Τοπικά

Μονιμοποίηση συμβασιούχων με ανατροπή στη νομολογία -Απόφαση σταθμός του Εφετείου Αθήνας με αναχαρακτηρισμό της σύμβασης σε αορίστου

Με την υπ’ αριθμόν 2050/2023 απόφασή του το Εφετείο Αθηνών ανατρέπει την ώς τώρα νομολογία, σε ό,τι έχει να κάνει με συμβασιούχους του Δημοσίου. Το Εφετείο έκρινε έφεση εργαζομένων μέσω προγραμμάτων του πρώην ΟΑΕΔ στο Ελληνικό Δημόσιο (υπουργείο Εργασίας) και «εξαφάνισε» την απορριπτική για αυτούς απόφαση του Πρωτοδικείου, κάνοντας δεκτή την αγωγή τους.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα που θα αποτρέπουν και θα «τιμωρούν» τον εργοδότη (ακόμη και αν αυτός είναι το Δημόσιο), ο οποίος θα προσλαμβάνει καταχρηστικά συμβασιούχους για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του. Το σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου, όπως το συμπύκνωσε ο δικηγόρος – εργατολόγος Βόλου κ. Βασ. Νιζάμης, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «…μέχρι η Ελλάδα να λάβει επαρκή μέτρα, δηλαδή νέο νόμο, που να αποτρέπουν την κατάχρηση εις βάρος των συμβασιούχων και να τιμωρούν τον εργοδότη και όχι τον εργαζόμενο, τα δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν τους εργαζόμενους που διαπιστώνεται ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Αποτελεσματικό μέτρο προστασίας αποτελεί ο αναχαρακτηρισμός της σύμβασης ορισμένου χρόνου σε αορίστου σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, χωρίς να εμποδίζεται η εφαρμογή του από το Σύνταγμα, καθώς δεν αποτελεί μετατροπή, αλλά ορθό νομικό χαρακτηρισμό από τα δικαστήρια, ερμηνεία που είχε υιοθετήσει ομόφωνα και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου 18/2006». Ωστόσο, στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά καταλήγει το Εφετείο, το μέτρο της αποζημίωσης που υιοθέτησε ο νομοθέτης με το άρθρο 7 του ΠΔ 164/2004, στην πραγματικότητα αποτελεί καταβολή των αποδοχών, που σε κάθε περίπτωση ήδη από προγενέστερες διατάξεις δικαιούται ο εργαζόμενος και όχι ειδικό μέτρο «τιμωρίας» του εργοδότη, ενώ και η απειλή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων στον εργοδότη, που προβλέπει το ίδιο άρθρο, στην πραγματικότητα δεν έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά ή κατασταλτικά. Από την άλλη, επισημαίνει το Εφετείο, ότι και τα ελληνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξειδικεύουν στην κάθε ξεχωριστή υπόθεση των συμβασιούχων, που κρίνουν με ποιο τρόπο και με ποια συγκεκριμένα μέτρα προστατεύονται από την καταχρηστική εις βάρος τους συμπεριφορά του εργοδότη και να μην αρκούνται σε «γενικές αναφορές», ότι όλα τα μέτρα που έχει υιοθετήσει η Ελλάδα, είναι αποτελεσματικά, όπως εξάλλου και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει επανειλημμένως επισημάνει. Τέλος, καταλήγει το Εφετείο, ότι μέχρι η Ελλάδα να λάβει επαρκή μέτρα, δηλαδή νέο νόμο, που να αποτρέπει την κατάχρηση εις βάρος των συμβασιούχων και να τιμωρούν τον εργοδότη και όχι τον εργαζόμενο, τα δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν τους εργαζομένους, που διαπιστώνεται ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Αποτελεσματικό μέτρο προστασίας, επισημαίνει το δικαστήριο, αποτελεί ο αναχαρακτηρισμός της σύμβασης ορισμένου χρόνου σε αορίστου, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, χωρίς να εμποδίζεται η εφαρμογή του από το Σύνταγμα, καθώς δεν αποτελεί μετατροπή, αλλά ορθό νομικό χαρακτηρισμό από τα δικαστήρια, ερμηνεία που είχε υιοθετήσει ομόφωνα και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου 18/2006.

