Πολιτισμός

Ο «Γκρίζος κύριος» που βάζει χρώμα στις νότες – Ο Βολιώτης Αλ. Κασαρτζής συμμετέχει σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου

Ένας Βολιώτης μουσικός βρίσκεται φέτος στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ο τσελίστας Αλέξανδρος Κασαρτζής συμμετέχει στη μουσικοθεατρική παράσταση «Μόμο» του πολυβραβευμένου Βαυαρού συγγραφέα Μίχαελ Έντε, με το Μικρό Εθνικό να «ζωντανεύει» φέτος ένα από τα πιο ωραία και γοητευτικά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. O 31χρονος καλλιτέχνης υποδύεται έναν από τους «Γκρίζους κυρίους». Όμως στο έργο, επιβεβαιώνοντας πάνω απ’ όλα τη δεξιοτεχνία του στο βιολοντσέλο, φροντίζει με τις νότες του να «χρωματίσει» με τη μουσική του τις ζωές των ανθρώπων, μέσα από την παράσταση που ανεβάζει το Εθνικό Θέατρο από τις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου.

Ο Αλέξανδρος Κασαρτζής δεν θεωρείται άδικα ένα από τα μουσικά ταλέντα του Βόλου. Στο ενεργητικό του έχει ήδη συμμετοχές σε πολυάριθμες συναυλίες και φεστιβάλ, με διάφορες ορχήστρες και μουσικά σχήματα, όπως για παράδειγμα το διάσημο Quartetto di Cremona από την Ιταλία. Το βιογραφικό του Βολιώτη μουσικού αριθμεί πολλές σελίδες. Ωστόσο, πίσω από τις συνεργασίες που έχει να επιδείξει, εκείνο που εν τέλει έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι ο χαρακτήρας που διαθέτει: Ο ταλαντούχος τσελίστας πέρα από τη δεξιοτεχνική άνεσή του και τον πληθωρικό τρόπο παιξίματος, δείχνει ότι αγαπάει πραγματικά αυτό που κάνει τα τελευταία 24 χρόνια.

Η συμμετοχή του στην παράσταση «Μόμο» αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία για έναν ακόμη λόγο. Έφηβος ήταν ακόμη, όταν πρωτοδιάβασε την ιστορία της Μόμο, της ηρωίδας που εμπνεύστηκε ο Έντε, θέλοντας να γράψει για όσα δεν μετριούνται και δεν ζυγίζονται… Και η ζωή τα έφερε έτσι, που ο Αλέξανδρος Κασαρτζής, ενήλικος πια, είδε τον εαυτό του πλάι στη Μόμο, η οποία ξεπήδησε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και βρέθηκε γι’ αυτή την σεζόν στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στο κτίριο Τσίλλερ.
«Όταν η Ελένη Ευθυμίου μου ζήτησε να λάβω μέρος στη θεατρική παράσταση, είπα «ναι» δίχως δεύτερη σκέψη. Αποδέχθηκα μεμιάς την πρότασή της και για έναν επιπλέον λόγο: Όταν ήμουν πιο μικρός, για την ακρίβεια στην εφηβική ηλικία, είχα διαβάσει το βιβλίο», είπε ο Βολιώτης καλλιτέχνης και πρόσθεσε: «Παρότι μιλάμε για ένα παραμύθι, είναι ένα «δύσκολο» βιβλίο, που περιέχει φιλοσοφικές έννοιες. Πραγματεύεται τον χρόνο. Για την ακρίβεια, τον χαμένο χρόνο των ανθρώπων και πως τον διαχειρίζεται ο καθένας μας. Τώρα είμαι 31 ετών. Έπειτα από τόσα χρόνια, έτυχε να λάβω μέρος στο έργο και νιώθω τυχερός γι’ αυτό. Η «Μόμο» γράφτηκε το 1973. Άρα είναι σύγχρονο και τόσο επίκαιρο στην εποχή μας, αφού όλα «τρέχουν» πολύ γρήγορα σήμερα. Κι εδώ στην πρωτεύουσα, λίγο περισσότερο απ’ ό,τι στον Βόλο, όπου έζησα μέχρι τα 18 χρόνια μου και πολλές φορές αναπολώ τις παιδικές στιγμές ανεμελιάς».

