Πολιτισμός

Μυθιστορήματα από τις νέες εκδόσεις

 

Επτά βιβλία από τις πρόσφατες εκδόσεις, μυθιστορήματα που έχουν κάνει αίσθηση από τις πρώτες μέρες κυκλοφορίας τους. Ένα «καλό» μυθιστόρημα είναι το βιβλίο που συχνότερα αναζητούν οι περισσότεροι αναγνώστες, νεότεροι, εμπειρότεροι ή «απαιτητικοί».
Παρόλο που μετά το τέλος της ανάγνωσης μπορούμε, με υποκειμενικά κριτήρια ο καθένας, να κρίνουμε αν ήταν αντάξιο των αναγνωστικών μας απαιτήσεων, τα αντικειμενικά κριτήρια είναι εκείνα που κάνουν ένα μυθιστόρημα άξιο ανάγνωσης.
Καλή ανάγνωση!

Επιμέλεια
Χαριτίνη Μαλισσόβα

Μαρία Γαβαλά,
Ο μικρός Γκοντάρ,
Πόλις
Η αφήγηση του βιβλίου «Ο μικρός Γκοντάρ» εκτυλίσσεται μέσα από τις αναμνήσεις της Λουκίας Βακαρή, μιας Ελληνίδας σπουδάστριας κινηματογράφου στο Παρίσι, η οποία ενηλικιώνεται, ερωτεύεται και ωριμάζει, με έντονο και ενίοτε οδυνηρό τρόπο, στον απόηχο των μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και στη δίνη κρίσιμων προσωπικών αποφάσεων, επιχειρώντας να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: Μπορεί ένας καλλιτέχνης να διαχειριστεί, χωρίς απώλειες, το αδιανόητο με τα εκατομμύρια των νεκρών ή ό,τι απέμεινε από μια γενοκτονία, ένα ολοκαύτωμα, ένα αιματηρό πραξικόπημα; Σε ποιο βαθμό διασώζεται η ιστορική μνήμη μέσω εικόνων και αφηγήσεων; Είναι όλες οι μαρτυρίες των επιζώντων αδιάψευστες; Έχει ο κινηματογράφος τη δύναμη να συλλαμβάνει με ακρίβεια τις πραγματικές διαστάσεις των γεγονότων, ή αυτό είναι εν μέρει μόνο εφικτό;
Παρίσι, τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο Γκασπάρ Φρενέλ είναι ένας φιλόδοξος νέος κινηματογραφιστής. Με μια 16άρα κάμερα στον ώμο, κάνει σκοπό της ζωής του να αποτυπώσει σε φιλμ τα σημαδιακά ιστορικά γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του. Ο Μάης του ’68, τα ανεπούλωτα τραύματα του Πολέμου της Αλγερίας, η γενοκτονία του λαού της Μπιάφρα, οι βίαιοι εξισλαμισμοί στην Αφρική, η δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, είναι μερικά από τα θέματα που τον απασχολούν.

Ζυράννα Ζατέλη,
Ορατή σαν αόρατη,
Καστανιώτης
Ένα αυτοτελές μυθιστόρημα που ολοκληρώνει την τριλογία «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους», μια μαγική αναζήτηση για τα άρρητα της γραφής, μέσα στα μυστικότερα μονοπάτια της μυθοπλασίας.
«Έρχονταν κι έφευγαν οι εποχές, οι μέρες καταπίνανε τις μέρες, κι η Λεύκα παράδερνε μες στη σιωπή και στους δισταγμούς της. Όλο ένοιωθε να την φυσάει το αεράκι της ευφορίας, να παρακινείται συθέμελα να γράψει επιτέλους την «ιστορία φάντασμα», όλο μαζεύονταν τα σύννεφα πάνω από το κεφάλι της, κι έλεγες τώρα θ’ ανοίξουν οι κρουνοί και να πώς ξεκινούν οι καταιγίδες. Πέφτανε τότε μερικές ωραίες στάλες, το ρίγος την συνέπαιρνε, κι ύστερα πάλι όλα χάνονταν, κρύβονταν κατά πού δεν ξέρουμε. Και πόσο ακόμα να περιμένει ν’ αποδημήσει ένας άνθρωπος για να λάβει το λάκτισμα, την ευλογία!… Πώς αντέχω και δεν απελπίζομαι; αναρωτιόταν, την ώρα που μέσα της βαθειά εφτά φορές είχε αλλάξει δέρμα απ’ την απελπισία. Κι εκεί ήταν το ζήτημα: οι φοβερότερες στιγμές και σκέψεις, οι πιο ανείπωτες, δύνανται άραγε να γραφούν σ’ ένα χαρτί ή μήτε στον αιώνα τον άπαντα; Δύναται να «κρυφτεί» η ίδια μέσα σ’ αυτά που έγραφε ή μόνο να κρυφτεί απ’ αυτά; Κι αν δεν υπήρχε διαφορά;».

