Άρθρα

Οι δυνάμεις των εμπολέμων στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας 1821

Των Νικόλαου Κ. Κυριαζή, Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου

Εισαγωγή
Στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζουμε τις δυνάμεις των Ελλήνων και Οθωμανών στον πόλεμο της ανεξαρτησίας, αριθμητικά, οπλισμό, τακτική και στρατηγική.

1. Οι χερσαίες δυνάμεις

Πεζικό
Το ελληνικό πεζικό αποτελούνταν από τις δυνάμεις των επονομαζόμενων κλεφτών, ήταν δηλαδή άτακτα σώματα των τοπικών οπλαρχηγών. Βασικά όπλα ήταν τα ντουφέκια, τα πιστόλια και τα σπαθιά-γιαταγάνια, στη μεγάλη πλειοψηφία οθωμανικής προέλευσης. Η αποτελεσματική δράση των ντουφεκιών δεν ξεπερνούσε τα 100 μέτρα, και δεν έφεραν, σε αντίθεση με τους τακτικούς ευρωπαϊκούς στρατούς, ξιφολόγχη (bayonet), οπότε, στη σύγκρουση σώμα με σώμα, χρησιμοποιούσαν τα σπαθιά. Το ελληνικό πεζικό με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως στο Ιάσιο και προς το τέλος του πολέμου με την προσπάθεια δημιουργίας τακτικού σώματος από Γάλλους αξιωματικούς, όπως ο Φαβιέρος) δεν πολεμούσε σε τακτικούς σχηματισμούς όπως οι ευρωπαϊκοί, σε τετράγωνα ή κολώνες ή ανοιχτές τριπλές γραμμές (όπως οι Βρετανοί του Ουέλινγκτον).

Ως προς την ευθυβολία, επειδή οι κλέφτες τουλάχιστον είχαν μακρά πείρα, οι Έλληνες για τα δεδομένα της εποχής ήταν από καλοί ώς άριστοι σκοπευτές. Το ηθικό τους ήταν γενικά υψηλό, αν και υπήρξαν και περιπτώσεις πανικού και άτακτης φυγής, όπως στο Πέτα, την Αλαμάνα και το Φάληρο. Οι δυνάμεις των ελληνικών σωμάτων ήταν σχετικά μικρές, από μερικές εκατοντάδες, όπως στην Αλαμάνα και τη Γραβιά, ώς μερικές χιλιάδες, όπως στην πολιορκία της Τρίπολης και στο Φάληρο. O Αλέξανδρος Υψηλάντης διέθετε 5.200 στις συγκρούσεις στη Μολδοβλαχία, στο Γαλάτσι, στο Σκουλένι και στο Δραγατσάνι (Καβαλλιεράκης, 2020). Η μεγαλύτερη συγκέντρωση ελληνικών δυνάμεων με αρχηγό τον Καραϊσκάκη εκτιμάται σε 7.000 ώς 10.000. Αυτοί οι αριθμοί είναι πολύ μικροί σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς στρατούς των Ναπολεόντειων πολέμων, που σε κάποιες περιπτώσεις έφταναν τις 100.000 και πλέον για κάθε μία πλευρά (π.χ. Μποροντίνο και Λειψία). Όμως είναι συγκρίσιμοι με τους αριθμούς του πολέμου της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας (1775-1783) όπου στη μάχη του Πρίνστον η κάθε πλευρά δεν παράταξε πάνω από 2.000, ενώ στην πολιορκία του Γιορκτάουν, οι Βρετανοί του Λόρδου Κορνουάλις ήταν περίπου 7.000 (ανάμεσά τους, σε μεγάλους αριθμούς ήταν γερμανικά τάγματα), ενώ οι πολιορκητές Αμερικανοί του Ουάσινγκτον και οι Γάλλοι του Ροσαμπώ περίπου 12.000.

