Άρθρα

Ωδή σ’ ένα περίπτερο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Μια ζωή ονειρευόμουνα περίπτερα. Oνειρευόμουν τον τετράγωνο κύκλο τους να γυροφέρνω. Ξεροστάλιαζα απέξω, περιστρεφόμουνα γύρω από τον πολύχρωμο πλανήτη τους σαν έτοιμος από καιρό να προσκυνήσω.
Να προσκυνήσω μυρωδιές και χρώματα, στρίμωγμα κι ακαταστασία, πονηρούς κι ανεξιχνίαστους διαβόλους, μυστήρια, μικρά και μεγάλα πράγματα, μεγάλα που τα έκανε τεράστια η φαντασία μου.
Μιλώ για τα μικρά στενά ορθογώνια και παραλληλόγραμμα κουβούκλια, τα πολύχρωμα καλυβάκια των πεζοδρομίων, τις ξύλινες κλούβες σαν πολεμίστρες, κι ακόμη-ακόμη για τα μεγάλα γωνιακά κυβόσπιτα των πλατειών, αλλά και τα τεράστια πολυτελή στέκια των δρόμων τα πολυφώτιστα μαγαζιά στις λεωφόρους, που συγκέντρωναν πλήθος μικροπράγματα και μου τραβούσαν τα βλέμματα σαν τον μαγνήτη και φυσικά την όρεξη όλων των γαβριάδων. Λάθος. Όχι μόνο των γαβριάδων.
Μιλώ για τα στριμωγμένα εκεί μέσα πραγματάκια, για τον πιο μικρό αγαπημένο παράδεισο της ζωής μας, τα βιβλία, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τις σοκολάτες, για τα ψιλικά μιλώ, τις καραμέλες, τα τσιμπιδάκια, τις τσίχλες, τις φουρκέτες, τα ματογυάλια, τα προφυλακτικά, τις χτένες, τις λεμονάδες, τις μπογιές, τα ζαχαρωτά και για τι δε μιλώ.
Για ένα πλήθος μικροπράγματα μιλώ, καμωμένα για όλα τα θυλάκια και τις τσεπούλες των γαβριάδων, μα και όσων έμειναν για πάντα στη ζωή τους γαβριάδες.
Αλλά περίπτερα ήταν και τα μεγάλα τετράγωνα ναϊκά αρχιτεκτονήματα, που είχαν πτερά και κίονες ολόγυρα, κι ήταν ανεπτυγμένα γύρω από έναν ανεξιχνίαστο βωμό ή πίσω από έναν μεγαλειώδη σηκό, λίγο πριν ανυψωθούν ως τον ουράνιο θόλο, για να ενωθούν μαζί του σε ένα προσκύνημα υπερούσιο, και παρά φύση κοσμικό.

Περίπτερα όμως είναι και όλες οι εννοιακές κατασκευές των ποιητών και των ανθρώπων που βλέπουν πέρα από τα πλαίσια της αγοράς του λόγου, από όπου αντικρίζουμε τον εκείθεν των αισθήσεων κόσμο, τον κόσμο δηλαδή που αναπτύσσεται πάνω από τις ανθρώπινες διαστάσεις, τον κόσμο εκείνον όπου διαχειμάζουν οι μετόπες των θεών, οι ζωφόροι τόσο της υλικής, όσο και της ψυχικής ζωής, καθώς και τ’ αετώματα των κυρίαρχων θεοτήτων που δεσπόζουν στη ζωή μας.
Στη ζωή των ποιητών και των περίπτερων ανθρώπων που ανοίγουν τα φτερά τους δηλαδή για να μας πετάξουν πέρα και πάνω από τα απτά και έλλογα νοήματα και τις ακέραιες, θωπεύσιμες κι αμόλυντες αισθήσεις του υπερκόσμιου Είναι…
Περίπτερα λοιπόν! Με ή δίχως φτερά. Αλλά πάντα ιπτάμενα και ταξιδεμένα στις άγνωστες περιοχές της ομορφιάς, της υπεροχής και της νοσταλγίας…
*
Από μικρός λοιπόν κυνηγούσα αυτά τα περίπτερα, όχι μόνο ν’ αγοράσω μικρά ουσιώδη ή επουσιώδη αντικείμενα που εξέθεταν και πουλούσαν, αλλά κυρίως να μεταστώ ίσαμε τον μαγικό κόσμο που έκρυβαν πέρα από τα αγαθά που εκποιούσαν αντί πινακίου φακής.
Αυτόν τον κόσμο ψαχούλευα κι ανίχνευα, με τη μύτη της ψυχής, με το βλέμμα της αγωνίας, με τις κεραίες του αίματος, της καρδιάς θέλω να πω, των φλεβών και των αρτηριών, μέσα από τις οποίες κυκλοφορούσε μέσα κι έξω από το αιμοποιητικό μου σύστημα.
Τα περίπτερα της παιδικής μας ηλικίας. Που έμεινε για πάντα παιδική. Και τα περίπτερα που έμειναν για πάντα περίπτερα. Κι όχι όπως προβιβάστηκαν αργότερα, σε ψιλικατζίδικα κι αυτά σε παντοπωλεία, μαρκετάκια και πολυκαταστήματα.
Το περίπτερο της γειτονιάς, του συνοικισμού, το περίπτερο της λεωφόρου, το περίπτερο το κεντρικό, το περίπτερο του περιπτέρου. Στο στενό, στη γωνία, στη διασταύρωση, στην πλατεία, στον σταθμό, στην παραλία.

