Άρθρα

Ο κυνισμός της διαχείρισης

Του Παντελή Προμπονά*

Αν προσπαθούσε να συνθέσει κανείς μια ιστορία του εκπαιδευτικού συστήματος από την οπτική της επιστημολογίας των – από καιρό εις καιρόν – αποκαλούμενων «μεταρρυθμίσεων», με άνεση θα μπορούσε να τη βαφτίσει: «Μια ιστορία του ράβε- ξήλωνε». Τις τελευταίες δεκαετίες οι παρεμβάσεις σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης σχετίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρους τους με τέσσερις άξονες: Είτε με έξωθεν επιβεβλημένα μοντέλα οργάνωσης της εκπαίδευσης με στόχο να ανταποκρίνονται σε όμοιες απαιτήσεις, συνήθως της αγοράς, στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης, είτε με ιδεολογικές εμμονές των εκάστοτε κυβερνώντων σχετικά με το τι συνιστά πρότυπη οργάνωση, είτε γιατί διαπλέκονται με συντεχνιακά συμφέροντα εκπαιδευτικών ή επαγγελματικών και επιστημονικών ενώσεων, είτε διότι – στο κλίμα της εποχής – πρέπει να πριμοδοτηθεί ο ιδιωτικός τομέας στον οποίο εν πολλοίς έχει χαριστεί – και λειτουργεί υπό το κράτος αδιαφάνειας – όλο το πλέγμα της μεταλυκειακής και τεχνικοεπαγγλεματικής κατάρτισης αλλά και έχει οικοδομηθεί το παραπαιδείας που άνθισε κάτω από το αίτημα της μαζικής εισροής στα πανεπιστήμια (στο οποίο κι εγώ εργάζομαι).

Εν μέσω πανδημίας το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας περιέχει λίγο απ’ όλα τα παραπάνω και κατατέθηκε, ας μου επιτραπεί ο όρος, με έναν κυνισμό της διαχείρισης. Το εκπαιδευτικό κίνημα στη χώρα αποτελεί ιστορικά ένα σημαντικό κύτταρο κινητοποιήσεων και δημοκρατικού ελέγχου των αλλαγών στον χώρο της παιδείας έχοντας βαθιά ριζωμένες τις αξίες της μόρφωσης ως δικαίωμα και της δωρεάν ποιοτικής παιδείας. Υπό αυτό το πρίσμα ο κυνισμός έγκειται στις βιαστικές διαδικασίες να προχωρήσει ένα πολυ-νομοθέτημα χωρίς ουσιαστικό διάλογο και με σκληρούς περιορισμούς στο συνέρχεσθαι για την κοινωνία. Πώς όμως μπορεί να αποκαλείται οποιαδήποτε παρέμβαση μεταρρύθμιση όταν δεν αυξάνει τη χρηματοδότηση, όταν δεν κάνει μαζικές παρεμβάσεις στις υλικοτεχνικές υποδομές, όταν δεν κάνει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και όταν δεν διαφοροποιεί τη γνωστική ιεραρχία των αντικειμένων ούτε παράγει καινοτόμο εκπαιδευτικό υλικό που να παρακολουθεί τις επιστημονικές εξελίξεις; Ρητορικές οι ερωτήσεις. Σαφώς και δεν μπορεί και εδώ έγκειται η δεύτερη όψη του κυνισμού: Πίσω από τις λέξεις των εξαγγελιών αποκρύπτεται η σκληρή αλήθεια των αριθμών ως προς τις ανάγκες που επιχειρείται να καλυφθούν αλλά και την ταξική καταδίκη που εξυφαίνεται για χιλιάδες μαθητές.

