Πολιτισμός

Νίκος Σιδέρης-Αιμιλιανός Σιδέρης: Η γνώση είναι δύναμη, που σε εξοπλίζει για ό,τι σε βρει

Ο Νίκος Σιδέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές (ειδικότητα Ψυχιατρικής, Ιστορία και Νευροψυχολογία-Νευρογλωσσολογία). Είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάσκων ψυχαναλυτής, μέλος της Ψυχαναλυτικής Σχολής του Στρασβούργου (E.P.S.) και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ψυχανάλυσης (FEDEPSY). Εργάζεται στην Αθήνα ως ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και οικογενειακός θεραπευτής. Είναι επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας και Προσωπικής Ανάπτυξης Γαληνός. Έχει διδάξει στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο Κολλέγιο Αθηνών και στο Deree College, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το μάθημα «Εικαστική Δημιουργία και Φαντασίωση του Καλλιτέχνη: Η περίπτωση του Ερωτισμού», στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. το μάθημα «Αρχιτεκτονική και Ψυχανάλυση», καθώς και στο ΠΜΣ «Εφαρμοσμένη Ψυχολογία στην Εκπαίδευση» του Ε.Κ.Π.Α. το μάθημα «Ψυχολογία του Εκπαιδευτικού: Βιωματικό Εργαστήριο».
Ο Αιμιλιανός Σιδέρης γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Γλωσσολογία και Ψυχολογία. Έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο στην Ψυχολογία το 2019, ερευνώντας τη φαινομενολογία του θυμού και τις επιπτώσεις που έχει στην αυτοβιογραφία του ανθρώπου. Εργάζεται στο Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας και Προσωπικής Ανάπτυξης «Γαληνός», είναι εξωτερικός συνεργάτης του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και ασχολείται με ανεξάρτητη έρευνα πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας.

Συνέντευξη Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Απώλεια Πένθος Κατάθλιψη – Πάθος και λύτρωση» το δοκίμιό σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Με ποιους τρόπους μπορεί ένα βιβλίο να μας εκπαιδεύσει στην τέχνη του καλού αποχαιρετισμού;
Την απάντηση την έχουν ήδη δώσει αρκετοί-ές αναγνώστες-ριες. Οι λέξεις ίσως διέφεραν κάπως, όμως το νόημα ήταν σαφές και κοινό: Αυτό το βιβλίο, είπαν, είναι «αγχολυτικό», «παυσίλυπο», «εξυψωτικό», «λυτρωτικό», «πηγή γαλήνης»…
Η γνώση είναι δύναμη, που σε εξοπλίζει για ό,τι σε βρει. Το βιβλίο μάς παρέχει πολύτιμη γνώση και σαφείς οδηγίες για τέσσερα θέματα. Τα τρία πρώτα αφορούν κάθε άνθρωπο, το τέταρτο (θεραπεία) καταρχήν ειδικούς.
Η απώλεια είναι εμπειρία αναπόφευκτη για όποιον-α ζήσει και αγαπήσει έμψυχα ή άψυχα όντα, καταστάσεις, όνειρα… Σίγουρα κάποια απ’ αυτά θα χαθούν, έστω και μόνο γιατί ο χρόνος κυλάει, όπως τα παιδικά μας χρόνια… Και άλλα, γιατί όλα στη ζωή υπόκεινται στο έργο του χρόνου: Τα πάντα ρει.
Πένθος ονομάζεται η καλή ψυχική αντίδραση στην απώλεια. Ο καλός αποχαιρετισμός αυτού που έχασα και η διεργασία που με κάνει ικανό-ή να αγαπήσω τον κόσμο ακόμη και χωρίς ό,τι έχασα, όσο κι αν κάποιες φορές αυτό μοιάζει αδιανόητο. Η ψυχή μας, αλλά και η κοινωνία και ο πολιτισμός διαθέτουν επαρκή εξοπλισμό για να πραγματοποιηθεί αυτός ο καλός αποχαιρετισμός. Το καθολικό πάθος της απώλειας έχει διαμορφώσει και προσωπικούς και συλλογικούς πανίσχυρους μηχανισμούς για την υπέρβασή του.
Όμως, κάποιες φορές η ψυχή μας ανημπορεί να αποχαιρετήσει. Τότε παγώνουν και η ψυχή και ο χρόνος, δεν προχωράμε, και η ψυχή βυθίζεται ατελείωτα στο άγονο παράπονο μιας προδομένης αγάπης. Κατάθλιψη. Μοιάζει αιώνιο αδιέξοδο, όμως δεν είναι. Και το βιβλίο μάς δείχνει πώς να την υπερβούμε.

