Άρθρα

Ο Βυζαντινός πολιτισμός και η πρόσληψή του στη Δύση

ΙΙ. Το καταπίστευμα

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
(Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ)

Αν για τους Έλληνες η πολιτισμική συνεισφορά του Βυζαντίου είναι αυτονόητη, έστω και με την παραμορφωτική ορισμένες φορές προϊδέαση του εθνικού αφηγήματος, η δυτική παράδοση φανερά επηρεασμένη από τον φανατισμό του Voltaire και του Gibbon παρέμεινε σε στερεοτυπικές προσεγγίσεις που συνοψίζονται στη διακωμωδημένη οπτική μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας.
Κι όμως το Βυζάντιο αντηχεί όπως ένας αρχαίος μύθος, ενώ η κληρονομιά του είναι ζώσα ως μαρτυρία στη Θεσσαλονίκη με εκκλησιές να λειτουργούν αδιάκοπα από την κτίση τους, στη Βενετία, στην Αθήνα, στο Μόσταρ ή στην Κωνσταντινούπολη. Όπως ακριβώς η Ορθόδοξη κληρονομιά επιβιώνει σε κοπτικούς ψαλμούς από την Αιθιοπία ή στη Ρωσική πολυφωνία. Καθώς η Ευρώπη δημιουργεί ένα κοινό πολιτικό πεπρωμένο, είναι καιρός να αναδείξουμε και το άλλο μέρος του προσώπου της που είχε μια μακραίωνη παράδοση. Μπορεί να απαλειφθεί το καταπίστευμα μιας αυτοκρατορίας που ακτινοβολούσε για έντεκα αιώνες; Πώς να παραβλέψει κανείς την οραματική προοπτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν έχτιζε μια «νέα Ρώμη», μια γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης χάρη στην οποία η Ανατολή συμφύρεται με την κληρονομιά της αρχαίας Ρώμης και παράγει ένα εντελώς πρωτότυπο όραμα του κόσμου, τόσο ελληνικό όσο και ρωμαϊκό, χριστιανικό και ανατολικό; Εάν η ενότητα του χριστιανικού κόσμου έχει εκλείψει λόγω των διαιρέσεων Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης, η κληρονομιά του Βυζαντίου είναι ωστόσο παρούσα σήμερα στην Ευρώπη. Η Κωνσταντινούπολη ακόμη και σήμερα φαίνεται να ενσωματώνει το παλιό βυζαντινό όνειρο των Ανατολιτών της Ευρώπης (ή των Ευρωπαίων της Ανατολής). Η Βενετία επιδεικνύει τεκμήρια βυζαντινής προέλευσης. Η ιστορία του Βυζαντίου είναι θεμελιώδης για την κατανόηση των πρόσφατων βαλκανικών αναταράξεων. Η βυζαντινή τελετουργική μυσταγωγία και μεγαλοπρέπεια εξακολουθεί να αντηχεί σε τελετές και νοοτροπίες από την Κωνσταντινούπολη έως τη Βενετία, από την Αθήνα έως τα Καρπάθια, από το Μόσταρ στη Μόσχα.

Η Ορθοδοξία ενσαρκώνει μια άλλη Ανατολή διαφορετική από τον ισλαμικό κόσμο ή την Ασία, μια άλλη Ευρώπη από τη Δύση. Είναι πάνω απ’ όλα ο άλλος Χριστιανισμός για τον οποίο η αισθητική και η πνευματικότητα είναι ένα. Μέσα από τη μουσική και τις λειτουργίες της, η Βυζαντινή υμνογραφία μας επιτρέπει να νιώσουμε και να ακροαστούμε μια ξεχασμένη ήπειρο. Στην πηγή αυτού του άλλου χριστιανισμού, μακριά από τον δυτικό ορθολογισμό, ανακαλύπτουμε μια μουσική με απίστευτα σύγχρονες μορφές. Αποκαλύπτει μυστικισμό, ασκητισμό και συλλογική, ιστορική, λαϊκή μνήμη. Η διαιώνιση αυτής της μουσικής παράδοσης χρησιμοποιείται κυρίως για την ανακάλυψη της ενότητας ενός σύμπαντος όπου μουσική, εικονογραφία, αρχιτεκτονική και σώμα πιστών οργανώνονται σε μια κοινωνία.

H πνευματική κληρονομιά της αυτοκρατορίας μετεκκενώθηκε σε μεγάλο βαθμό στη Δύση. Το Βυζάντιο, έχοντας καθιερώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση διοικητικών και εκκλησιαστικών στελεχών, διατηρούσε πάντα μια λόγια παράδοση. Οι βυζαντινοί διανοούμενοι ανέπτυξαν διάφορα χριστιανικά είδη γραμματολογίας, ύμνους, ομιλίες (κηρύγματα), βίους αγίων, θεολογικά δοκίμια με βάση τη μελέτη των Πατέρων της Ελληνικής Εκκλησίας. Η αρχαία κληρονομιά μπορεί να παρέμενε παραμελημένη γιατί συνδέθηκε με τον παγανισμό, όμως τα κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ήταν χρήσιμα στον θεολογικό διάλογο. Η διάσωση αφορούσε και τα Ομηρικά έπη. Στην εποχή των Παλαιολόγων (1259-1453), οι λόγιοι, ανακάλυψαν τους αρχαίους συγγραφείς και επιμελήθηκαν την έκδοση έργων των αρχαίων τραγικών Σοφοκλή και Ευριπίδη και έγραψαν εγχειρίδια γραμματικής. Η βυζαντινή αναγέννηση είχε προηγηθεί και επηρεάσει αυτήν της Δύσης.

Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Γάλλος ιστορικός του Βυζαντίου MichelKaplanη πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ρήξη του πολιτισμού που αναπτύχθηκε. Για περισσότερο από έναν αιώνα, οι Δυτικοί ενδιαφέρονται να ανακαλύψουν ξανά τον ελληνικό κόσμο, με τους Ιταλούς επικεφαλής, όταν η ήδη η Αναγέννηση βρίσκονταν στην άνθησή της. Συνέρρεαν στην Κωνσταντινούπολη για να ανακαλύψουν την ελληνική λογοτεχνία και σκέψη χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ αρχαίων και μεσαιωνικών γραπτών. Την ίδια περίοδο κάποιοι επιφανείς Βυζαντινοί λόγιοι εγκαταλείπουν την αβεβαιότητα και το εχθρικό κλίμα της πόλης για να καταφύγουν στη Δύση, στην Ιταλία κυρίως και την Ισπανία.

Ανάμεσά τους ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1424-1511), γεννημένος στην Αθήνα, που φεύγει για την Περούτζια και έπειτα την Πάντοβα, όπου δημιουργεί την πρώτη έδρα Ελληνικών στη Δύση, πριν πάει στη Φλωρεντία, όπου μεταξύ των μαθητών θα έχει και τον επιφανή Pic de la Mirandole. Το ίδιο ισχύει και για τον διάσημο νομοθέτη Βησσαρίωνα, που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1403, πέθανε στη Ραβέννα το 1472, αφού είχε προαχθεί σε καρδινάλιο μετά το Συμβούλιο της Φλωρεντίας (1438-1439) και έφυγε οριστικά για την Ιταλία το 1439. Για να στεγάσει τα χειρόγραφα που είχε μαζί του, η Βενετία δημιούργησε τη βιβλιοθήκη Αγίου Μάρκου, τη Μαρκιανή. Πολλά από τα χειρόγραφα που αποτελούν τον πλούτο της βιβλιοθήκης του Βατικανού στη Ρώμη ή της βιβλιοθήκης Laurentian στη Φλωρεντία, καθώς και της εθνικής βιβλιοθήκης της Μαδρίτης και της βιβλιοθήκης Escorial, έφθασαν εκεί με παρόμοια διαδρομή.

Τα ενδιαφέροντα των Δυτικών δεν επικεντρώνονται μόνο στην αρχαία ελληνική γραμματεία αλλά χάρη στην ανάπτυξη της τυπογραφίας, κείμενα Βυζαντινών συγγραφέων με ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία κυκλοφορούν στη Βενετία ενώ άλλα,όπως τα Χρονικά του Ιωάννη Ζωναρά, σε λατινική μετάφραση. Μια σύνοψη της Βυζαντινής νομοθεσίας των Βασιλικών, τυπώθηκε επίσης σε Λατινική μετάφραση.

Ο Διαφωτισμός θα επιβάλλει την καθόλα αρνητική εκδοχή μιας αυτοκρατορίας απόλυτης μοναρχίας και αυταρχισμού και θα διανυθεί περισσότερος από ένας αιώνας για να αποκατασταθεί η εικόνα του Βυζαντίου από τους Γερμανούς ιστορικούς αρχικά. Οι Βυζαντινές σπουδές θα εξαπλωθούν στη συνέχεια παντού: Στη Ρωσία που διεκδικούσε το πρωτείο έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αργότερα στις ΗΠΑ, Ασία και Αυστραλία. Ακόμη και στην Κεμαλική Τουρκία η συστηματική υποβάθμιση του Βυζαντινού παρελθόντος θα αναδιπλωθεί υπό την πίεση του τουριστικού ενδιαφέροντος για τα Βυζαντινά μνημεία και τις απρόβλεπτες αρχαιολογικές ανακαλύψεις. Η ανάδειξη δεκάδων βυζαντινών πλοίων σε ένα αρχαίο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, που αποκαλύφθηκαν από το έργο του μετρό της Κωνσταντινούπολης θα σηματοδοτήσει μια πολιτική αξιοποίησης και ιδιοποίησης της Βυζαντινής κληρονομιάς με την προβολή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ισάξιου συνεχιστή.

Η γοητεία αυτού του πολιτισμού είναι απαράμιλλη γιατί όπως έγραφε ο Γάλλος ιστορικός και κορυφαίος νομισματολόγος Gustave Schlumberger «Τίποτα δεν είναι πιο συναρπαστικό από το να μελετά κανείς την ύπαρξη αυτής της θαυμάσιας μοναρχίας, που αποτελείται από στοιχεία τόσο παράξενα διαφορετικά, κληρονόμος της παλιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που εκτείνεται στα όρια της Δύσης και της Ανατολής, που υπερασπίστηκε για περισσότερα από χίλια χρόνια με απαράμιλλη ενέργεια, πάντα αναγεννημένη, ενάντια στην ακούραστη προσπάθεια των συνασπισμένων βαρβαρικών εθνών».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το