Θ Plus

Oι Μολδαβοί στο Άγιο Όρος – Από μια διανυκτέρευση στον Άθωνα

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Aθως! Το κοσμοπολίτικο ρεύμα ανδρώνεται με τη διεθνοποίηση της αθωνίτικης κοινότητας».
Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ

Ανηφορίζαμε για την κορφή του Άθωνα, πέντε φίλοι, ύστερα από πολύωρη ορειβασία, που είχε ξεκινήσει σχεδόν από τη θάλασσα, από το κελί του Αγίου Αντωνίου, με σκοπό να προσκυνήσουμε την Παναγία, να απολαύσουμε δείλι και εωθινό από την κορφή του θεσπέσιου ετούτου χωροθέσιου και τέλος να διανυκτερεύσουμε στο λιλιπούτειο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης, που κατέχει την κορυφαία θέση στον Αγιονόρος.
Το τελευταίο τούτο (η διανυκτέρευση) θέλει κότσια και αντοχές, γιατί ο Άθωνας μαστιγώνεται νυχθημερόν από δυνατές αέριες μάζες και ο ύπνος ακόμη και μέσα στο εκκλησάκι είναι προβληματικός.

Λογαριάζαμε, παρά ταύτα, χωρίς τον εξωτερικό παράγοντα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο «ξενοδόχος»…
«Ξενοδόχοι» στην προκειμένη περίπτωση ήταν οι δυο σιωπηλοί, θρήσκοι και ταπεινοί, όπως έδειχναν, άνθρωποι που συναντήσαμε στα μεσόσκαλα του Άθωνα – όσο ανεβαίναμε – και τους οποίους χαιρετήσαμε δίχως όμως ανταπόκριση από αυτούς. Δεν τους δώσαμε σημασία γιατί ανηφόριζαν προσπερνώντας μας με κεκτημένη ταχύτητα. Εκείνοι όμως αντίθετα μάς είχαν δώσει και μάλιστα υπερβάλλουσα σημασία προσπερνώντας μας. Είχαν τον λόγο τους…
Εμείς είχαμε άλλες προτεραιότητες. Ο καθένας από μας ασχολιόταν και με κάτι διαφορετικό. Η ανάβαση στον Άθωνα, την κορωνίδα του Αγίου Όρους, είναι από μόνη της μια διαρκής ψυχική περιπέτεια, που απαιτεί «προεργασία» και μελέτη. Ανιχνευτές και εκσκαφείς εντυπώσεων, αλλά και πρωτόγνωρων βιωμάτων, είμασταν, στην καλύτερη περίπτωση.
Βλέπαμε τις δυο ταπεινές σκιές να τρέχουν γύρω από τα στροφάδια του Αθωνίτικου μονοπατιού, σα για να προλάβουν κάτι. Δε δώσαμε, όπως είπα, σημασία. Άλλωστε, γιατί να νιαστούμε, αν εκείνοι βιαζόντουσαν, αφού είχαμε έτσι κι αλλιώς τη διαβεβαίωση του προεξάρχοντος της Μεγίστης Λαύρας, να κάνουμε χρήση του εσωτερικού χώρου της εκκλησίας, στην κορυφή, κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έτσι δεν βιαζόμασταν να προλάβουμε μην μας προλάβουν κάποιοι άλλοι.
Ο Στέλιος από την Καβάλα ήταν επαγγελματίας φωτογράφος και στράγγιζε κάθε στιγμή από το ανέβασμα στην κορυφή.
Ο Βασίλης, από τη Δράμα, με ειδικές σπουδές σχετικά με την ελληνική χλωρίδα, αποκάλυπτε κάθε μικρό – μικράκι ανθάκι, πεταλάκι, ύπερο ή άγριο στέλεχος, το οποίο συχνά πυκνά με καλούσε να διακρίνω και να εντοπίσω.
Ο Κώστας από τον Βόλο, καθηγητής μαθηματικός, περπατούσε χαλαρά αναζητώντας τον αλγόριθμο της Αθωνίτικης πολιτείας και την τελική εξίσωση, ζωής και θανάτου.
Κι ο Θεόφιλος, όλο κατέγραφε και θήκιαζε μέσα στα μπλοκάκια του τις ανεπανάληπτες εικόνες που απομόνωνε γύρω του. (Και μέσα του…).
Κι εγώ παραστρατούσα οπουδήποτε, για να μη χάσω κάποια μικρή ή μεγάλη σημασία του αγιορείτικου περιβολιού.
*