Γιατί βλέπουμε ενήλικες ανίκανους να διαχειριστούν τις απώλειές τους, ενώ κάποιοι νεότεροι τα καταφέρνουν καλύτερα;
Κανονικά, όσο περνούν τα χρόνια αυξάνουν οι εμπειρίες απώλειας, αλλά και η υπέρβασή τους μέσα από τον κόπο της δικής μου ψυχής και τη συνδρομή των άλλων ανθρώπων και του πολιτισμού μας. Οι νεότεροι έχουν την πολυτέλεια της αυταπάτης, που η εμπειρία της ζωής την αποδομεί.
Όμως, η εμπειρία μόνη δεν αρκεί. Κάποια όντα, έμψυχα ή και άψυχα, είναι ακρογωνιαίοι λίθοι της αναπαράστασής μας για τον κόσμο και τον εαυτό μας ταυτόχρονα. Όταν χάνονται, χάνουμε κάτι από τον εαυτό μας. Κάποιες φορές, για λόγους που αναλύονται στο βιβλίο, ο νους μας δεν χωράει την απώλεια, του είναι αδύνατο να την επεξεργαστεί και να την υπερβεί. Κι αυτή η αδυναμία δεν είναι θέμα ηλικίας. Οπότε…

Η πανδημία και ο εγκλεισμός μάς έφερε αντιμέτωπους με τον φόβο του θανάτου. Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν σε ποιο βαθμό αυξήθηκαν τα ποσοστά ανθρώπων που πάσχουν από κατάθλιψη;
Ακριβής ποσοτική αποτύπωση δεν υφίσταται. Όμως καταγράφεται μεγάλη αύξηση της χρήσης αντικαταθλιπτικών και αγχολυτικών φαρμάκων. Ο λόγος της αύξησης είναι σαφής: Τα πλήγματα της πανδημίας συχνά προκαλούν τραυματικές εμπειρίες απώλειας. Χάνεται η ναρκισσιστική αυταρέσκεια του «δήθεν άτρωτου», αφού ο κορωνοϊός τον κλείνει μέσα και του λέει πόσο ανήμπορος μπορεί να είναι κάποιες φορές, όπως κάθε άνθρωπος. Χάνεται ο άλλος ως κοινωνικός εταίρος, αφού είναι φορέας της απειλής. Χάνεται η κορυφαία θαλπωρή της αγέλης (οικογένεια, ζευγάρι, σύντροφος, παρέα, κοινότητα…), αφού, αν με αγγίζει, κινδυνεύω. Ίσως χάνεται και δικός μου άνθρωπος. Έτσι, οι κινήσεις που θα οδηγούσαν σε αίσθηση ασφάλειας καταλήγουν να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Σαν συνέχεια αυτού μια αίσθηση καχυποψίας καλλιεργείται βαθιά, εν αγνοία μας, ενώ συναισθηματικές αντιδράσεις όπως ζήλεια ή θυμός απέναντι σε ανθρώπους των οποίων η ασφάλεια αυτή δεν έχει κλονιστεί, δικαιολογημένα ή μη, δεν είναι σπάνιες. Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι η αφή αποτελεί βασικό εργαλείο εξερεύνησης του κόσμου και εκδήλωσης αισθημάτων, αυτοπεριοριζόμαστε ή/και αυτοτιμωρούμαστε σχετικά με τη χρήση της. Ψυχολογικές έρευνες σχετικά με τις πολύπλευρες επιπτώσεις της πανδημίας (κοινωνικές, οικονομικές, κ.λπ.) στη ζωή των ανθρώπων και την αντίληψή τους για τη θέση τους στον κόσμο πραγματοποιούνται και σίγουρα τα επόμενα χρόνια θα υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα (ερευνητικά μιλώντας) στοιχεία.
Η απώλεια, έστω και προσωρινή, στοιχείων που συνέθεταν το βασικό πλαίσιο και τον ρυθμό της ζωής μας, όλως ιδιαιτέρως δε της ελευθερίας κίνησής μας και επαφής μας με τον άλλον, μας καλεί να επιτελέσουμε μικρά ή μεσαία πένθη. Δηλαδή, να αποχαιρετήσουμε όσα χάνουμε και να αγαπήσουμε τον κόσμο χωρίς αυτά. Αυτή η διεργασία καλού αποχαιρετισμού μπορεί ενίοτε να αστοχήσει και να επιπλακεί, γεννώντας κατάθλιψη. Ειδικά σε όσους-ες πλήττονται σοβαρότερα και/ή έχουν γενικότερη δυσκολία ως προς τις απώλειες, η πιθανότητα κατάθλιψης μεγαλώνει.