Γιάννης Μακριδάκης,
Τα απόνερα της Σοφίας,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Τον Ζαχαρία Μελιτάκη τον έριξε στη συγγραφή ένας ύπουλος συνδυασμός πατρικής χειραγώγησης και ερωτικής απογοήτευσης. Τα απόνερα της Σοφίας τον πήραν και τον σήκωσαν. Βρήκε όμως σωσίβιο να πιαστεί στα δέντρα της Αθήνας.
«Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή· τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο, δεν είχαμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε. Έτσι, εκείνο το απόγευμα δεν μπορούσε και δεν ήθελε φυσικά κανείς μας να αντιπαρατεθεί στα όσα υποστήριζε για την ποιότητα της γραφής μου. Ιδίως εγώ, που όσο τον άκουγα ένιωθα πως κρυφοφτερούγιζε μέσα μου, έτοιμη να απογειωθεί ξανά, η ισοπεδωμένη μου αυτοπεποίθηση, μετά το ερωτικό στραπάτσο που είχα βιώσει για πρώτη φορά στη ζωή μου λίγες ώρες πρωτύτερα και με είχε οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλήρους αυτοακύρωσης».

Νίκος Οικονόμου,
Μιά Μερσεντές χρώματος γκρενά,
Αρμός
Αθήνα 1969.
Στην καρδιά της δικτατορίας. Η πρωτεύουσα ανοικοδομείται με γρήγορους ρυθμούς, πολυκατοικίες φυτρώνουν σαν μανιτάρια παντού.
Κολωνάκι: Ένας ομοφυλόφιλος, επώνυμος εφοπλιστής βιώνει το πάθος του με νεαρούς, ερωτικούς συντρόφους. Άλλες φορές απολαμβάνει τη συντροφιά των νεαρών στη Μερσεντές του, άλλες στο πολυτελές διαμέρισμά του, μέχρι που μια μέρα βρίσκεται άγρια δολοφονημένος σε αυτό.
Γενική ασφάλεια Μπουμπουλίνας: Ένα «κράτος εν κράτει». Στην «Ελλάς, των Ελλήνων Χριστιανών» και την εποχή της ησυχίας, τάξης και ασφάλειας, δεν επιτρέπονται ανεξιχνίαστα εγκλήματα. Η ζωή των νεαρών συντρόφων του εφοπλιστή μπαίνει στο μικροσκόπιο της αστυνομίας μέχρι να βρεθεί ο ένοχος…