Απόφαση σταθμός
Σχολιάζοντας την απόφαση του Εφετείου Αθήνας ο δικηγόρος – εργατολόγος κ. Νιζάμης ανέφερε ότι «εφόσον οι ρυθμίσεις του ΠΔ 164/2004 κρίνονται αναποτελεσματικές, καθώς δεν απέτρεψαν στην πράξη τη διαιώνιση της πρακτικής του Δημοσίου, σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του, και μέχρι τη νομοθέτηση νέων, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, μέσω της ερμηνείας και εφαρμογής και προγενέστερων εθνικών ρυθμίσεων, που παραμένουν σε ισχύ (ιδίως υπό το πρίσμα της ρήτρας 8 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ), όπως αυτή του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, η οποία κύρωση προβλέπει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου και όχι να επιρρίπτει τις ευθύνες στο αδύναμο μέρος, που είναι οι εργαζόμενοι. Στην προκειμένη περίπτωση οι εργαζόμενες, που προσέφυγαν στο Εφετείο, παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε υπουργείο με συμβάσεις, που ναι μεν επιγράφονταν ως κατάρτισης – απόκτησης εργασιακής εμπειρίας «stage», ορισμένου χρόνου, μέσω του ΟΑΕΔ, όμως, ήταν κατ’ ουσίαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με το Ελληνικό Δημόσιο. Οι καταρτισθείσες συμβάσεις, στις οποίες προέχει το στοιχείο παροχής εργασίας, δεν μπορούν να εξαιρεθούν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Δεδομένου ότι η εργασία τους παρεχόταν υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και εφόσον στην πραγματικότητα οι ανάγκες που κάλυπταν, ήταν πάγιες και διαρκείς, δεν υπήρχε αντικειμενικός λόγος για την ανανέωση των «ορισμένου χρόνου» συμβάσεων ή σχέσεών τους, τέτοια δε, χωρίς αντικειμενικό λόγο, ανανέωση, συνιστά κατάχρηση και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 Π.Δ. 164/2004. Στην περίπτωση των εργαζομένων παραβιάστηκαν σωρευτικώς όλα τα τασσόμενα από το Π.Δ. 164/2004 όρια, δηλαδή όχι απλώς ανανεώθηκαν οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας τους «ορισμένου χρόνου» χωρίς αντικειμενικό λόγο, αλλά και υπερέβησαν τη μέγιστη χρονική διάρκεια των 24 μηνών. Για την εξάλειψη της κατάχρησης που προέκυψε με τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου άνευ αντικειμενικού λόγου, δηλαδή για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, θα πρέπει να τύχει εφαρμογής το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, χωρίς την εφαρμογή του οποίου – ελλείψει άλλου αποτελεσματικού προς τούτο μέτρου – δεν είναι δυνατή η εξάλειψή της. Υπενθυμίζω ότι απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από το 2016 (ΔΕΚ, απόφαση υπ’ αριθ. C-596/14 της 14ης Σεπτεμβρίου 2016) για πρώτη φορά εξομοιώνει τις συμβάσεις εργασίας κάθε είδους (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, συμβάσεις έργου, συμβάσεις εργασιακής εμπειρίας, συμβάσεις ΕΣΠΑ, συμβάσεις εκπαίδευσης – κατάρτισης, συμβάσεις αναπλήρωσης – αντικατάστασης συναδέλφου κ.ά.) ως προς όλους τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης (μισθό, επιδόματα, τριετίες, προειδοποίηση, αποζημίωση απόλυσης) με τις συμβάσεις αορίστου χρόνου! Τέλος, εύχομαι πως και άλλοι δικαστές θα έχουν το σθένος να σταθούν με υπευθυνότητα απέναντι στην αλήθεια και την ίδια στάση και αυστηρότητα, που επιδεικνύουν απέναντι στους ιδιώτες εργοδότες, να επιδείξουν και απέναντι στο Δημόσιο, όταν αυτό συμπεριφέρεται με τον ίδιο καταχρηστικό τρόπο απέναντι στους εργαζομένους του», καταλήγει ο κ. Νιζάμης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το