Πολιτισμός

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας της δεκαετίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Το πάνω μέρος της Μαιάνδρου ξεκινούσε πάλι από μαρμαράδικο.
Βρισκόταν στη γωνία των οδών Μαιάνδρου και Σταδίου, μετέπειτα Μερκούρη, σήμερα καφετέρια του Αντωνιάδη και ήταν το μαρμαρογλυφείο του Πέτρου Κόκκινου. Ένα υπόστεγο σκεπασμένο με λαμαρίνες σε ένα παραλληλόγραμμο οικόπεδο με πέτρινη μάντρα και σκόρπια μάρμαρα, κομμάτια και επεξεργασμένα, σκορπισμένα παντού.
Ανάμεσά τους εργάτες, μαθητές του Πέτρου, και οι Σταφυλάδες, φίλοι καρδιακοί, που δούλευαν στο εργαστήριό του, όταν τους έλειπε κάποιο εργαλείο. Ο Πέτρος, Σμυρνιός γλύπτης, επέλεξε με τον αδελφό του, τον ζωγράφο, τον Βόλο για να ζήσουν και να δημιουργήσουν. Ήταν χαρακτηριστικός τύπος Μικρασιάτη, με τη λεπτότητα των αισθημάτων και την ευγενική ψυχή, που λυπόταν να πάρει χρήματα από φτωχούς ανθρώπους, αλλά και που έπαιρνε πολλά, όταν γνώριζε ότι η οικογένεια ήταν πλούσια. Κατηγορήθηκε μάλιστα για ένα από τα ωραιότερα γλυπτά έργα του στο νεκροταφείο, την Πενθούσα ή Δεομένη, ότι είχε πάρει έναν ντενεκέ λίρες. Δούλευε, δούλευε ασταμάτητα και αγαπούσε τη ζωή με τις μικροχαρές της.
Δίπλα υπήρχαν δύο οικόπεδα. Στο ένα έκαναν ασκήσεις οι φαντάροι από το στρατόπεδο και διάφορα γυμνάσια. Πότε σέρνονταν πάνω στους ανοικτούς λάκκους, πότε κρυμμένοι μέσα ορμούσαν φωνάζοντας διάφορα πατριωτικά συνθήματα και ύστερα παρατεταγμένοι σαν μολυβένια στρατιωτάκια έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής στο κοντινό στρατόπεδο. Οι φωνές τους αντηχούσαν βροντερές στην αραιοκατοικημένη τότε Νέα Ιωνία και έφταναν μέχρι τα μαγαζιά στο φαρδύ. Μετά ήταν το εξοχικό κέντρο του Πέτρου Τσουμαλή (έχει γραφεί σχετικό κείμενο).

