Θ Plus

Μια χελώνα στην Άμμο του Πανταζή

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Το ραντεβού μας ήταν στο πίσω μέρος του Βαλή. Εκείνος μόλις είχε σχολάσει από το Λύκειο όπου δίδασκε. Εγώ ρέμπελος πια επιζητούσα την παρέα του, για να κάνουμε πράματα και θάματα.
Έτσι κάθε φορά που θα συναντιόμαστε, εγώ έχω το πάνω χέρι στο δρομολόγιο και τον προορισμό κι εκείνος σε όλα τα ηλεκτρονικά και πεζοπορικά διαβήματα. Και σ’ όλα, εννοείται, τα βήματα. Ηλεκτρονικά και μη.
Φύγαμε προς Λεχώνια. Η μέρα ήταν έξοχη και λαμπρή. Προοιώνιζε ωραίο περίπατο. Είκοσι δύο του Γενάρη, κρύο διαπεραστικό, ήλιος με δόντια και το Πήλιο στα υπερώα καλά του. Γλυκό κι ενδόσιμο στις γαλιφιές του καιρού.
Περάσαμε τα Καλά Νερά και σταματήσαμε στην Μπούφα. Για ένα κουλούρι.
Φτάσαμε στη Συκή, πήραμε το στεναδάκι από την πάνω μεριά, κι ύστερα κατηφορίσαμε την άσφαλτο προς την Άμμο του Πανταζή.
Σταθήκαμε κάπου να δούμε από ψηλά εκείνο τον πέτρινο πύργο που δεσπόζει ξεσκούφωτος μέσα στη θάλασσα κι ύστερα πήραμε να κατεβαίνουμε μέχρι που τελειώνει η άσφαλτος.
Εκεί ασφαλίσαμε το αμάξι, ο φίλος μου ζαλικώθηκε τις μηχανές του κι εγώ με μια σακούλα υπό μάλης κι ένα σουγιά πήραμε να κατηφορίζουμε ψάχνοντας για κανα ραδίκι ή κανα ζωχό, στα ρείθρα του διαζώματος.

Η νεκρή χελώνα

Τερμάτισε ο δρόμος, άνοιξε το πλατύ στήθος της η άμμος, αλλά οι ροδιές των τρακτέρ συνεχίζανε ακάθεκτες μέσα στις οργωμένες δράνες της άμμου. Γνώριμος ο λόγος κι η αιτία. Οι ψαράδες της Συκής κατεβάζουν τις βάρκες τους με τρακτέρ, τα τελευταία, ακαταμάχητα στην άμμο, τη διασχίζουν φέρνοντας τις βάρκες στο χείλος της ακτής απ’ όπου τα τρακτέρ τις αδειάζουν στη θάλασσα.
Τουρισμός μηδέν σ’ αυτή την παραλία της Συκής. Ούτε σπίτι στην ακτή ούτε μαγαζί. Γλίστρα θα φτιάξουν;
Βαδίσαμε πάνω στην αμμουδιά. Φλοίσβιζε το κύμα νανουρίζοντάς μας. Τέλειωνε κάποτε η άμμος, άρχιζε η βοτσαλιά κι ύστερα χοντραίναν οι κροκάλες και γινόντουσαν πελώριες γιαλόπετρες.
Μια σκύλα μας χούγιαξε από την άλλη μεριά της ακτής. Ερχότανε γαυγίζοντας καταπάνω μας. Σαν πλησίασε είδα στο πλάι της ένα κουταβάκι, βυζανιάρικο χαριτωμένο. Η σκύλα, με τα μαστάρια ακόμη κρεμασμένα και τις θηλές να παίζουν πέρα δώθε, μου όρμηξε καθώς προπορευόμουνα. Έφτασε δίπλα μου φρενάροντας μα κι απειλώντας με τις τεράστιες κραυγές της. Κραυγές! Πώς μούρθε;
Φως φανάρι προστάτευε το μωρό της. Μ’ έφερε ένα γύρω, εγώ της χούγιαξα στη γλώσσα της, τίποτα. Εκείνη έτοιμη να χιμήξει.
Κάποια στιγμή μυρίστηκε τον φίλο που ερχόταν πίσω μου. Τάχασε. Σου λέει, εδώ έχουμε να κάνουμε με συμμορία, τι να τoν κάμω τούτον; Έκαμε πίσω, πήρε κι έβαλε κάτω απ’ τ’ αχαμνά της το μωρό που ήθελε παιχνίδια. Βλέπεις το κουτάβι δε νογούσε, από κινδύνους κι απειλές των δίποδων εχθρών. Ακόμη…
Προχώρησα ρίχνοντας πίσω μου ματιές δήθεν ερευνητικές. Η σκύλα μέρωσε, ο κίνδυνος έλειψε, στον φίλο έκαμε γαλιφιές ζητώντας χάδια.
Μπροστά μας ανοίχτηκε πεδίο της πέτρας λαμπρόν. Μα τι σχέδια και χρώματα ήταν αυτά που είχαν στη ράχη και την ποδιά τους, όλα τούτα τα έξοχα γιαλόσπαρτα λιθάρια, μικρά και μεγάλα. Σχήματα οικεία από μακρινές μνήμες που επιστρέφουν στον εαυτό τους (*). Μερικές μάλιστα πελώριες και ογκώδεις βραχόπετρες έμοιαζαν με ξύλινους κορμούς, ξεβρασμένους στην ακτή από κάποιο ναυάγιο.