Έλληνας κλέφτης

Ο οθωμανικός στρατός που τον 15ο και 16ο αιώνα ήταν ο καλύτερος της Ευρώπης, βρισκόταν σε πλήρη παρακμή. Το πρώην επαγγελματικό σώμα των γενίτσαρων είχε μεταβληθεί σε πραιτοριανούς και δεν έλαβαν μέρος στην επανάσταση. Το 1826, μετά από στάση, πολλοί σκοτώθηκαν και το σώμα καταργήθηκε.
Το οθωμανικό πεζικό, όπου υπήρχαν και πολλές αλβανικές μονάδες, επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί τακτικό πεζικό όπως τα ευρωπαϊκά, μοιάζοντας σε μεγάλο βαθμό με το ελληνικό, με ανάλογο οπλισμό και ντουφέκια χωρίς ξιφολόγχη. Από ό,τι φαίνεται από τις περιγραφές, δεν πολεμούσαν σε σχηματισμούς, όπως οι ευρωπαϊκοί στρατοί, αλλά άτακτα, ως «μπουλούκια». Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την ευθυβολία των Οθωμανών Τούρκων και Ασιατών, αλλά των Αλβανών ήταν καλή, ίσως ανάλογη των Ελλήνων. Στη μάχη του Φαλήρου, ο Τζωρτζ Κόχραν (συγγενής του ναυάρχου) και αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει πως ένας Αλβανός μάλλον, κατόρθωσε να πετύχει τη φτέρνα του Αμερικανού φιλέλληνα γιατρού δρ. Γκούτο (Ghutto), το μόνο σημείο του σώματός του που προεξείχε από το ταμπούρι του (Κόχραν, 2020, σελ. 90)! Ο γιατρός πάντως αφαίρεσε ο ίδιος τη σφαίρα με τη χειρουργική του λαβίδα και επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία.

Η αριθμητική δύναμη των οθωμανικών στρατευμάτων ήταν συνήθως μερικές χιλιάδες, με μεγαλύτερη δύναμη τη στρατιά του Δράμαλη (ίσως μέχρι 30.000) και του Κιουταχή (Ρεσίτ πασά) στο Φάληρο, ίσως 5.000 με 7.000.
Ένα θέμα που έκανε ευάλωτες τις οθωμανικές δυνάμεις, ήταν η κακή επιμελητεία σε αρκετές περιπτώσεις. Αποδείχτηκε η αχίλλειος φτέρνα του Δράμαλη, γιατί δεν είχε μαζί του αρκετά τρόφιμα, και έτσι, μη βρίσκοντας τρόφιμα στην προέλασή του στην Πελοπόννησο εξαιτίας της τακτικής της καμένης γης που εφάρμοσε ο Κολοκοτρώνης, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Ως προς το ηθικό, ο οθωμανικός στρατός στις περισσότερες περιπτώσεις δεν στερούταν γενναιότητας και πολεμούσε καλά.

Διαφορετικός ήταν ο αιγυπτιακός στρατός του Ιμπραήμ, που είχε συγκροτηθεί και εκπαιδευτεί σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα από Γάλλους αξιωματικούς. Ο αιγυπτιακός στρατός έμοιαζε με ευρωπαϊκό, είχε ντουφέκια με ξιφολόγχη και πολεμούσε σε ευρωπαϊκούς τακτικούς σχηματισμούς. Έτσι δεν είναι περίεργο πως σε τακτικές συγκρούσεις, όπως στο Μανιάκι, αποδείχτηκε ανώτερος από τους Έλληνες. Το Μανιάκι άλλωστε, όπου ο Παπαφλέσσας προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ σε πεδινό χώρο, ήταν μεγάλο λάθος τακτικής. Οι Αιγύπτιοι παρόλα αυτά ήταν μάλλον κακοί σκοπευτές, αρκετοί έπασχαν από τραχώματα και οι Έλληνες τους αποκαλούσαν υποτιμητικά «Στραβάραπες». Η επιτυχία τους βασίζονταν στις πειθαρχημένες ομοβροντίες. Φάνηκαν ανώτεροι από τους Οθωμανούς, όταν ο Ιμπραήμ κατατρόπωσε μερικά χρόνια αργότερα τον συμπολεμιστή του Κιουταχή. Η δύναμη του αιγυπτιακού σώματος κυμαινόταν ανάμεσα στις 5.000 με 10.000.

Ιππικό
Στο ιππικό η υπεροχή των Οθωμανών ήταν απόλυτη γιατί οι Έλληνες ουσιαστικά δεν διέθεταν ιππικό. Η προέλευση των ελληνικών σωμάτων ως κλεφτών-αρματολών, αλλά και η φύση του εδάφους στις περισσότερες περιπτώσεις δεν προσφέρονταν για ανάπτυξη ιππικού.
Το οθωμανικό ιππικό, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ελαφρύ, οπλισμένο κυρίως με σπαθί και πιστόλες. Από όσα μπορεί να συνάγουμε από τις πηγές, δεν υπήρχαν διαφορετικά σώματα ιππικού, όπως λογχοφόροι (lancers), θωρακοφόροι (cuirassiers) ή δραγόνοι (ουσιαστικά έφιππο πεζικό, που μετακινούνταν με άλογα, αλλά πολεμούσε πεζό) όπως στη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων.

