Τοπικά

Ο καθηγητής Ιστορίας Πολυμέρης Βόγλης αποτιμά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967

Η συμπλήρωση μισού αιώνα από την επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 είναι από μόνη της ένα ορόσημο στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Η 50ή επέτειος από την εμφάνιση της χούντας των συνταγματαρχών, προσφέρει την ευκαιρία για μία πιο ψύχραιμη προσέγγιση της απριλιανής δικτατορίας. Ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας κ. Πολυμέρης Βόγλης, ο οποίος μάλιστα από χθες παρακολουθεί στην Αθήνα σχετικό επιστημονικό συνέδριο με θέμα το πραξικόπημα που έγινε πριν από 50 χρόνια, επιχείρησε να ρίξει φως σε μία από τις πιο «σκοτεινές» περιόδους της μεταπολεμικής περιόδου.
Ο κ. Βόγλης με αφορμή τη σημερινή ημέρα μίλησε για τις νέες κατευθύνσεις της έρευνας, αλλά και τα δεδομένα που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια από τους ιστορικούς. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αποτιμώντας τα έργα και τις ημέρες του δικτατορικού καθεστώτος, υπογράμμισε ότι προέκυψε μέσα από μία σειρά γεγονότων, που επιβεβαίωσαν την ανωμαλία του πολιτικού βίου της εποχής εκείνης. «Με την επιβολή της χούντας, διαφάνηκε η βαριά κληρονομιά του εμφυλίου πολέμου», σημείωσε ο κ. Βόγλης και πρόσθεσε: «Επρόκειτο για ένα καθεστώς που κυοφορήθηκε στην ουσία τα μετεμφυλιακά χρόνια, με άλλοθι την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Οι ΗΠΑ προτιμούσαν στην Ελλάδα την ύπαρξη ενός καθεστώτος που θα διασφάλιζε τα συμφέροντά τους και γενικότερα του λεγόμενου «ελεύθερου κόσμου» ενάντια στην κομμουνιστική απειλή. Κι από αυτή την άποψη, ήταν ένα καθεστώς που δεν ήταν απόλυτα αυτό που επιθυμούσαν, δεν είχαν όμως κανέναν λόγο να επιδιώξουν την ανατροπή του ή την υπονόμευσή του».
Η έωλη επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου από τους πραξικοπηματίες σε μία εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος έφτασε στην κορύφωσή του, αποδείχθηκε καθοριστική για την προδοσία του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του, οι οποίοι μέχρι και σήμερα κατηγορούνται για τους στενούς δεσμούς τους με τους Αμερικανούς. «Πέρα από τις καταγγελίες για την αμερικανοκίνητη-ξενοκίνητη χούντα, οι δεσμοί των ΗΠΑ με τους συνταγματάρχες είναι ένα ζήτημα προς διερεύνηση. Ξέρουμε ότι είχαν πολύ καλές σχέσεις, που είχαν να κάνουν με τη νομιμοποίηση του καθεστώτος στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης. Μένουν πολλά ζητήματα ανοικτά π.χ. με το τι γνώριζαν οι Αμερικανοί για το πραξικόπημα, αλλά και ποιες ήταν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της επταετίας. Οι συνταγματάρχες είχαν λίγο άβολα, είναι αλήθεια, την αποδοχή των ΗΠΑ που δεν ήθελαν να ταυτιστούν με δικτατορικά καθεστώτα, αλλά από την άλλη πλευρά στην Ελλάδα είχαμε ένα καθεστώς που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Άρα έχουμε αυτή τη σχέση συναίνεσης στη δικτατορία», είπε ο κ. Βόγλης, για να σχολιάσει στη συνέχεια τη στάση του παλατιού. Ο ρόλος του τότε βασιλέα Κωνσταντίνου στηλιτεύθηκε από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η λεγόμενη «Μεγάλη χούντα» προετοιμαζόταν από φιλοβασιλικούς αντιστράτηγους, οι οποίοι είχαν μάλιστα την υποστήριξη του Στέμματος, αλλά δεν πρόλαβαν να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. «Τους πρόλαβε η παρέμβαση των συνταγματαρχών και παρά την αποτυχία του βασιλικού αντιπραξικοπήματος τον Δεκέμβριο του ’67, η ουσία ήταν ότι ήδη μεθοδευόταν από τη λεγόμενη «Μεγάλη Χούντα» η εκτροπή», τόνισε ο κ. Βόγλης και συμπλήρωσε: «Ήθελε και ο Βασιλέας μία εκτροπή του κοινοβουλευτισμού και της Δημοκρατίας, αλλά υπό τη δική του εποπτεία και καθοδήγηση. Από εκεί και πέρα, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τη χούντα, αλλά η συνενοχή του είναι προφανής. Ιδιαίτερα στο διάστημα των μηνών που στην ουσία ήταν Βασιλιάς σε μία δικτατορία ή στο γεγονός ότι όρκισε αδιαμαρτύρητα την πρώτη πραξικοπηματική κυβέρνηση Κόλλια. Κι αυτό που ισχυρίζεται ότι ήταν μουτρωμένος στην ορκωμοσία, είναι αστεία πράγματα. Στην ουσία νομιμοποίησε ένα καθεστώς εκτροπής. Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Τα ίδια είχαν συμβεί και στη δικτατορία της 4η Αυγούστου του Μεταξά, που έγινε με τη συναίνεση του Γεωργίου. Το 1967 δεν έγινε με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, αλλά δεν είχε πρόβλημα να συγκατοικήσει με τους πραξικοπηματίες».
