ανηφορίζοντας.
Εμείς συνεχίζουμε τον κατήφορο σε διακριτό και καθαρό μονοπάτι. Κάποτε όμως πέφτουμε στην περίφραξη του αρχαιολογικού χώρου που αποτρέπει τη διέλευση και την πρόσβαση στη θαλάσσια ζώνη.
Κι ενώ έχουμε φτάσει κοντά στη θάλασσα, κάνουμε αναστροφή και ξαναπιάνουμε το μονοπάτι από το σημείο που ανηφορίζει. Τελικά το μονοπάτι διαγράφει μια καμπύλη και έρχεται να διασταυρωθεί με άλλο τσιμεντένιο που κατηφορίζει πια με σκάλες και αναβαθμούς.
Από εδώ η θέα ανοίγει το κλείστρο της και βυθιζόμαστε σε έναν απέραντο θαλασσινό ορίζοντα που στο κέντρο του περικλείνει τον βυθισμένο λιμενοβραχίονα.
Τα θρυλικά στήματα των αιμασιών είναι γερμένα στο πλάι, με όρθιες πλάκες που οι αιχμές τους βυθίζονται στο γαλάζιο φαντό της θάλασσας.
Δεν αργούμε να πέσουμε την άκρη της βοτσαλιάς, κάτω από ένα ερειπωμένο οίκημα άγνωστης ταυτότητας και να αναμετρηθούμε με τις βαριές και πολύχρωμες βραχόπλακες του γιαλού.
Αναζητώ μια σκιά. Ρίχνω ένα διερευνητικό βλέμμα στη γης ετούτη. Ένας μακρύς γιαλός, ολάνοιχτος, τρίβει στο φως διαμαντικά, που μετατρέπει σε θαυμαστό αμάλγαμα το λευκό με το αστραφτερό.
Κοιτάζω με προσοχή την ακτή και βλέπω τις φλέβες των βράχων «να κατεβαίνουν από ψηλά στριμμένα κλήματα πολύκλωνα ζωντανεύοντας στ’ άγγιγμα του νερού» (*). Και λίγο παραμέσα από τα λευκοβότσαλα βλέπω μια αποικία αχινών που έχουν σφιχταγκαλιάσει τα βραχάκια της ακρογιαλιάς σηματοδοτώντας μιαν ακαριαία απαγόρευση.
Κι όμως πρέπει να βουτήξω, αφού γι’ αυτό ήρθα και δε θα φύγω αν δεν εξερευνήσω το βυθόστρωμα της Παλαιόπολης. Άλλωστε είναι και ο ένας από τους λόγους που φέτος ξαναήρθα στην Άνδρο (ο άλλος είναι οι δυο εκθέσεις, κυρίως οι «Πλόες» του Ιδρύματος Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως, αλλά και ο διαχρονικός Δημήτρης Μυταράς στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Χώρα).
Θα βουτήξω λοιπόν αγκαλιά με τους αχινούς, έστω από κάποιο σημείο που να ελαχιστοποιείται η παρουσία τους. Δεν μπορεί να είναι γεμάτος ο όρμος από τα μαύρα θαλασσαγκάθια του βυθού.
Πριν όμως εξερευνήσω τον βυθό κάνω μια προσεκτική αποτίμηση του αρχαιολογικού χώρου, στο βάθος της ακτής, πίσω από τα θερισμένα λιβάδια, όπου δεν βρίσκονται παρά λιγοστά λείψανα, καθώς τα περισσότερα έχουν αποσυρθεί και κοσμούν τα δυο μουσεία, της Παλαιόπολης και της Χώρας.
Ύστερα αναλαμβάνω να περπατήσω ολόκληρο το ακρογιάλι, από τη μια ώς την άλλη άκρη.
Βαδίζω πάνω σε πλακουτσωτές πέτρες, με διάφορα σχήματα και χρωματισμούς, σε καύκαλα αχινών και αυτοσχέδια ξυλότυπα που ξέβρασε η μήνις της θάλασσας.
Αλλά εκεί που διασχίζω τη βοτσαλιά διακρίνω έναν κατάλευκο μαρμάρινο κύβο, σχετικά μεγάλων διαστάσεων, με δυο τρύπες στα πλαϊνά του που τον γλύφει το ακροθαλάσσι και γίνεται ανά πέντε δεύτερα στιλπνότερος και πιο λευκός.
Είναι άραγε κατάλοιπο της αρχαίας κατοίκησης κι αν ναι, γιατί παραμένει εδωνά αφημένος να λευκάζει με τις ωραίες πτυχές του τον πανέμορφο γιαλό της Παλαιόπολης;
Στην άλλη άκρη του γιαλού, που είναι ηπιότερη και ευκολότερα προσβάσιμη η είσοδος στη θάλασσα, βρίσκονται αραγμένοι τρεις – τέσσερις αλλοδαποί που έχουν απομαγευτεί από το περιβάλλον, τ’ αρχαία και τις βουτιές και παίζουν σα μικρά παιδιά, σε ένα τοπίο που τους έχει καθηλώσει.
*