Ένα από τα υπέροχα πετρώματα της Άμμου του Πανταζή

Κάμαμε έτσι κάπου μισή ώρα να διαβούμε το μέτωπο αυτής της ανοιχτής έκθεσης καλλιτεχνικών έργων της θείας φύσης.
Πέρα από την άκρη του γιαλού φάνηκε ο «πύργος» της θάλασσας, εκείνο το πέτρινο μονομπλόκ, ίδιο με ορθογώνια οικοδομή.
Αυτό ήταν άλλωστε και το ζητούμενο της μέρας. Να το δούμε, να το ψαύσουμε με το βλέμμα, θαυμάζοντας την ειδή του, όπως του αξίζει, και φωτογραφίζοντάς το από διαφορετικές θέσεις και γωνίες λήψης. Είτε περπατώντας πάνω στις γιαλόπετρες είτε καβατζάροντας τα απέναντι βράχια της ανώμαλης ακτής. Το φέραμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε και με τον ήλιο, φωτιστικό καταρράχτη καταπάνω του, ενισχύσαμε τον χαρακτηρισμό του ως μνημείου φυσικής τέχνης.
Ύστερα σκαρφαλώσαμε από τους πλαϊνούς ελιώνες, βρήκαμε το αγροτικό δρομάκι που διέσχιζε τα περιβόλια και ανηφόριζε για τον Αϊ Δημήτρη.
Βρήκαμε ένα πονηρό πέρασμα στο λιοτόπι κάτω από μια αμπάρα σιδερένιας αλυσίδας και σκύβοντας, μπήκαμε στο λιόφυτο του Σαρακατσάνου, ενός γνωστού μου Μακρινιτσώτη, στον οποίο ανήκει αυτή η ιδιοκτησία. Ευελπιστούσα να τονε βρω εκεί να μας ψήσει κανένα καφέ, ολομπροστά στο μαγευτικό του μπαλκόνι, απ’ όπου έχει κανείς την ωραιότερη άποψη και θέα του εκείνου θαλασσινού κάστρου.
Δεν ήταν κανείς, και ’μεις γυροφέραμε τον περιφραγμένο εξώστη πάνω ακριβώς από τη θάλασσα, που σήμερα, καλή της ώρα, κλωσούσε ήμερα αυγά μέσα σε μια σπάνια μπουνάτσα.
Ήπιαμε όλο τον χυμό από το θείο οπτικό νέκταρ κι αυτό συσκευασμένο σε μικρά μπουκαλάκια για να χωράει πολλές μεγάλες δόσεις.
Χορτάσαμε θέαμα, γαλήνη, ύψος και βάθος αισθητικό, καθώς και πλούτο ναρκισσευμένων αγαθών που αντιγυρίζουν την ωφέλειά τους σε μας…
Κι αφού «ήρθαμε, είδαμε και νικήσαμε» κατά τη γνωστή λατινική ρήση έπρεπε σιγά σιγά να γυρίσουμε πίσω. Αλλά «πίσω» πού, ύστερα από τέτοια και τόσα θάματα και καλούδια που μας φόρτωσε η πάναγνη φύση;
Τα φύσει αγαθά όμως δεν τα παρατήσαμε στην τύχη τους. Τα βάλαμε σ’ ένα σακούλι μικρό και τα πήραμε μαζί μας για να τ’ αποθηκεύσουμε ως ξεχωριστά δώρα της φύσης…