Γήπεδο Νίκης

Στα 1938 μόλις άνοιξε ο δρόμος της Μαιάνδρου, τότε ο Πέτρος έκτισε ένα μεγάλο για την εποχή οικοδόμημα που στέγασε το καφενείο και τα όνειρά του, στο οικόπεδο που του παραχώρησε ο Σταμάτης Παρασκευάς, ο άντρας της αδελφής του Γιαννούλας, με την επωνυμία «ΕΞΟΧΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ Ο ΠΕΤΡΟΣ». Δίπλα και πάνω από το καφενείο ήταν το μεγάλο κτήμα που αγόρασε το 1934 ο Εγγλεζονησιώτης Σταμάτης Παρασκευάς, ναυτική οικογένεια με καΐκια στο νησί του μα είχε κουραστεί να θαλασσοδέρνεται στα μανιασμένα κύματα. Με τα χρήματα που μάζεψε δουλεύοντας σε καΐκια με τον πατέρα του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ζωή στη θάλασσα, να χαρεί τα παιδιά του, να αγοράσει ζωντανά και να ασχοληθεί με την ανατροφή τους. Το κτήμα άρχιζε από την οδό Καισαρείας και Ρωμανού, συνόρευε με το χαμηλό τοιχάκι του γηπέδου της Νίκης και είχε ένα παράσπιτο. Άγονος χώρος, ξερός. Νοικοκύρης, καθώς ήταν, έφτιαξε κήπο, μεγάλο σπίτι επιδιώκοντας την αποκατάσταση των κοριτσιών του, στάβλο για τα ζωντανά του, τις κατσίκες, τις κότες και τη γαϊδουρίτσα του, τη Νίτσα, και μέσα εκεί εναπόθεσε την ψυχή του. Πέθανε όμως το 1944 από φυματίωση, σε ηλικία 38 χρόνων, αφήνοντας τη Γιαννούλα να ζήσει μονάχη της τα 5 κορίτσια τους. Η Γιαννούλα, στάθηκε πατέρας και μάνα για την οικογένεια. Δυνατή γυναίκα. Της έμοιασε η κόρη της η Δέσποινα.
Με τους σεισμούς έφτιαξε ένα δωμάτιο με άχυρο και πλινθιά, το σκέπασε με τσίγκο και κει, στα λίγα τετραγωνικά που μοσχοβολούσαν, ζούσε εκείνη με τις κόρες και τη γιαγιά Αναστασία. Οικογενειακές ήταν οι σχέσεις μας. Μυρωδάτο και ζεστό ήταν το γάλα που άρμεγαν τα κορίτσια και μου έδιναν να πιω κατευθείαν από την κατσίκα, το ρουφηκτό αυγό, από την κότα μόλις το έπαιρναν, άρρωστο και εφταμηνίτικο καθώς ήμουν. Εικόνες που δεν τις ξέχασα, όπως την αξιοσύνη, τη νοικοκυροσύνη και την αγάπη τους.
Δίπλα τους ήταν το αμπέλι της κυρα-Τασίας της Ταμία και πιο δίπλα το καμίνι της κυρα-Σοφίας Κωνσταντίνου ή της Καμινού, που δούλευε σχεδόν μόνη της για να ζήσει η οικογένεια, μετά τον θάνατο του άντρα της. Τι δύναμη είχαν εκείνες οι γυναίκες, πού αντλούσαν τόση δύναμη και τόσο θάρρος για τη ζωή… Και ήταν όλες με αριστερά φρονήματα.
Το γήπεδο της ΝΙΚΗΣ ήταν φτωχό σε εμφάνιση. Ο περίβολος ήταν χαμηλός με τσιμεντόλιθους και τούβλα, στην πρόσοψη είχε μια μεγάλη σιδερένια πόρτα βαμμένη μπλε και πάνω μια ταμπέλα με το σήμα της ομάδας, στη μέση με μπλε γράμματα «ΓΗΠΕΔΟΝ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ Η ΝΙΚΗ» και γύρω μπλε μαίανδρος.
Μέσα όλος ο χώρος ήταν χωμάτινος. Τα αποδυτήρια ήταν στη δεξιά πλευρά της εισόδου και στην αριστερή δυο δωματιάκια αποθήκες. Μερικές τσιμεντένιες κερκίδες ήταν στη δεξιά πλευρά, οι κάτω για τους επισήμους και στο κέντρο πάνω, ενώ ο αγωνιστικός χώρος χωριζόταν απλά με συρματόπλεγμα. Αξέχαστες Κυριακές όταν έπαιζε η ΝΙΚΗ. Γιορτή για τη Νέα Ιωνία, για τους Νικιώτες ένδοξο παρελθόν και ζωντανό παρόν. Από όλα τα δρομάκια του συνοικισμού, από όλα τα προσφυγικά τετράγωνα, τα πέτρινα του Κουφόβουνου, ξεχυνόταν ακράτητο μελίσσι, φτωχολογιά χαρούμενη που διασκέδαζε, συνθηματολογούσε και συγκεντρωνόταν από νωρίς το μεσημέρι έξω από το γήπεδο, να βγάλει εισιτήρια από τον ειδικά διαμορφωμένο μικρό χώρο. Η Μαιάνδρου έκλεινε. Βέβαια δεν υπήρχαν και τόσα πολλά αυτοκίνητα, ωστόσο η αστυνομία έκλεινε τα δυο σημεία. Το ένα ήταν στην αρχή Μαιάνδρου και Αναπαύσεως και το άλλο στα γραφεία των σιδηροδρόμων, στη γωνία. Ένα πανηγύρι ήταν οι Κυριακές μας. Τυροπιτάδες με τα καροτσάκια τους, πρώτος-πρώτος ο Παντελής, ο γεράκος με την άσπρη μπλούζα και το καροτσάκι γεμάτο ξηρούς καρπούς που ήταν σχεδόν μόνιμα στη στάση Μαυρομάτη, στο φαρδύ, ο Χατζής με το μοναδικό σάμαλί του, ο σαλεπιτζής, όλοι οι πλανόδιοι πωλητές έδιναν ραντεβού εκεί, στο πλήθος που αγωνιούσε να περάσει μέσα και στους άλλους που διασκέδαζαν και μόνο με την παρουσία τους εκεί. Όσοι είχαν χρήματα και μπορούσαν έπαιρναν εισιτήριο και έμπαιναν μέσα, ενώ οι άλλοι περίμεναν προς το τέλος, όταν άνοιγαν οι πόρτες. Υπήρχαν όμως και οι άλλοι, που μόλις πλησίαζε η ώρα να αρχίσει ο αγώνας και τα συνθήματα της ΝΙΚΗΣ ηχούσαν από τα μεγάφωνα, γέμιζαν τις ταράτσες των παρακείμενων σπιτιών -το κτήμα του Σταμάτη είχε μοιραστεί και πουληθεί- και αποτελούσαν τους λαθροθεατές. Πρώτος και καλύτερος ο πατέρας μου, φανατικός Νικιώτης, φορούσε την τραγιάσκα του, το βαρύ μπλε παλτό του και σοβαρός, όπως πάντα, πήγαινε στην ταράτσα του αδελφού του Τάκη Δεληκούρα. Εκεί είχε δική του θέση, ξεχωριστή. Πίνοντας το καφεδάκι του από τα χέρια της νύφης του Σοφίας, χαιρόταν τον αγώνα σαν μικρό παιδί.

