Άρθρα

Οι σκληρές αλήθειες πίσω από την απλή αναλογική

Της Ζέττας Μ. Μακρή*

Για μία ακόμη φορά, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, διά του νομοθετικού της έργου, δείχνει την εντιμότητά της και την πολιτική της αξιοπιστία, πρωτίστως στους πολίτες εκείνους που την τίμησαν με την ψήφο τους, αλλά και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία. Δείχνει το νέο μοντέλο διακυβέρνησης από μία υπεύθυνη πολιτική εξουσία, προκειμένου να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα.

Μέσα στο πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης της ΝΔ – σε έναν χρόνο εκλογικά ουδέτερο, προκειμένου να αποσυνδέεται από κάθε υπόνοια εκλογικής σκοπιμότητας ή αιφνιδιασμού – γίνεται πράξη η δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την κατάθεση νομοσχεδίου, το οποίο θα ρυθμίζει τους όρους του εκλογικού ανταγωνισμού. Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο συζητήθηκε επί διημέρου στην Ολομέλεια της Βουλής και ψηφίσθηκε την περασμένη Παρασκευή, εκσυγχρονίζει την εκλογική νομοθεσία, που είχε διαμορφωθεί με τους δύο νόμους του κ. Σκανδαλίδη και του κ. Παυλόπουλου, με λειτουργικές διατάξεις τέτοιες, που συνδυάζουν εύστοχα και ορθά τη λαϊκή βούληση με την εκλογική δύναμη. Ταυτόχρονα, η νέα νομοθετική πρωτοβουλία ενδυναμώνει το μεγάλο διακύβευμα και ζητούμενο, που είναι η κυβερνησιμότητα και θωρακίζει τη χώρα, ώστε να υπάρχει η πολιτική σταθερότητα. Απαραίτητες προϋποθέσεις που έγιναν αντιληπτές μετά την «ωρολογιακή βόμβα» που άφησε πίσω της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητων Ελλήνων, τη βόμβα της εφαρμογής της απλής αναλογικής στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου του 2019. Τα αποτελέσματά της τα γευτήκαμε όλοι! Πρωτοφανές το φαινόμενο τα 2/3 των δημάρχων και οι μισοί περιφερειάρχες στην Αυτοδιοίκηση να μην έχουν πλειοψηφία, να μην μπορούν να διοικήσουν, όπως στον Δήμο Θεσσαλονίκης, και, τέλος, να μην μπορούν να λάβουν αποφάσεις, όπως για τον ΧΥΤΑ του Δήμου Φυλής.

Σε μία εποχή, όπως αυτή που διανύουμε τώρα: Που αντιμετωπίζουμε μία σειρά από εξαιρετικά σοβαρούς κινδύνους και προκλήσεις από τους γείτονές μας εξ’ ανατολών, που προσπαθούμε να βρούμε, επιτέλους, το βηματισμό μας, μέσα από μία σειρά πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, μετά το τέλος της μακροχρόνιας και επώδυνης για όλους μας δεκαετούς μνημονιακής περιόδου και που επιχειρούμε να ισορροπήσουμε σε ένα τεταμένο παγκόσμιο περιβάλλον, λόγω της γεωστρατηγικής μας θέσης ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση, η υπόθεση της διακυβέρνησης της χώρας μας δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή και συγκυριακή, πολύ δε περισσότερο τυχοδιωκτική, όταν υπάρχουν κομματικοί σχηματισμοί, των οποίων η ύπαρξη και βιωσιμότητα θα έχουν μοναδικό στόχο την άσκηση εξουσίας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Ούτε η χώρα μπορεί, ούτε έχει την πολυτέλεια, να είναι ακυβέρνητη και να σύρεται σε συνεχείς και επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Ας μην πάμε μακριά! Μόνο δύο δεκαετίες πίσω και ας θυμηθούμε τι έγινε, όταν ζήσαμε την περιπέτεια με τον εκλογικό νόμο του Τσοχατζόπουλου, το 1989. Απόλυτη ακυβερνησία! Χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (Ιούνιος ’89, Νοέμβριος ’89 και Απρίλιος ’90), για να προκύψει μια εύθραυστη κυβέρνηση της ΝΔ με 151 Βουλευτές, εκ των οποίων ο ένας δανεικός. Μην ξεχνάμε ότι, τότε, η ΝΔ πήρε 48% των ψήφων και δεν μπορούσε να σχηματίσει ισχυρή κυβερνητική πλειοψηφία.