Η «ζωντανή» μουσική στην παράσταση «Μόμο» είναι ένα επιπλέον ατού, με τον Αλέξανδρο Κασαρτζή να σημειώνει: «Είμαστε τρεις μουσικοί, που πλασιώνουμε τον υπόλοιπο θίασο. Κι αυτό πραγματικά είναι το κάτι άλλο. Προσδίδει μεγάλο ενδιαφέρον στο έργο. Υπάρχει αλληλεπίδραση, το λεγόμενο interaction. Γίνεται κάτι «μαγικό», που δεν είναι κονσέρβα. Δεν μιλάμε για μία μουσική που έχει ηχογραφηθεί και επαναλαμβάνεται σε κάθε παράσταση. Υπάρχουν παραστάσεις, στις οποίες γίνεται κάτι διαφορετικό και είναι δύσκολο να το πετύχεις, δίχως να έχεις «ζωντανή» μουσική. Ζω λεπτό προς λεπτό την παράσταση. Ήμουν σχεδόν σε όλες τις πρόβες των ηθοποιών, για να μάθω την παράσταση και όχι απλά να παίζω κάποια κομμάτια κατά τη διάρκειά της. Μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους ήμασταν σε όλο το «χτίσιμο» της Μόμο».
Όταν δεν βρίσκεται επί σκηνής, ο Βολιώτης βιολοντσελίστας φροντίζει να διδάσκει μουσική: «Δεν έχω κάποια μόνιμη συνεργασία με το Εθνικό. Τα τελευταία επτά χρόνια εργάζομαι κυρίως ως δάσκαλος βιολοντσέλου στα μουσικά σχολεία. Φέτος είμαι αναπληρωτής στο μουσικό σχολείο Αθηνών, ενώ κατά καιρούς βρίσκομαι και σε διάφορα ωδεία. Είμαι freelancer μουσικός. Όπου με καλούν, παίζω. Παλιότερα είχα συνεργαστεί με διάφορες ορχήστρες, όπως η Λυρική, ενώ τώρα ετοιμάζω κι ένα προσωπικό ρεσιτάλ, που θα δοθεί την άνοιξη του 2018. Για την ακρίβεια στις 26 Μαρτίου στην αίθουσα συναυλιών «Φίλιππος Νάκας». Τα ωράρια είναι εξαντλητικά. Πολλές φορές τυχαίνει μέσα στην ίδια ημέρα έχω και μάθημα στο σχολείο και παράσταση, δίχως να παραβλέπω και τη μελέτη, το διάβασμα που θέλω να κάνω πάνω στο βιολοντσέλο».

Και όσοι αναρωτιούνται για ποιο λόγο ο Αλέξανδρος Κασαρτζής δεν βρίσκεται στο εξωτερικό για να αναζητήσει την τύχη του, ενδεχομένως υπό καλύτερες συνθήκες, παρά προτιμάει να μένει Ελλάδα; Ο ίδιος φρόντισε να απαντήσει με αφοπλιστικό τρόπο: «Ήμουν από τα πολύ τυχερά παιδιά, γιατί από τα 15 χρόνια μου σπούδαζα με υποτροφίες. Και στο δημοτικό ωδείο του Βόλου, λόγω του ότι έπαιζα στην επαγγελματική Συμφωνική Ορχήστρα, και στο κρατικό ωδείο Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας που παρακολούθησα το τμήμα μουσικής επιστήμης και τέχνης το ίδιο, όπως και στην Ιταλία, όπου το 2009/2010 έκανα το μεταπτυχιακό μου στο Conservatorio του Νικολό Παγκανίνι. Οι υποτροφίες αυτές ήταν από το ελληνικό κράτος. Το είδα ανταποδοτικά κι αυτό συνηγόρησε στο να γυρίσω στην πατρίδα μου, για να μεταδώσω τις γνώσεις που απέκτησα στους επόμενους, πέρα από τη χαρά που απολαμβάνω, καθώς με τη μουσική «χρωματίζουμε» την καθημερινότητα των ανθρώπων».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το