Πώς θα προτείνατε, μέσω της επιστήμης σας, στους αναγνώστες να αντιμετωπίσουν την κρίση της πανδημίας;
Το βίωμα της πανδημίας, των απειλών και των περιορισμών της, λόγω της έγκαιρης πλαισίωσής τους με έγκυρο λόγο και ισχυρό φαντασιακό ορίζοντα ελπίδας, για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων αντιπροσωπεύει παρατεταμένο ισχυρό στρες, αλλά όχι τραύμα, εφόσον τραύμα σημαίνει κάτι που δεν το χωράει ο νους. Υπάρχουν άραγε ψυχικά αντίδοτα γι’ αυτό; Ναι, τουλάχιστον τέσσερα.
Πρώτο, ο λόγος. Δηλαδή, να μιλάμε και να κάνουμε πεδίο συνομιλίας τις εμπειρίες απειλής και απώλειας, εξημερώνοντάς τες με τις λέξεις και με το μοίρασμα.
Δεύτερο, το ήθος του κοινού συμφέροντος, που λέει ότι, ακόμη και αν εγώ δεν ανήκω σε ευάλωτη κατηγορία, η στάση μου πρέπει να προστατεύει τους ευάλωτους συνανθρώπους μου.
Τρίτο, η ανθρώπινη σχέση. Η ελληνική τεχνογνωσία αιώνων, που έχει ψυχικά εσωτερικευθεί ως νοοτροπία, συνίσταται στο εξής: Στην αντιξοότητα και στη δοκιμασία πάμε κοντά στον άλλον και αγωνιζόμαστε μαζί για την υπέρβασή της. Αυτό σημαίνει ότι, παρά τις υγειονομικά επιβεβλημένες φυσικές αποστάσεις, η συναισθηματική εγγύτητα πρέπει και μπορεί να προστατεύεται, να καλλιεργείται και να αξιοποιείται. «Πιο μακριά και πιο κοντά!», αυτή είναι η μέγιστη οδηγία.
Ας προσθέσουμε και το ότι το «Μένουμε σπίτι» και τα όμοια δεν είναι εγκλωβισμός. Είναι πράξη σωφροσύνης και αλληλεγγύης, που επιπρόσθετα μας επιτρέπει να δούμε τον κόσμο, τον άλλον και τον εαυτό μας υπό ασυνήθιστη οπτική γωνία, εμπειρία ευεργετική. Στρατηγικά δε, αντιπροσωπεύει θυσία με την έννοια που έχει στο σκάκι και σε κάθε στρατηγικό παίγνιο η επιλεγμένη παραίτηση από το έλασσον για τη διασφάλιση του μείζονος αγαθού.

Πότε είναι απαραίτητη η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής;
Όταν τα παραπάνω αντίδοτα δεν επαρκούν, προσφεύγουμε σε ειδικό. Αυτός θα μας πει αν χρειάζεται αγωγή (όχι ο γείτονας…).

Το βιβλίο φέρει την υπογραφή δυο συγγραφέων. Ποιος είχε την ιδέα για τη συγγραφή του και ποια η συμβολή καθενός;
Η ιδέα ήταν εκείνου που έχει το δυσμενές προνόμιο της μεγαλύτερης ηλικίας, άρα και ενασχόλησης με την κατάθλιψη. Η δε συμβολή καθενός είναι διττή: Και οι δυο μας διαβάσαμε και ξαναδιαβάσαμε, συζητήσαμε και ξανασυζητήσαμε κάθε σελίδα, ενίοτε και κάθε λέξη του βιβλίου. Μ’ αυτή την έννοια, το κοινό μας έργο είναι σαν ταινία των αδελφών Ταβιάνι: Δεν έχει νόημα να το κόψουμε σε κομμάτια που καθένα ανήκει σε κάποιον. Ωστόσο, σε κάποια σημεία διακρίνεται η ιδιαίτερη εργαλειοθήκη καθενός (π.χ., ψυχιατρική ή γλωσσολογία…). Όμως, οι αποχρώσεις αυτές δεν αναιρούν το ενιαίο της θεώρησης και της γραφής του έργου.

Θα θέλατε να κάνετε μια ευχή εν όψει της περιόδου που διανύουμε κάτω από τις άκρως ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες ζούμε;
Ίσως η ευχή που ταιριάζει είναι σύνθεση δύο ευχών: Και πιο μακριά και πιο κοντά, η πρώτη. Και η δεύτερη, να αποχαιρετήσουμε εποικοδομητικά ό,τι χάσαμε, για να προχωρήσουμε τη ζωή μας, ίσως και λίγο σοφότεροι.

Να σημειωθεί ότι διοργανώνεται ανοιχτή διαδικτυακή διάλεξη του Νίκου Σιδέρη την Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου από 19.30 έως 21.00 μέσω της πλατφόρμας zoom. Οι διαλέξεις είναι ανοιχτές σε όλους και δωρεάν. Δηλώσεις συμμετοχής στο [email protected]/.
Όποιος κλείνει τα μάτια στην απώλεια, καταδικάζει τον εαυτό του να τη βιώνει ατέρμονα. Όποιος δεν αποχαιρετά καλώς το απολεσθέν αγαπημένο ον, το καταδικάζει να του τρώει τα σπλάχνα χωρίς τέλος. Όποιος αρνείται την παροδικότητα και όσων αγαπάμε, την παρερμηνεύει ως προδοσία της αγάπης του. Όποιος δεν χύνει τα αναγκαία δάκρυα, πνίγεται στο έλος του άγονου παράπονου.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το