Πάντως το οθωμανικό ιππικό ήταν αποφασιστικό για νίκες των Οθωμανών, όταν οι Έλληνες τους έδιναν την ευκαιρία να το αναπτύξουν, σε μάχες σε ανοιχτό χώρο, όπως στο Ιάσιο και το Φάληρο. Επειδή οι Έλληνες δεν είχαν κατάλληλο οπλισμό (ντουφέκια με ξιφολόγχη) και έτσι δεν είχαν αναπτύξει τις ευρωπαϊκές τακτικές πεζικού εναντίον ιππικού (σχηματισμός τετραγώνου για άμυνα εναντίον κάθε κατεύθυνσης), η τακτική τους σε ανοιχτό χώρο ήταν να φτιάχνουν ταμπούρια από πέτρες για προστασία εναντίον του ιππικού. Αυτό προσπάθησαν να κάνουν στο Φάληρο, ετοιμάζοντας διαδοχικά ταμπούρια (συνήθως νύχτα) που τους επέτρεπε να προωθούνται με κάποια ασφάλεια. Η διαδικασία όμως ήταν πολύ χρονοβόρα, ιδιαίτερα όταν ο χρόνος πίεζε τους Έλληνες, γιατί έπρεπε να αποδεσμεύσουν τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη. Η επιχείρηση του Φαλήρου τελικά απέτυχε λόγω του θανάτου του Καραϊσκάκη και της επίθεσης του οθωμανικού ιππικού.

Πυροβολικό
Τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Οθωμανοί διέθεταν πυροβόλα, αλλά δεν τα χρησιμοποιούσαν σχεδόν καθόλου σε μάχες, αλλά κυρίως σε πολιορκίες, τόσο ως επιτιθέμενοι, όσο και ως αμυνόμενοι. Δεν αναφέρεται μαζική χρήση πυροβόλων σε μάχες, όπως ήταν η ευρωπαϊκή τακτική στους Ναπολεόντειους πολέμους. Επίσης, από τις πηγές φαίνεται πως και στις πολιορκίες, τα πυροβόλα δεν ήταν αρκετά ισχυρά για να προκαλέσουν ρήγματα σε οχυρώσεις, από τα οποία θα μπορούσε ο επιτιθέμενος να εισέλθει με έφοδο. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις τα πυροβόλα, όπως των Ελλήνων στο Μεσολόγγι, βοήθησαν σημαντικά στην άμυνα.

Οχυρώσεις
Ο ελληνικός χώρος ήταν γεμάτος με κάστρα. Κάθε πόλη, ακόμα και οι μικρότερες, ήταν οχυρωμένη, με τείχη που ξεκινούσαν από τα βυζαντινά χρόνια ή ακόμα παλαιότερα, όπως της Ακροκορίνθου, την εποχή των σταυροφοριών, των Ενετών, και των Οθωμανών. Οι Ενετοί και οι Οθωμανοί είχαν προσθέσει σε προγενέστερα φρούρια (Ενετοί, π.χ. Μεθώνη, Κορώνη, Χαλκίδα) προμαχώνες για πυροβόλα σύμφωνα με τις προδιαγραφές του 17ου αιώνα και έπειτα, και οι Οθωμανοί είχαν κάνει το ίδιο (π.χ. Ακροκόρινθος). Τόσο οι Ενετοί, όσο και οι Οθωμανοί, είχαν χτίσει νέα φρούρια εξ αρχής, σύμφωνα με τις τρέχουσες ευρωπαϊκές προδιαγραφές (Ενετοί, π.χ. Ακροναυπλία, μετά το 1685, Οθωμανοί, π.χ. Καράμπαμπας Χαλκίδας). Αυτά τα φρούρια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επανάσταση ως βάσεις και για τις δύο πλευρές.