Η σκιά του Άθωνα στον Σιγγιτικό Κόλπο

Όταν φτάσαμε στην κορυφή ακούσαμε ψαλμωδίες από το εσωτερικό της εκκλησίας. Πού να φανταστούμε ότι οι δυο άνθρωποι που μας προσπέρασαν – και δεν μας μίλησαν – ήταν Μολδαβοί ορθόδοξοι και είχαν τάμα να ανέβουν στο Άγιον Όρος – που το ψιλοθεωρούσαν και «δικό τους» – να λειτουργηθούν, να αναπέμψουν δεήσεις στη γλώσσα τους, αλλά και στη βυζαντινή της μεσαιωνικής εποχής και να κοιμηθούν μέσα στο εκκλησάκι, αφού ήδη είχαν στρώσει τα σλίπινγκ μπαγκ τους σε περίοπτη και ιδανική θέση – πατούρα, καταλαμβάνοντας όμως με τον τρόπο αυτό σχεδόν τη μισή από όλη την έκταση του ολίγιστου εσωτερικού χώρου του…
Το πρώτο που κάναμε ήταν να εισχωρήσουμε ευλαβικά στην εκκλησία και να προσκυνήσουμε. Το δεύτερο, να αποθέσουμε κάπου τα πράγματά μας, γιατί έξω φυσούσε δυνατά. Το τρίτο, να περιοδεύσουμε με το αχόρταγο βλέμμα τους τοίχους με τις εικονογραφίες, τα μανουάλια, το τέμπλο και τον τρούλο της εκκλησιάς. Και το τέταρτο, φυσικά, να «στρατοπεδέψουμε» – τρόπος του λέγειν – στο ιδιόχωρο της εκκλησίας.
Έλα όμως που δεν καταλείπονταν διόλου χώρος ύστερα από την κατάληψη που έκαναν οι Μολδαβοί…
Ο Στέλιος τούς μίλησε ευγενικά να συμπτυχθούν, για να χωρέσουμε όλοι. Δεν τους είπε «βγείτε έξω» ή «αποχωρείστε». Όμως εκείνοι, δίκην προθεσμιακού καταληψία, δεν έλεγαν να συμπτυχθούν, απαντώντας μας πως «δε χωράμε όλοι»… Κι άλλωστε αυτοί προηγήθηκαν… (Γι’ αυτό έτρεχαν στην ανηφόρα).
*

Οι Μολδαβοί, ύστερα από μια ώριμη σκέψη και κάποια στιγμιαία αναπομπή στο σύγγραμμα της Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ «Γιατί Βυζάντιο», θυμήθηκα πως αξιούσαν από τα βυζαντινά χρόνια μερτικό από το Αγιονόρος. Τους χαρακτήριζε η αμαρτία, η δέηση και το έλεος. Οι εκκλησίες μάλιστα που ανήγειραν στη Μολδαβία, την πατρίδα τους, ήταν πανομοιότυπες με τα ιερά ναϊκά κατασκευάσματα της Πόλης, στην Παναγία Σουμελά, στην Τραπεζούντα, στην Αγιά Σοφιά του Κιέβου, στην Γκρατσανίτσα της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, στο Μπάσκοβο και στη Φιλιππούπολη.
Οι εκκλησίες της Μολδαβίας είχαν (και έχουν) τοιχογραφίες με αναπαραστάσεις της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, αλλά και εξωτερικές διακοσμήσεις ναών που προσομοιάζουν στις εκκλησίες της Πόλης. Τόσο στη Μολδαβίτσα, όσο και στο Voronets και στο Humor oι εκκλησίες των Μολδαβών διεκδικούν τα θαυμαστά αντίγραφα των βυζαντινών και φυσικά οι ίδιοι έχουν ιδιοποιηθεί, πολλές φορές, τα κατάλοιπα και τους μνημειακούς χώρους της μεταβυζαντινής Ελλάδας.
Έτσι κι εδώ, στην κορυφή του Άθωνα. Διεκδικούσαν οι δυο Μολδαβοί την «ησυχία» τους και τον χώρο τους σαν να τους ανήκε εκ προοιμίου και ιδίω κληρονομικώ δικαιώματι oλόκληρη η κορυφή (*).
Παραλίγο να ξεσπάσει διπλωματικό επεισόδιο, όταν διαπιστώσαμε ότι οι δυο Μολδαβοί δεν έκαναν πίσω, εξοργισμένοι (θεϊκώ τω τρόπω) όντας έτοιμοι να συμπλακούν μαζί μας…
*