Στεφανία Ρουλάκη,
Εγώ θα ζήσω,
Πηγή
Πώς είναι άραγε να ζεις τη ζωή σου, να έχεις τους αγαπημένους – τον άντρα, τα παιδιά, τους γονείς, τα αδέρφια σου, τη δουλειά σου – και ξαφνικά ο πιο βίαιος πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας να τα διαλύει όλα και να σε ξεριζώνει; Πώς είναι να βαδίζεις με άγνοια προς έναν ομαδικό τάφο; Πώς είναι να χάνεις ό,τι αγαπάς και να μένεις χωρίς σπιτικό, χωρίς φαΐ, σε μία χώρα που όλα είναι καμένα; Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να επιβιώσει, όταν ο εχθρός έχει βαλθεί να τον εξοντώσει; Είναι, άραγε, όλα αυτά ένα παρελθόν ή είναι αναπόσπαστο κομμάτι του παρόντος και του μέλλοντός μας; Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σε «άλλους», αλλά όχι σ’ «εμένα»; Ποιος ορίζει τις ζωές μας; Μπορώ να ξεφύγω από κάτι που φαίνεται μονόδρομος, κάτι που μου επιβάλλεται και μοιάζει ανυπέρβλητο;
Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, μέσα από τη μυθιστορηματική ανάπλαση της αληθινής ιστορίας της Ντίνας Πρανίτσεβα, ενός από τους λίγους ανθρώπους που επέζησαν από τη θηριωδία των Ναζί, που επί δύο χρόνια εξόντωσαν ομαδικά και συστηματικά χιλιάδες Εβραίους, Ρομά, αιχμαλώτους πολέμου και άλλες ομάδες στο Μπάμπι Γιαρ (Το Φαράγγι Της Γιαγιάς), στο Κίεβο της Ουκρανίας, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μαριαλένα Σεμιτέκολου,
Ακουαρέλα,
Ίκαρος
«Η «Ακουαρέλα», χωρισμένη σε τρία κεφάλαια, ακολουθεί την αφήγηση τριών προσώπων μιας οικογένειας. Του πατέρα, της μητέρας και ενός μικρού. Καθένας τους υφαίνει μια ιστορία φτιαγμένη από εικόνες καθημερινές, του παρόντος, και από μνήμες. Καθεμία ιστορία είναι αυτόνομη και αυτοτελής, ακολουθεί τη δική της ξεχωριστή πορεία και αφήνει το μοναδικό της ίχνος. Ο αναγνώστης, ωστόσο, καλείται να ανακαλύψει τα υπέργεια και τα υπόγεια περάσματα που συνδέουν τις τρεις αφηγήσεις, τους προφανείς και τους άδηλους δεσμούς με τους οποίους οι τρεις φωνές συνδέονται μεταξύ τους. Η ανακάλυψη αυτή θα επιτρέψει ενδεχομένως τη συνάντηση των τριών προσώπων σε έναν κοινό τόπο. Αυτόν, ας πούμε, μιας ακουαρέλας. Όπως στις «Κυριακές, το καλοκαίρι», έτσι και στην «Ακουαρέλα», τα θέματα που θίγονται αντλούν από την καθημερινότητα, αλλά με τρόπο προσχηματικό. Η δράση ουσιαστικά λαμβάνει χώρα υποδόρια, εντός εσωστρεφών ηρώων που διανύουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, εσωτερικές διαδρομές, αναζητώντας μια ταυτότητα».
Το πρώτο βιβλίο της Μαριαλένας Σεμιτέκολου, «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι», τιμήθηκε με τρεις σημαντικές υποψηφιότητες: Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2019, Βραβείο Μένη Κουμανταρέα 2019 της Εταιρείας Συγγραφέων & Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου 2019 του περιοδικού ο αναγνώστης.

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης,
Το χιόνι των Αγράφων,
Κίχλη
18 Φεβρουαρίου 1948. Η Ταξιαρχία Αόπλων Ρούμελης, υπό την αρχηγία του Γιώργου Γούσια, ξεκινά να μεταφέρει εφεδρείες για τον Δημοκρατικό Στρατό από τη Βράχα προς τη Μακεδονία. Χίλιοι τριακόσιοι επίστρατοι απ’ την ευρύτερη περιοχή των Αγράφων και της Θεσσαλίας, απειροπόλεμοι, ανεκπαίδευτοι, δίχως ρουχισμό, τροφή και όπλα, διασχίζουν τον κάμπο των Φαρσάλων, πέφτουν στη λίμνη Κάρλα, περνούν τον Πηνειό, φτάνουν στις πλαγιές του Ολύμπου, ανεβαίνουν στις κορυφές των Πιερίων και διαφεύγουν στη Μακεδονία, ενώ οι δυνάμεις του Κυβερνητικού Στρατού τούς καταδιώκουν ανελέητα. Οι απώλειες είναι συντριπτικές. Στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα Το χιόνι των Αγράφων παρακολουθούμε τις τριάντα επτά μέρες της βασανιστικής πορείας τους.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το