Λόγω του ότι και οι δύο εμπόλεμοι δεν διέθεταν βαρύ πυροβολικό για πολιορκίες, οι πολιορκίες ήταν χρονοβόρες και στις περισσότερες περιπτώσεις είτε ανεπιτυχείς (οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν π.χ. να κυριεύσουν το φρούριο της Πάτρας) είτε οι πολιορκημένοι παραδίδονταν λόγω έλλειψης πυρομαχικών και εφοδίων, είτε τα φρούρια έπεφταν με αιφνιδιασμό, όπως η Ακροναυπλία στα χέρια των Ελλήνων. Η μόνη πολιτεία που έπεσε με έφοδο ήταν η Τρίπολη. Αντίθετα, τα περισσότερα άλλα φρούρια-πολιτείες, είτε δεν έπεσαν ποτέ, είτε έπεσαν μετά την εξάντληση των εφοδίων, όπως η Ακρόπολη στους Οθωμανούς, η Μονεμβασιά (παράδοση στον Αλ. Κατακουζηνό, 23 Ιουλίου 1821) και το Νεόκαστρο Πύλου (Αύγουστος 1521) (Καβαλλιεράκης, 2020, σελ. 142-143).
Οι πολιορκίες μπορούν να διαιρεθούν σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, επιτιθέμενοι είναι οι Έλληνες και αμυνόμενοι οι Οθωμανοί που πολιορκούνται στις κύριες πόλεις (Τρίπολη, Ναύπλιο, Άργος, Πάτρα, Ακροκόρινθος, Χαλκίς, Σάλωνα κ.λπ.). Η φάση αυτή είναι το 1821-1822. Στη δεύτερη φάση αρχίζει η τουρκική και αιγυπτιακή αντεπίθεση με τους Έλληνες να πολιορκούνται.

Οι πιο γνωστές πολιορκίες είναι οι δύο του Μεσολογγίου. Η οχύρωση του Μεσολογγίου είναι ιδιαίτερη περίπτωση, γιατί σε αντίθεση με τα άλλα φρούρια, ακόμα και τη γειτονική Ναύπακτο και τα κοντινά Ρίο-Αντίρριο, δεν ήταν προγενέστερη, αλλά έγινε τα χρόνια της επανάστασης. Από μια άποψη ήταν πρόχειρη, με χαμηλό τείχος, τόσο ώστε ο Ιμπραήμ, όταν έφτασε, να ρωτήσει υποτιμητικά τον Κιουταχή που ήδη πολιορκούσε την πόλη, πως δεν μπόρεσε να καταλάβει «αυτόν τον φράχτη». Αλλά ο «φράχτης» φάνηκε απόρθητος και στα δικά του πυροβόλα και επιθέσεις. Πραγματικά το τείχος ήταν πρόχειρο και χαμηλό, όμως πολύ καλά σχεδιασμένο. Το προστάτευε βαθιά τάφρος και οι προμαχώνες των πυροβόλων του ήταν έτσι τοποθετημένοι ώστε να μην αφήνουν νεκρά σημεία και να προσφέρουν διασταυρούμενα πυρά, που σε συνδυασμό με τον ηρωισμό των υπερασπιστών έκαναν το φρούριο απόρθητο, μέχρις ώσπου το καταβάλλει η πείνα.

Εξίσου απόρθητο ήταν και το Ναύπλιο. Στην πολιορκία από τους Έλληνες (όπου στον ναυτικό αποκλεισμό διακρίθηκε η Μπουμπουλίνα με τα τρία πλοία της) το φρούριο θα έπεφτε μόνο αν εξαντλούνταν τα εφόδιά του, αν δεν έπεφτε μετά από την αιφνιδιαστική αναρρίχηση του Στάικου-Σταικόπουλου και των παλικαριών του. Ήταν τόσο ισχυρό, που όταν βρέθηκε στα χέρια των Ελλήνων, ούτε ο Ιμπραήμ που είχε ανακαταλάβει σχεδόν όλα τα ελληνικά φρούρια (π.χ. Τρίπολη, Μεσολόγγι κ.λπ.) δεν επιχείρησε να το πολιορκήσει.

Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Δεληγιάννης Π. (2009), Ο ναυτικός πόλεμος της επανάστασης. Αθήνα: Περισκόπιο.
Καβαλλιεράκης, Σ. (2020), 1814-1821: Η προετοιμασία μιας επανάστασης. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Κόχραν, Τ. (2020), Περιπλανήσεις στην Ελλάδα, Τόμος Α’. Αθήνα: Έκδοση Alpha Trust.
Λιάτα, Ε.Δ. (2020), Εκ του υστερήματος αρμάτωσαν… Η φρεγάτα «Τιμολέων» στην Επανάσταση του 1821. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Χαρλαύτη, Τ. (2001), Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος – 20ός Αιώνας. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη.
Χαρλαύτη, Τ. (2013), «Η ναυτική πολιτεία», στο Τζ. Χαρλάφτη, Κ. Παπακωνσταντίνου (Eπιμ. Έκδ.) Η ναυτιλία των Ελλήνων, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 407-443.

*O Νικόλαος Κ. Κυριαζής είναι ομότιμος καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συγγραφέας και ο Εμμανουήλ Μάριος Οικονόμου είναι διδάκτωρ και διδάσκων πανεπιστημιακός υπότροφος, Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Κεντρική φωτό: Σκηνή από τη Μάχη της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821)

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το