Άρθρα

Ναβαρίνο, 1827

Της δρ. Μαρίας Φλετορίδου,
επίτιμης σχολικής συμβούλου γαλλικής γλώσσας

Με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την ελληνική Επανάσταση παραθέτουμε αποσπάσματα, σε δική μας μετάφραση, από το ποίημα του φιλέλληνα Βίκτορα Ουγκώ (1802-1885) «Ναβαρίνο». Η ναυμαχία έγινε στις 20 Οκτωβρίου 1827 μεταξύ του ευρωπαϊκού και του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν κι αναγκάστηκαν να ελευθερώσουν την Πελοπόννησο από τα στρατεύματά τους. Στο ποίημα «Ναβαρίνο» ο Βίκτωρ Ουγκώ εκφράζει τη χαρά και ικανοποίησή του για την καταστροφή του στόλου και ταυτόχρονα τη λύπη του που ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877) δεν ήταν εκεί να το απολαύσει.


Κανάρη! Κανάρη! Κλάψε! Εκατόν είκοσι καράβια! / Κλάψε! Ένας ολόκληρος στόλος! Πού ήσουν, εσύ, / δαίμονα των θαλασσών, / Πού ήταν, λοιπόν, το χέρι σου το τολμηρό; […] / Παρηγορήσου! Η Ελλάδα έχει ελευθερία. / Στους βασανισμένους, στους ετοιμοθάνατους / Η Ευρώπη χαρίζει πάλι την ισορροπία. / Παρηγορήσου! Αντίο πια στους τυράννους. / Η Γαλλία πολεμά; Η τύχη γυρνά. / Ας είναι ένα αντάλλαγμα από σε / στο χέρι που εκδίκηση παίρνει για σε / από τις δάφνες σου ένα φυλλαράκι. / Ελλάδες του Μπάιρον και του Ομήρου, / Εσύ, αδερφή μας, εσύ μητέρα μας, / τραγουδήστε! Αν η φωνή σας η πικρή / δεν είν’ σβυσμένη από την κραυγή. / Καημένη Ελλάδα, ήσουν πολλή ωραία / για να ’σαι μεσ’ στο μνήμα! / Απ’ της αντάρτισσας τα κουρέλια τα ιερά / κι από ένα ξέσχιζε ο βεζίρης με τη σειρά. / Στον τόπο όπου ο μύθος έβαζε τις Μαινάδες του / στον τόπο όπου ο έρωτας έψελνε τις σερενάτες του / βροντούσαν τα κανόνια θλιμμένα / μπροστά στου αληθινού Θεού τα τέμπλα τα γκρεμισμένα. / Αυτής της αγαπημένης χώρας τον ουρανό, / κάτω από τον θόλο τον μοσχοβολιστό, / καπνοί κι όχι σύννεφα τον σκοτείνιαζαν / απ’ τα χωριά της που λαμπάδιαζαν. […] / Επιτέλους! Είναι το Ναβαρίνο, η πόλη με το σπίτι το βαμμένο, / το Ναβαρίνο το λευκό, με τους θόλους τους χρυσούς, / καθισμένο σε λοφάκι από σχοίνα σπαρμένο, / η πόλη που προσφέρει τον ωραίο της κόλπο στους φλογερούς εναγκαλισμούς / των δύο στόλων που σπαθίζουν καρίνες σαν από ατσάλι. […] / Ω! Νικήσαμε! Ναι η Αφρική ηττήθηκε / τον ψευδοπροφήτη κάτω απ’ τα πόδια του ο αληθινός Θεός πατά. / Τώρα των τυράννων, των δημίων, για χάρη να ικετεύσουν ήρθε η σειρά. / Σώζονται επιτέλους από αυτούς που βασιλεύουν αυτοί που πεθαίνουν. / Ξεπλένει από το αίμα τη σημαία της η Ελλάδα / ξεπληρώνει η μια μέρα έξι χρόνια αράδα. / Για πολύ καιρό οι λαοί έλεγαν: «Ελλάδα»! / Ελλάδα! Ελλάδα! Πεθαίνεις. Καημένε σε απόγνωση λαέ, / σε ορίζοντα φωτιάς μέρα τη μέρα ξεψυχάς. / Για να σε σώσουμε, εσένα, πατρίδα ένδοξη κι αγαπημένη, / μάταια ξυπνούσαμε τον κοιμισμένο στον άμβωνά του ιερέα, / μάταια ζητούσαμε έναν στρατό από τον κάθε βασιλέα. / Όμως οι βασιλείς εκώφευαν, οι άμβωνες εσώπαιναν. / Το όνομά σου ζεσταίνει πια μόνο την καρδιά των ποιητών. / Στο όνομα της δόξας, της ζωής που τα δίκαιά της απαιτεί, / του σταυρού του ελληνικού, Ελλάς, σου ενεπιστεύθη η τιμή. / Ένας λαός είναι καρφωμένος στο σταυρό, / τι σημασία έχει, αλίμονο, σε ποιο σταυρό! / Οι Θεοί σου έφυγαν κι αυτοί. Παρθενώνας, Προπύλαια, / τείχη της Ελλάδας, ακρωτηριασμένων πόλεων οστά / στων αθρήσκων τα χέρια καταντήσατε όπλα σωστά / για να πολεμήσουν με τα πλοία τους από τα Δαρδανέλια ψηλά, / όλα τα συντρίμμια σου – ερείπια βαρυσήμαντα – / μαρμάρου μπάλες τα έκαναν σε κανόνια γίγαντα. / Χαράς καυχησιά θα γίνει πια το βογγητό! / Μια φήμη ξεπετάχτηκε μέχρι τη Θήρα απ’ τον Ισθμό. / Κοιτάξτε απ’ τον γαλήνιο είναι ομορφότερος ο μαύρος ουρανός. / Στην Ανατολή πέφτει πια της Τουρκίας ο γέρικος κολοσσός. / Η Ελλάδα είναι ελεύθερη κι από το μνήμα / ο Μπάιρον χειροκροτεί το Ναβαρίνο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το