Όταν γύριζε, αν η ΝΙΚΗ είχε κερδίσει έλαμπε και φώτιζε το πρόσωπό του. Αν είχε χάσει κατέβαινε κατσουφιασμένος για το καφενείο του Μαγουλά, να εκτονωθεί συζητώντας με τους άλλους φίλους του.
Αν τύχαινε και η ΝΙΚΗ έβαζε γκολ, ταρακουνιόταν όλος ο συνοικισμός από άκρη σε άκρη. Πόση αγάπη είχαν εκείνοι οι πρόσφυγες για την ομάδα τους, πόσο όμως αγνά ήταν τα παιχνίδια των ομάδων και οι παίκτες που είχαν άλλο βιοποριστικό επάγγελμα. Δεν ζούσαν από το ποδόσφαιρο. Έπαιρναν κανένα χαρτζιλίκι, αλλά έπαιζαν από αγάπη. Τους αρκούσε η φήμη, ο τίτλος, η αγάπη και ο θαυμασμός των ανθρώπων. Ήταν βέβαια και οι «πρώτοι επίδοξοι γαμπροί», που γίνονταν ήρωες τις Κυριακές και τις καθημερινές αγωνίζονταν να έχουν να ζήσουν. Το γήπεδο δεν ήταν όμως μόνον χώρος της Νίκης. Ήταν και χώρος των σχολείων της Νέας Ιωνίας, δημοτικών και γυμνασίων που έκαναν τις επιδείξεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Περασμένα μεγαλεία. Πόσες ώρες στο Γυμνάσιο προσπαθούσαμε με την Πιτσαδιώτου, τη γυμνάστρια, να αγγίξουμε το τέλειο. Πότε με τσέρκια, πότε με κορδέλες άσπρες λικνιζόμασταν στους ήχους της μουσικής και εκτελούσαμε τις καθορισμένες ασκήσεις, φορώντας κοντά άσπρα σορτάκια, ανοίγοντας τα φτερά στο καινούριο που πλησίαζε.
Ένας πέτρινος μαντρότοιχος στη γωνία του δρόμου, που ανέβαινε στο στρατόπεδο, περιτοίχιζε το οικόπεδο, όπου ήταν τα γραφεία των ΣΕΚ (Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτους), μάλλον γραφεία Υγειονομικού, και μια μεγάλη ταμπέλα φιγουράριζε πάνω από τα κτίσματα, «ΣΕΚ». Στη μεγάλη αυλή, στρωμένη με χαλίκια, υπήρχε ένας μικρός κήπος αριστερά με φύλακα έναν σκύλο και υπολείμματα από καρότσες.