Ο αποκλεισμός χιλιάδων νέων – που η τύχη ή ζωή δεν ήταν φιλική μαζί τους – από το δικαίωμά τους να ολοκληρώσουν τις εγκύκλιες σπουδές τους στη τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση (ΕΠΑΛ) σε μια μεγαλύτερη ηλικία, στο όνομα μάλιστα της καταπολέμησης της ενδοσχολικής βίας, δε θεραπεύει βεβαίως της βαθύτερες αιτίες του σημαντικού αυτού ζητήματος αλλά εξοικονομεί ανθρώπινους πόρους από τις αναγκαίες προσλήψεις. Αυτοί οι μαθητές ενός κατώτερου θεού είναι τα θύματα ενός πηλίκου στη διαίρεσή τους με το πόσο κοστίζουν οι καθηγητές τους. Την ταξικότητα εντείνουν και η επαναφορά θεσμών όπως η τράπεζα θεμάτων και η αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων, ειδικά στο Λύκειο, οι οποίοι αφενός δημιουργούν μαθήματα δυο κατηγοριών και αφετέρου για τα εξεταζόμενα ισχυροποιούν το πλαίσιο του ανταγωνισμού άρα και της παραπαιδείας. Το κερασάκι στην τούρτα βεβαίως η πρόταση για δραστική αύξηση των μαθητών σε μια τάξη σε νούμερα που είχαμε δεκαετίες να δούμε, όταν μόλις πέρυσι η κυβερνώσα παράταξη είχε ψηφίσει ακριβώς το αντίθετο στη Βουλή, δηλαδή τη μείωσή τους! Όταν τα πιο αποτελεσματικά εκπαιδευτικά συστήματα προκρίνουν τις μικρές ομάδες μαθητών και τη συνεχή διάδραση μόνο οι αρμόδιοι γνωρίζουν ποιου είδους αριστεία εξυπηρετείται με τέτοιες αλλαγές.

Οι ιδεολογικές καταβολές των παρεμβάσεων γίνονται καταφανείς στο ζήτημα της επανάκαμψης της αναγραφής, της διαγωγής στο Απολυτήριο αλλά και της αυστηροποίησης των ποινών αποβολών. Πρόκειται για μια συντηρητική προσέγγιση η οποία σαφώς και μεσουράνησε ως εκπαιδευτική φιλοσοφία μια άλλη εποχή ωστόσο σήμερα στερείται τόσο κοινωνικού ρεύματος υποστήριξης της όσο και επιστημονικής βάσης. Το δίπολο σήμερα δεν σχηματοποιείται ανάμεσα στον απαιτούμενο καθωσπρεπισμό και την αυξανόμενη νεολαιίστικη ραθυμία, αυτό ήταν ερώτημα για τον κύριο Φλωρά στο Κολλέγιο Αθηνών στη γνωστή ταινία στα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Και το DTT υπήρξε κάποτε όπλο για την καταπολέμηση πανδημιών – για να κάνω και μια επίκαιρη παρομοίωση – ωστόσο ο κόσμος προχώρησε και ανακάλυψε νέα φάρμακα πολύ πιο αποτελεσματικά.

Η ως άνω κριτική διατυπώνεται καταλήγοντας σε ένα αυτονόητο αίτημα: Αντί για ακόμα ένα ράβε- ξήλωνε κάθε ευρείας έκτασης νομοθετική προσπάθεια θα μπορούσε να αποτελεί ευκαιρία για μια ριζική και μακροχρόνια αναδόμηση χρηματοδότησης και υποδομών, αναμόρφωσης της ύλης, αναβάθμισης των σχολικών μονάδων σε μορφωτικά κύτταρα με την εμπλοκή τους στη σωματική και πνευματική άσκηση των μαθητών πέραν του ωραρίου. Για τη μετατροπή της εκπαίδευσης σε κινητήριο μοχλό διάδοσης της διαπολιτισμικής κατανόησης και την καλλιέργεια της κοινωνικής σύγκλισης στις ευκαιρίες μάθησης που δίνονται. Γιατί αν μας πείραξε το σκάνδαλο σκόιλ ελικικού μια φορά, που σε τελευταία ανάλυση ήταν μια αρπαχτή, αν ανοίξουμε ένα βιβλίο πληροφορικής οποιασδήποτε βαθμίδας (ειδικά στην Κατεύθυνση) και θα δούμε τι μαθαίνουν τα παιδιά τότε θα εκπλαγούμε πολύ περισσότερο. Βέβαια αυτή την ευκαιρία για να την αδράξει οποιαδήποτε κυβέρνηση πρέπει και να την αναγνωρίσει και να έχει διάθεση για εξαντλητικό διάλογο, μακροχρόνιο σχεδιασμό και συνθέσεις και αυτό δε γίνεται με ικανότητες Περίανδρου Πώποτα.
ΥΓ. Η σχεδιαζόμενη νομοθετική παρέμβαση έχει και μαθησιακή όψη στην οποία θα επανέλθω σύντομα.

* Ο Παντελής Προμπονάς είναι εκπαιδευτικός και υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το