Ο βυθισμένος λιμενοβραχίονας της Παλαιόπολης

Ήρθε όμως η ώρα να αποτολμήσω το μακροβούτι στα κρυστάλλινα νερά της Παλαιόπολης. Παίρνω μαζί μου δένοντάς τη από τον καρπό του δεξιού χεριού την καινούργια υποβρύχια OLYMPUS και δοκιμάζω να βρω ακίνδυνα μπασίματα, ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες και τα διάκενα που αφήνουν μεταξύ τους. Πατάω σταθερά, αλλά τα νερά είναι ρηχά και μου δυσκολεύουν τη βουτιά.
Τελικά αναγκάζομαι να βουτήξω σε οριζόντια πτώση και μόλις σε βάθος μισού μέτρου προσέχοντας μη γδαρθώ από τις προεξοχές των βράχων και τις μαύρες προβολές των αχινών.
Ήδη έχω ξεφύγει από τα δόκανά τους και βρίσκομαι σε βάθος ενός μέτρου.
Μα τι θάλασσα είναι αυτή, τι βυθός, τι χλωρίδα και τι λιθόσφαιρα, απλωμένη σε όλο το εύρος του βυθού;
Όλος ο βυθός που αποκαλύπτεται κομμάτι – κομμάτι, είναι ένα εκπληκτικό ψηφιδωτό από βοτσαλωτές ψηφίδες που φτιάχνουν ένα επιδαπέδιο χαλί γεμάτο χρώματα, σχήματα και υποθαλάσσιες τέχνες. Ποιο χέρι τάφτιαξε άραγε και τ’ απόθεσε έτσι σοφά σκορπισμένα;
Κάτω από την επιφάνεια αλλάζουν μεμιάς όλα. Αποχαιρετώ ό,τι γνωρίζω μέχρι τότε και ανακαλύπτω έναν καινούργιο κόσμο, ο οποίος σε λίγο θα μου αποκαλύψει και μιαν άλλη ταυτότητα. Την ταυτότητα του βυθισμένου Απόλλωνα, μα και του Ερμή, που σύναξαν εδώ μέσα τόσα καλούδια από την αρχαία τους συναλλαγή.
Λείψανα από κίονες, ραβδωτές κολώνες, σπασμένα αετώματα, κομμένα γείσα και σηκοί από άγνωστα οικήματα ή ναούς που εξαγόραζαν τη συμβίωσή τους με τα σκόρπια ερείπια της βυθισμένης πόλης.
Τι χαρά και τι πλούτος ήταν αυτός που με φίλεψε ξαφνικά ετούτο το ριψοκίνδυνο μακροβούτι.
Μακάρι νάμουνα αρχαιολόγος και να μπορούσα με μια βουτιά – περιήγηση ειδικού ενάλιων αρχαιοτήτων να εκμετρήσω τη σοφία και την τεχνική των αιώνων που πέρασαν πάνω από το σώμα των βυθισμένων λειψάνων.
Αρκεί ωστόσο που μπορώ να βλέπω, να παρατηρώ και να ευφραίνομαι. Εδώ μια τεράστια αρχαία κολώνα, καλυμμένη από στρείδια και υποθαλάσσιες λειχήνες, εκεί μια επίστεψη με τις ριγωτές της διαγραμμίσεις, παρακεί μια σπασμένη μαρμάρινη πλάκα, δώθε ένα αυλακωτό μάρμαρο και παραπέρα ο βυθισμένος κυματοθραύστης, σε σπαστά λίθινα τεύχη, το ένα πάνω στο άλλο, καθώς παρασύρθηκαν από την ανεξήγητη καταβύθιση (σεισμός;).
Πώς να ξεχάσεις τον Αρχίλοχο από τους ποιητές, σε τούτο τον βυθό, αλλά και τον Ποσειδώνα με την Αμφιτρίτη, από τους θεούς, που γράφουν ή ζουν σε αυτόν τον ανίδωτο και παρασυρμένο από την ομορφιά κόσμο;
Μια ολόκληρη πολιτεία πλανιέται εδώ μέσα για χάρη μου. Ένας αφρός που γεννάει μιαν άγνωστη Αφροδίτη από αθάνατο δέρμα. Ναι! «Αφρός απ’ αθανάτου χροός ώρνυτο», που λέει κι ο Ησίοδος…
*
Περνούνε από το πλάι μου διαβατάρικα ψάρια που τριγυρίζουν στους πυθμένες χρησιμοποιώντας τ’ αρχαία κατάλοιπα ως κρύπτες, θαλάμια και σκάλες για περατζάδες και σούρτα φέρτα. Να και μια σμέρνα, ολόθυμη, παιχνιδιάρα, με τα χρώματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, να σουλατσάρει μέσα από κάθε βραχάκι αφήνοντάς μας άναυδους με τα σκέρτσα της.
Τα σημάδια από τον βυθισμένο λιμενοβραχίονα είναι πια ορατά και ψαύσιμα σχεδόν. Δεν μπορώ ν’ αφήσω ούτε στιγμή το υποθαλάσσιο αυτό υπερθέαμα για να συγκεντρωθώ κάπου αλλού.
Πρέπει όμως κάποτε να βγω, γιατί πλακώνει το σκοτάδι που μελανιάζει την επίστρωση του βυθού κι όλα γίνονται θολά και κάπως απόμακρα.
*
Βγαίνω με το τελευταίο φως κι ανηφορίζω από το σκαλωτό μονοπάτι που με φέρει ύστερα από μισή ώρα στο κέντρο του χωριού, που ζωηρεύει από τους ντόπιους και τους επισκέπτες, μια και απόψε έχει η Παλαιόπολη το πανηγύρι της.
Τα εννιάμερα της Παναγίας, βλέπεις… Και ο συνωστισμός μα κι η μουσική παίρνουν και δίνουν, άλλο χρώμα κι άλλο ύφος, από εκείνο που βασίλευε στον βυθό της Παλαιόπολης, λίγη ώρα ενωρίτερα…

23-8-2018

(*) Γιώργος Σεφέρης. Ο Βασιλιάς της Ασίνης

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το