Κέντρο του Κατρακέλα

Ο δρόμος ήταν κάθετος στη Μαιάνδρου και στη γωνία υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο, άφρακτο, όπου έλεγαν πως στις αρχές του 1941 έκαναν επίδειξη στρατιώτες Λευκορώσοι. Στον καθαρό χώρο έκαναν τα νούμερά τους και γύρω τοποθετούσαν τριχιά σε πασσάλους να οριοθετούν τον χώρο και να εμποδίζονται οι θεατές. Εκεί μαζεύονταν πολύς κόσμος από τη Νέα Ιωνία, αλλά και τον Βόλο, να θαυμάσουν την επιδεξιότητα των στρατιωτών και τις ασκήσεις που έκαναν τα ξανθόμαλλα παλικάρια που είχαν ξεμείνει και γύριζαν τις πόλεις για να ζήσουν. Μετά τα άπειρα χειροκροτήματα, ένας στρατιώτης περνούσε από τους θεατές και με δίσκο το μεγάλο καπέλο του συγκέντρωνε ό,τι έριχναν. Το πλήθος έφευγε ικανοποιημένο από το θέαμα και ο χώρος πάλι ερήμωνε ώσπου να γίνει πάλι κάτι άλλο. Και αυτό το άλλο, ήταν να γίνεται χώρος καταμέτρησης των ζώων που υπήρχαν στη Νέα Ιωνία. Όσοι είχαν ζώα, μουλάρια, άλογα, γαϊδούρια έπρεπε να τα δηλώνουν στον Δήμο και ο χώρος γινόταν ένα παζάρι.
Ακριβώς δίπλα ήταν το μεγάλο σπίτι του κτηματομεσίτη Στυλιανίδη και εκεί στο κατάστημα με τα είδη υγιεινής και πλακάκια, ήταν το καφενείο του Κατρακέλα. Στο πεζοδρόμιο ήταν μεγάλες μουριές και τσιμεντένια αυλή κάλυπτε τον χώρο, και πίσω, το μαγαζί με τα ξύλινα μεγάλα πορτοπαράθυρα και τα τραπεζάκια με τα καρό τραπεζομάντηλα.
Στην πρόσοψη ήταν μια ταμπέλα που έγραφε: ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ και μέσα σε κύκλο «ΠΟΣΕΙΔΩΝ» και από κάτω ΚΑΤΡΑΚΕΛΑΣ.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Γεωργιάδης, αλλά επειδή είχε στο μαγαζί βαρέλια με κρασί που τα κυλούσε όταν τα μετέφερε, οι φίλοι του, του έδωσαν το παρατσούκλι «Κατρακέλας». Εκείνος χωρίς διαμαρτυρία το κράτησε και το έβαλε και στην ταμπέλα του μαγαζιού του. Περνώντας από την αυλή, που άστραφτε από καθαριότητα γευόσουν τη μυρωδιά της μικρασιάτικης κουζίνας της γυναίκας του και την έντονη μυρωδιά από τα κέδρινα βαρέλια με το ευωδιαστο κρασί. Πόσα μεσημέρια καθισμένος νωχελικά σε μια καρέκλα, αποσταμένος, μισοκοιμόταν ακούγοντας το «Μαντουβάλα αγάπη γλυκιά μου…».
Και κανείς, ούτε διαβάτης, ούτε πελάτης τον ενοχλούσε.

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γιάννη Κονταξή, Μαρίτσας Τασιά

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το