*
Η μέρα δεν έμελλε να τελειώσει δίχως παράδοξα, απρόοπτα και αναπάντεχες συναντήσεις.
Γέρνοντας ο ήλιος αποχαιρετούσε πρώτα απ’ όλα τον όρθιο μπροστάρη του πέλαγου.
Τον αφήσαμε πίσω μας να γουργουρίζει ολομόναχος, αιώνες δα κάτω από τον αγιογδύτη σίφουνα, δίχως παράπονο και δίχως έγνοιες για σεισμούς, θεομηνίες κατακλυσμούς.
Διασχίσαμε τις ίδιες κροκάλες, περάσαμε από τους ίδιους ζωγραφικούς πίνακες που αποτύπωναν «ένα καθαρό λεξιλόγιο χρωμάτων και σχημάτων» και τις ίδιες τυμπανοκρουσίες της θάλασσας αφουγκραστήκαμε. Μαζί με τους ίδιους στεναγμούς και βόγγους του παραπονεμένου φλοίσβου.
Αρμέξαμε όλο τον χυμό της γαλακτερής σκόνης του ορίζοντα, πατήσαμε στα ίδια όνειρα και παραπατήσαμε λιγάκι παραπάνω, μέχρι που την πατήσαμε στο τέλος ολωσδιόλου παγιδευμένοι μέσα σε ένα τέλμα καχυποψίας για την «παλιά» ζωή στην οποία γυρίζαμε.
Κι εκεί καθώς σκαλίζαμε τις αναμνήσεις, κάτω από τις γεναριάτικες υπερβολές, αιχμαλώτισε το βλέμμα μας ένα κουφάρι που έμοιαζε με δέντρο, πάνω στην άμμο, που ανέκοψε την πορεία μας, καθώς φαινότανε πως είχε βάλει πλώρη για τη θάλασσα.
Κουφάρι φοινικιάς το βάφτισα, έτσι που είχε μια γδαρμένη επιφάνεια, αλλά, πράγμα περίεργο, το κουφάρι είχε δόντια και νύχια.
Πλησίασε κι ο φίλος μου για να κάνει αυτοψία. Να δει τα εντός και τα υπέρ της απροσδόκητης εκείνης παρουσίας του ξενικού κορμού στην παραλία του ανατολικού Πηλίου…
Κλώτσησε ανάλαφρα τον κορμό, μα εκείνος έμεινε ακίνητος. Έπειτα ξανακλώτσησε, πιο δυνατά. Το κουφάρι ανασκέλωσε. Τα πάνω ήρθανε κάτω. Παρέμεινε κουφάρι, μα μεταποιήθηκε σε πρώην ζωντανό, με αίμα, ιστούς, νεύρα και κόκαλα. Μπα, οι φοίνικες δε έχουν αίμα ούτε κόκαλα. Μπορεί να έχουν ιστούς και νεύρα, όμως κόκαλα και αίμα γιοκ.
Από την πρόσθια όψη του κουφαριού αποκαλύφθηκε βαθύ άνοιγμα με έντονη και δύσοσμη αποφορά. Μα ήταν δυνατό; Nα είναι κάποιο ζωντανό που ξεψύχησε και να μυρίζει ακόμη, πέρα από τη μακρόχρονη σήψη του;


