Τοπικά

Νίκος Μπρουσγιάννης: Η θάλασσα είναι το σπίτι μου…

Δύο αδέλφια από τη Γλώσσα Σκοπέλου αγαντάρουν στη θάλασσα πολλές δεκαετίες τώρα. Κρατούν καλά στα καΐκια τους ασχολούμενοι με την αλιεία και ακολουθούν την οικογενειακή παράδοση που κληρονόμησαν από τον πατέρα τους, σε μία ιστορία που κρατάει πολλές γενιές τώρα. Ο λόγος για τους Νίκο και Γιώργο Μπρουσγιάννη, οι οποίοι φημίζονται για τις εντυπωσιακές ψαριές τους, έχοντας περάσει τη ζωή τους παλεύοντας με τα κύματα του Αιγαίου.

Μεγαλύτερος είναι ο Γιώργος Μπρουσγιάννης, εξήντα επτά ετών σήμερα. Είναι καπετάνιος στο «Ευάγγελος», που φέρει το όνομα του πατέρα τους. Επτά χρόνια μικρότερος είναι ο Νίκος, ο οποίος βγαίνει στη θάλασσα με το «Αθανάσιος», ένα τρεχαντήρι που «χτίστηκε» σε ταρσανά της Μυτιλήνης πριν από μισό αιώνα και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του παππού των αδελφών Μπρουσγιάννη. Αυτή την εποχή οι δύο Σκοπελίτες αλιείς ψαρεύουν σε διαφορετικά νερά. Ο Γιώργος στα ανοικτά του Άγιου Όρους, ενώ ο Νίκος βρίσκεται λίγο πιο κάτω από τη Σκύρο, στο Κάβο Ντόρο, απ’ όπου και μίλησε για τη ζωή του, που είναι άρρηκτα δεμένη με το υγρό στοιχείο.

Ο 60χρονος ψαράς βρίσκεται στο επάγγελμα μισό αιώνα ακριβώς. «Από δέκα χρονών παιδάκι. Εδώ θα αφήσουμε τα κόκκαλά μας. Η θάλασσα είναι το σπίτι μου. Άμα ζεις πενήντα χρόνια έτσι, το σπίτι έρχεται μετά. Βγάλαμε το Δημοτικό και πιάσαμε δουλειά κατευθείαν. Δεν καταλάβαμε ούτε παιδική ηλικία ούτε τίποτα. Υπήρχε φτώχεια τότε, φίλε μου. Έπρεπε να παλέψει όλη η οικογένεια. Δόξα τον Θεό όμως. Μια χαρά περάσαμε. Δουλέψαμε πολύ βέβαια, αλλά όλα καλά», είπε στην αρχή της κουβέντας, ενώ στην ερώτηση για το εάν έχει φανταστεί τον εαυτό του στη στεριά, απάντησε με περισσή ειλικρίνεια: «Είναι σαν να πεις στον γλάρο: «Έβγα να πας στο βουνό». Γίνονται αυτά τα πράγματα; Δεν γίνονται. Έχω γίνει ένα με τη θάλασσα. Εδώ είναι η ζωή μας, το σπίτι μας, εδώ είναι όλα. Όσο για το εάν περνά αυτή τη σκέψη από το μυαλό μου; Εάν ξαναζήσω, μπορεί να τον φανταστώ. Τα χρόνια τώρα πέρασαν. Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε. Σε μία άλλη ζωή, θα μπορέσω να απολαύσω τη στεριά. Τώρα δεν μπορώ».

Το «δέσιμο» της οικογένειας Μπρουσγιάννη με τη θάλασσα δεν είναι τωρινό. «Έχουμε παράδοση μεγάλη. Από τον προπάππου μας ακόμη. Εκείνα τα χρόνια οι ψαράδες έβγαιναν με κουπιά και όποιον πάρει ο Χάρος. Έφευγες από το σπίτι και δεν ήξερες εάν θα ξαναγυρίσεις. Πάλευαν όμως. Τώρα έχω μαζί μου τους δύο από τους τρεις γιους μου. Ο ένας έχει καφετέρια. Οι άλλοι δυο με ακολούθησαν. Το αγάπησαν το επάγγελμα και βγαίνουμε μαζί. Ό,τι τους φωτίσει ο Θεός, ας κάμουν», είπε ο καπετάν-Νίκος.

Η δουλειά του είναι σκληρή και μοιάζει να χωράει τα πάντα: Την αλμύρα της θάλασσας, τον ήλιο, τη βροχή, αλλά και έναν αδιάκοπο αγώνα μέρα-νύχτα, ώστε να δει τα δίχτυά του να γεμίζουν: «Η θάλασσα θέλει κόπο. Μπορεί να έχεις μηχανήματα, αλλά σε κουράζει. Παλιότερα που δουλεύαμε, δεν υπήρχε η τεχνολογία που είναι διαθέσιμη τώρα. Τώρα είναι πιο σύγχρονα τα σκάφη, αλλά να δουλεύεις είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο, όπως δουλεύουμε εμείς, πόσο ευχάριστο να είναι; Βάζουμε μπροστά τη μηχανή στις τρεις το πρωί και τη σβήνουμε στις δέκα-έντεκα το βράδυ. Μιλάμε για ώρες ατελείωτες. Όμως, έτσι είναι τα παραγαδιάρικα, ενώ τρέχουμε και σ’ όλη την Ελλάδα. Όπου υπάρχουν ψάρια πάμε με τον αδελφό μου. Πιο πολύ κυνηγάμε Βόρειο και Κεντρικό Αιγαίο. Έχει καλύτερο μεροκάματο εκεί», εξομολογήθηκε ο Νίκος Μπρουσγιάννης, αλλά την ίδια στιγμή εκμυστηρεύθηκε πως το γαλάζιο της θάλασσας δεν χορταίνεται ποτέ: «Όταν είμαι μες στο καΐκι, το έχω και για χόμπι, και για επάγγελμα. Το γουστάριζα και τώρα το γουστάρω, αν και πλέον κουράστηκα. Μας έχουν φορτώσει με πολλά. Τα καΐκια αλλάξανε πια. Δεν είναι όπως τότε, που σ’ ένα ψαράδικο κοίταζες μόνο τη δουλειά. Κανείς δεν εξετάζει εάν μπορείς ή όχι. Σου λένε: «Κάνε αυτό. Δεν μπορείς; Παράτα το και φύγε». Αυτές οι «φουρτούνες» είναι που με ταράζουν. Όχι όταν αγριεύει η θάλασσα».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το