Ας θυμηθούμε και άλλα παραδείγματα, όχι μακριά από μας! Τι γινόταν με την εφαρμογή της απλής αναλογικής στη γειτονική μας Ιταλία, η οποία, σημειωτέον, ήταν και η μεγάλη οπαδός αυτού του συστήματος. Στο τέλος, οι γείτονές μας Ιταλοί την αποκήρυξαν αφού σε 64 χρόνια είχαν 63 κυβερνήσεις! Ακόμη, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την περίπτωση του Βελγίου, το οποίο επί 255 ημέρες δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Προφανώς, υπάρχουν και άλλα συναφή παραδείγματα, όπως αυτά της Ισπανίας, του Ισραήλ, αλλά και της Γερμανίας, η οποία, επίσης, χρειάστηκε πολλές εβδομάδες, για να συμφωνήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα, προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση.

Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η παθογένεια της απλής αναλογικής, αξίζει να διαβάσει κανείς το πρόσφατο και εξαιρετικό άρθρο του κ. Ανδρέα Δρυμιώτη, στην Καθημερινή, στις 5/01/2020, με τίτλο: «Οι Εκλογές στη Βρετανία από μια άλλη σκοπιά», το οποίο, με αφορμή τις πρόσφατες εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο, προβαίνει στη συγκριτική ανάλυση δύο εκλογικών συστημάτων, αυτό του ισχύοντος, εκεί, σκληρού πλειοψηφικού συστήματος και εκείνου του υποθετικού σεναρίου της εφαρμογής της απλής αναλογικής. Ως γνωστόν, η επικράτεια της Μεγ. Βρετανίας είναι διαιρεμένη σε 650 μονοεδρικές περιφέρειες. Όποιο κόμμα πλειοψηφήσει στην περιφέρεια, εκλέγει τον βουλευτή του. Στις πρόσφατες εκλογές, ο Boris Johnson αναδείχθηκε ο μεγάλος θριαμβευτής, κατατροπώνοντας τον Jeremy Corbyn και παίρνοντας ποσοστό 43,6% (δηλαδή 365 έδρες), έναντι 32,2% (δηλαδή 203 έδρες) του αντιπάλου του.

Για να δούμε, λοιπόν, ουσιωδώς, τι θα γινόταν στην περίπτωση που εφαρμοζόταν η απλή και κατ’ ευφημισμό «άδολη» αναλογική: Ο Boris Johnson, γνήσιος εκφραστής της ολοκλήρωσης του BREXIT, για το οποίο οι Βρετανοί πολίτες του έδωσαν άνετη πλειοψηφία να προχωρήσει, δε θα μπορούσε να το φέρει εις πέρας. Θα έπρεπε οι Συντηρητικοί να βρουν κάποιο άλλο κόμμα, προκειμένου από κοινού να σχηματίσουν κυβέρνηση. Όμως, όλα τα υπόλοιπα κόμματα είναι εναντίον του Brexit και κανείς δεν θα συνεργαζόταν μαζί τους. Επιπλέον, τα υπόλοιπα τρία κόμματα θα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση και να προκηρύξουν νέο δημοψήφισμα για το Brexit. Δηλαδή απόλυτη στρέβλωση της βούλησης της πλειοψηφίας των Βρετανών.