Γύρω γύρω παγωμένη ψιλούτσικη άμμος, κανα δυο βοτσαλάκια, κόχυλες και μικρές αχιβάδες, και στη μέση η βαριά μυρωδιά από την αποσύνθεση που κρατούσε σε πείσμα των καιρών.
Έσκυψα κι αναγύρισα το κουφάρι απ’ την άλλη. Τόφερα στα ίσα. Κι εκείνο, πεισμωμένο από μια ανελέητη κατακραυγή εναντίον όσων το βυσσοδομούσανε στη ζήση του, άνοιξε τα πλαϊνά του σκέλη και ξεχώθηκαν από τα σπλάχνα του κεφάλι, ουρά και δυο πόδια πλακουτσωτά, με τεράστιες λεπιδωτές χηλές.
Ήταν μια πελώρια θαλάσσια χελώνα, που πρέπει να ζύγιζε πάνω από ογδόντα κιλά. Το στόμα της ανοιγόκλεινε ακόμη, τα μάτια της δυο πελώριες άδειες τρύπες, η ουρά της ξεχειλωμένη, τα δυο πλαϊνά πτερύγια, χρωματιστά κοκάλινα κι οστεώδη και το καύκαλό της ένας πίνακας ζωγραφικής με ανάγλυφους ρόμβους και στρείδια κολλημένα απάνω της. Μια άθραυστη, αλλά διαψευσμένη από τον χρόνο και τη μοίρα επιφάνεια…
Ένα αγέρι ψυχρό έως ύπουλο έσυρε ως εμάς τ’ αέρινα χάδια του κι ανασήκωσε το ένα πτερύγιο της νεκρής χελώνας. Ευκαιρία ήταν να το ψηλαφήσουμε. Άπλωσα το χέρι και το καθάρισα από την άμμο. Ένα κίτρινο λεπιδωτό οστό γυάλισε στα μάτια μου. Δοκίμασα να το τραβήξω. Στάθηκε αδύνατο. Μύρισε. Σαν κάτι να ζωντάνεψε και δήλωσε παρόν. Μαζί με μια μετάνοια προμελετημένη. Για όσα είχε σούρει των ανθρώπων. Ξαναμπήκε ωστόσο στο καβούκι της, στον τροχό της σήψης δηλαδή και της αποσύνθεσης.
Κοιταχτήκαμε με τον φίλο μου. Έπιασα το κεφάλι, που όσο το κρατούσα, ανοιγόκλεινε το στόμα της, και τόχωσα μέσα από το κενό περιλαίμι του. Ησύχασε.
Ύστερα γύρισα να δω τελευταία φορά τα λαμπερά του νύχια. Τα περιεργάστηκα. Από τις θάλασσες που είχε οργώσει λαμνάροντας σε βαθιά και αβαθή, είχανε γίνει στιλπνά αποκτώντας μια επιφάνεια από κοκαλωμένο σμάλτο.
Χαϊδεύοντας τις άκρες της μούμεινε ένα κοκάλινο νύχι στο χέρι. Ξεκόλλησε σαν μια προσθήκη ψεύτικου δοντιού. Την πήρα μαζί μου.
Σηκώθηκα, έριξα μια τελευταία ματιά στο κουφάρι, ενώ ο φίλος, τόσην ώρα φωτογράφιζε ασταμάτητα, καθέτως και πλαγίως, και με το νύχι της χελώνας αγκαλιά κινήσαμε να φύγουμε.
Ο αέρας δυνάμωνε, η θάλασσα τρεμούλιαζε κι η άμμος ξεσκουμπωνότανε, για να σκεπάσει, με μικρούς μικρούς ανεπίληπτους και ψιλούτσικους κόκκους, το πτώμα της χελώνας που είχε – ποιος ξέρει πώς – ξεβραστεί στην αμμουδιά του Πανταζή…

22-1-2020

(*) Γιάννης Ρίτσος, Υπερώον

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το