Ο κ. Βόγλης αναφέρθηκε επίσης στον ρόλο της Δεξιάς: «Μέσα στη δεξιά παράταξη υπήρξαν πολλές και διαφορετικές τάσεις απέναντι στο καθεστώς. Ένα κομμάτι της Δεξιάς συνεργάστηκε με τη χούντα ευχάριστα. Λίγοι αντέδρασαν σθεναρά, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, και οι περισσότεροι είχαν μία λογική αναμονής, προσπαθούσαν να βρούνε διαύλους επικοινωνίας με το χουντικό καθεστώς, χωρίς φυσικά να συνεργαστούν ανοικτά μαζί του». Φυσικά από τη συζήτηση με τον πρόεδρο του ΙΑΚΑ δεν θα μπορούσε να λείψει ο
διαχωρισμός των Ελλήνων με βάση τα πολιτικά τους φρονήματα: «Επικρατούσε μία ολόκληρη ιδεολογία που υπήρχε από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, με τη διάκριση των Ελλήνων πολιτών σε καλούς, πατριώτες Δεξιούς και αριστερούς προδότες. Είναι μία διαίρεση που αναπαράγεται μετεμφυλιακά, χωρίζοντας τους Έλληνες σε δύο κατηγορίες πολιτών, ενώ ο κόσμος της Αριστεράς υφίσταται τις διώξεις και διακρίσεις από τις πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις».
Φυσικά η θλιβερή παρένθεση της χούντας των Απριλιανών έκλεισε με τα γεγονότα της Κύπρου το 1974: «Η τραγωδία της Κύπρου ήταν ο θλιβερός επίλογος όχι μόνο της χούντας, αλλά και μίας ολόκληρης ιδεολογίας που πρέσβευε η δικτατορία. Της εθνικοφροσύνης και του εθνοσωτήριου ρόλου του στρατού. Η καταστροφή στην Κύπρο σφράγισε το τέλος μίας ολόκληρης εποχής, που ο Στρατός υποτίθεται ότι θα έσωζε την Ελλάδα από τον κομμουνισμό και τελικά οδήγησε σε μία στρατιωτική ήττα από τους Τούρκους, αλλά και την απώλεια της μισής Κύπρου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα με την ανατροπή της χούντας να καταρρεύσει όλη αυτή η ιδεολογία που είχε ισχύσει μετά τον Εμφύλιο. Η Δημοκρατία μετά το 1974 στηρίχθηκε στην άρνηση αυτών των διαιρέσεων που είχαν επικρατήσει στη χώρα και οξυνθεί σε σημείο παροξυσμού κατά την επταετία».
Όσο για το εάν οι Έλληνες πήραν το… μάθημά τους από την εποχή που η Ελλάδα βρέθηκε στον γύψο; Ο κ. Πολυμέρης Βόγλης απάντησε με τρόπο κατηγορηματικό: «Ας μάθουμε πρώτα την Ιστορία και κατ’ επέκταση περισσότερα για τη χούντα. Δεν ήταν απλώς μία περίοδος, στην οποία πρέπει να λέμε «Ε, δεν πάθαμε και κάτι». Ήταν ένα καθεστώς ανελεύθερο, αντιδημοκρατικό, απολυταρχικό και η επτάχρονη δικτατορία δεν είναι και από τις πλέον ένδοξες περιόδους της ελληνικής Ιστορίας. Αντί να την αγνοούμε και πάνω στην άγνοια να οικοδομούνται περίεργες ιδεολογίες θα πρέπει αυτή η περίοδος να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης, μελέτης και έρευνας».
Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το