Aς εξετάσουμε και τις άλλες αλήθειες – στρεβλώσεις της βούλησης της πλειοψηφίας των Βρετανών! Εάν ίσχυε η απλή αναλογική, οι Συντηρητικοί θα έπαιρναν 310 έδρες έναντι 365, δηλαδή 55 έδρες λιγότερες, ενώ οι εργατικοί θα έπαιρναν 229 έδρες έναντι των 203 εδρών που έλαβαν τώρα, δηλαδή 26 έδρες περισσότερες! Κατ’ αναλογία, το τρίτο κόμμα, το Scottish National Party θα λάμβανε 28 έδρες έναντι 48 που έλαβε τώρα και οι Liberal Democrats 83 έναντι 11! Να μη μιλήσουμε, δε, για τα τρία τελευταία κόμματα, όπως το Democratic Unionist (8 έδρες με το ισχύον), το Sinn Fein (7 έδρες με το ισχύον) και το Plaid Cumru (4 έδρες με το ισχύον)! Δε θα είχαν καμία εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο!

Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας! Με εκλογικά συστήματα σαν αυτό που προτείνει η κυβέρνηση, λιγότερο, όμως, αναλογικά, κυβέρνησαν τη χώρα, όλα τα κόμματα, όλου του ιδεολογικού φάσματος της χώρας από τη μεταπολίτευση και μετά! Με έναν τέτοιο νόμο εξελέγησαν πρωθυπουργοί ο Γιώργος Παπανδρέου από το ΠΑΣΟΚ, ο Αλέξης Τσίπρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη Νέα Δημοκρατία.
Τέτοιοι εκλογικοί νόμοι δεν εμπόδισαν να υπάρξουν κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου και προηγουμένως η τρικομματική, κατ’ αρχάς, κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ.

Οι βασικές αρχές του εκλογικού συστήματος, όπως εισάγονται στο υπό εξέταση νομοσχέδιο, εξασφαλίζουν την αναλογική κατανομή των εδρών, εφόσον το πρώτο κόμμα συγκεντρώσει ένα ποσοστό επί των εγκύρων ψηφοδελτίων μικρότερο του 25%. Καθαρή, λοιπόν, απλή αναλογική μέχρι το 25%. Καμία πριμοδότηση για το κόμμα που δε συγκεντρώνει περισσότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό. Με είκοσι έδρες πριμοδοτείται το κόμμα, που συγκεντρώνει ακριβώς το 25%. Κλιμακωτή πριμοδότηση μιας έδρας για κάθε μισό τοις εκατό και ο συνολικός αριθμός της ανώτατης πριμοδότησης είναι ο αριθμός των 50 εδρών.

Η κυβέρνηση, με τον συγκεκριμένο εκλογικό νόμο, προχωρεί σε μια πράξη ευθύνης προς τους Έλληνες ψηφοφόρους και το πολιτικό σύστημα και αυτό θα κριθεί θετικά από τον ελληνικό λαό, όταν έλθει η ώρα. Με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία επιβεβαιώνεται η διαρκής προσπάθεια για συγκλίσεις, συνεργασίες και επίτευξη των μέγιστων δυνατών συναινέσεων. Η ψυχολογία και το καλό κλίμα στην οικονομία, δεν πρέπει να διαταραχθούν από διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Τα εθνικά μας θέματα απαιτούν ισχυρή κυβέρνηση και όχι ακυβερνησία. Τα κόμματα πρέπει να το αντιληφθούν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Στο τέλος, τέλος, το μόνο για το οποίο μπορεί κανείς να κατηγορήσει την παράταξη της ΝΔ, είναι ότι θα δυσκολευθεί να σχηματίσει κυβέρνηση, περισσότερο από ότι εάν διατηρούσε τις ρυθμίσεις του ισχύοντος εκλογικού νόμου.

*Η Ζέττα Μ. Μακρή είναι πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Περιφερειών, βουλευτής Μαγνησίας της ΝΔ

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το