Το περίπτερο και ο περιπτεράς, η περιπτερού και τα περιπτεράκια. Ο μέσα και ο γύρω χώρος. Οι προθήκες, η τζαμαρία, το περίφημο καπέλο της στέγης, η τσιχλιέρα, η σιγαριέρα, η τέντα των εφημερίδων, η γυάλινη υποδοχή των κερμάτων, η όρθια στάση του περιπτερά – αργότερα μπήκε το καρεκλάκι και πολύ μετά η πολυθρόνα – τα κρεμαστάρια, τα τσιμπιδάκια, η διαφήμιση «ΣΙΓΑΡΕΤΑ ΜΑΤΣΑΓΓΟΥ» ή ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ, οι ξύλινες ραβδώσεις, ο μουσαμάς, το περίπτερο (ποτέ περίφτερο) γενικά, χωρίς φτερά μα με πτερά και πτερύγια.
Ο ναός των παιδιών Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ, ο ΓΚΑΟΥΡ ΤΑΡΖΑΝ, των εφήβων (ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ, Η ΜΑΣΚΑ), αλλά και το Ιερό των κοριτσιών – από κει μαθές τα πρώτα τους σκιρτήματα, το ΡΟΜΑΝΤΖΟ, και Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ, τα ρομάντζα των ωραίων και τα κατορθώματα των ορέων ανδρών. Που παραποιούσαν την εικόνα του υποψήφιου γαμπρού, του αγοριού με τις πλάτες και τα μούσκουλα μπερδεύοντάς τον με τον ρωμαλέο πρωταγωνιστή.
Ο περίπτερος Ναός της αρχαίας θεάς, της Δήμητρας, του Ποσειδώνα και της Αθηνάς. Κι αυτοί ναοί με περίπτερα. Δίχως γλειφιτζούρια και σοκολάτες, περιοδικά και τσιγάρα, μα με μάρμαρο καμωμένα, γυαλιστερά σαν το περίπτερο της πλατείας.
Περίπτερα που λες, με ξυραφάκια, ασπιρίνες και κορδόνια, μπαταρίες, καραμέλες ραντεβού και μέντας,
Περίπτερο σαν την κατσίκα την Αμάλθεια και το κέρατό της, που έκρυβε στα σωθικά της χίλια δυο καλούδια.
Περίπτερο, των απαγορευμένων ειδών (προφυλακτικά, ΜΑΣΚΕΣ) και του σαγηνευτικού μυστηρίου (ΧΤΥΠΟΚΑΡΔΙ, χαρτάκια κληρωτίδας).
Περίπτερο αγωνίας, πλησμονής, μυστηρίου και γλυκού πλανέματος των ματιών.
Περίπτερο της γειτονιάς, της δικής μας και της παρακάτω, περίπτερο με φώτα, με χρώματα, με μυρωδιές κι αρώματα, περίπτερο μ’ εφημερίδες, αθλητικές, πολιτικές και του ΠΡΟΠΟ.
Περίπτερο γενικώς, με πολλές-πολλές εστίες και φλόγες, που ανάβουνε για όλους και είναι αναμμένες για πάντα κι ας πήραμε απόφαση να τα κλείσουμε.
Στη θέση τους μείνανε τα πέδιλα να τα θυμίζουνε σαν όστρακα κεραμικά σπασμένα, ξεχασμένα από τον καιρό, τους ανθρώπους, τη μνήμη και τη νοσταλγία.
Περίπτερο γενικώς…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το