Ο κορμός της χερσονήσου από τον Άθωνα

Tη λύση έδωσε ο κατευναστικός χαρακτήρας του «σοφού» Βασίλη που μοίρασε τον χώρο, έτσι ώστε να μη μείνει κανένας δυσαρεστημένος.
Οι Μολδαβοί συνέχισαν το ψαλμολόι τους, τόσο στην ακατανόητη γλώσσα τους, όσο και σε μια άλλη μεσαιωνική γλώσσα, που είχε στοιχεία και από αρχαία ελληνικά, από την οποία δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τίποτα.
Το μοίρασμα του χώρου έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε ο Βασίλης να στριμωχθεί (κατακλιθεί) το βράδυ μισός σχεδόν μέσα στο Ιερό και μισός απέξω. Οι άλλοι εμείς στριμωχθήκαμε στο πάτωμα κι επειδή περίσσευε ένας, γι’ αυτό ο Θεόφιλος βγήκε κι έστρωσε το σλίπινγκ μπαγκ του στην πατούρα της αυλής, κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες.
Αργά τη νύχτα κι επειδή δεν άντεχε τους αέρηδες που ξεσήκωναν τα πάντα, μπήκε μέσα και την έβγαλε όρθιος σε ένα στασίδι του μικρού εξωκλησιού.
Ο αέρας στην κορυφή του Άθωνα ήταν τόσο σαρωτικός, που η πόρτα του ξωκλησιού βαρούσε από τα χτυπήματα και τις βιτσιές του πέρα δώθε. Αναγκαστήκαμε να τη στερεώσουμε με ένα βραχάκι.
Οι Μολδαβοί, καθώς έπεσαν για ύπνο, δεν άλλαξαν ούτε πλευρό. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν. Ωστόσο δεν ακούστηκε ούτε κιχ σε όλη τη διάρκεια της νύχτας από δαύτους.
Κατά τις δυόμιση και μέσα στη χλαλοή του αγέρα, χτύπησε η πόρτα, όχι από τον άνεμο, αλλά από κάποιο άγνωστο χέρι.
Σηκώθηκα εγώ να ανοίξω τραβώντας την πόρτα, γιατί η πετούγια ήταν μισοχαλασμένη, και στο άνοιγμά της διέκρινα δυο παλικάρια, ξεθεωμένα, που μου δήλωσαν ότι περπατούσαν όλη νύχτα, χαμένοι στις πλαγιές του Άθωνα και ζητούσαν έναν ελάχιστο χώρο για να ξαποστάσουν.
Πού να τους βάλεις;
Την ίδια στιγμή ξύπνησε ο ένας από τους Μολδαβούς, ο οποίος απαίτησε να ξεκουμπιστούν οι νιοφερμένοι. Σήκωσε μάλιστα και τον άλλον.
Έγινε φασαρία. Σηκωθήκαμε όλοι για να διευθετήσουμε τη νέα τάξη πραγμάτων όπως διαμορφώνονταν με την έλευση των καινούργιων. Δεν μπορούσαμε να τους αφήσουμε απέξω. Λυσσομανούσε ο αέρας. Δεν μπορούσε κανένας να μείνει όρθιος απέξω από το εκκλησάκι.
Οι Μολδαβοί ήταν άτεγκτοι κι ανυποχώρητοι. Άραγε από πού αντλούσαν τέτοια ισχύ, πείσμα και επιμονή σε ένα ξένο, υποτίθεται, «κράτος»; Aλλά, από την άλλη δεν ήταν καθόλου δίκαιοι κι υποχωρητικοί.
Κουτσά στραβά χωρέσαμε όλοι για το υπόλοιπο τη νύχτας, άλλος όρθιος, άλλος πλαγιαστός, μέχρι που μίλησε η πρώτη χαραμάδα φωτός και βγήκαμε όλοι μας τσαλακωμένοι, για ν’ ανταμώσουμε τις πρώτες υποψίες από τον λυκάβαντα του ήλιου, καθώς ρόδιζε η ανατολή βαθιά, από τα μέρη της Τρωάδας, μέσα σε ένα πανηγυρικό κλίμα φωτόρροιας και πυρολατρίας….
*

Κι ενώ εμείς ξεσαλώναμε με την ανατολή, οι Μολδαβοί, θρήσκοι, όσο δεν παίρνει άλλο, πήραν ν’ ανάβουν τα καντήλια, να σκουπίζουν το πάτωμα, να καλλωπίζουν τους βρόμικους τοίχους και να ψιθυρίζουν στη γλώσσα τους ακατανόητους ψαλμούς, εκκλησιαστικά τροπάρια ως και βυζαντινούς απόηχους στίχους. Και κάθε τόσο να γονυπετούν ακουμπώντας το δεξί τους χέρι στην επιφάνεια της γης…
Τους αφήσαμε μέσα στο μυστικιστικό τους χάος, να ψάχνουν πέρα από τη θρησκευτικότητα της ορθοδοξίας τους τον δικό «τους» θεό, ακλυδώνιστοι από εξωτερικά ερεθίσματα, ενώ εμείς οι «θρησκευάμενοι των ειδώλων» αποτίναμε το βλέμμα και το πρόσωπό μας στη σκιά του Άθω, που άρχιζε πια να παίρνει σάρκα και οστά μέσα στα νερά του Σιγγιτικού Κόλπου.
Αμέσως μετά τα μαζέψαμε και φύγαμε, ενώ εκείνοι παρέμειναν να προσεύχονται και να ψέλνουν δίχως σταματημό και νοιάξιμο για οτιδήποτε άλλο, εκτός της προσευχής και του ελέους.
Ακατανόητο, μα τω Θεώ, το «έλεός» τους…

Ιούνης του 2008

(*) O Άθως, αποτελούσε πάντοτε «ασίγαστη εστία θρησκευτικής διαμάχης», κατά την εύστοχη παρατήρηση της Αρβελέρ, και συνιστούσε διεθνοποιημένη περιοχή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το