Πολιτισμός

Μιχάλης Μπάστας – «Ο» ευπατρίδης

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ήταν ο αξεπέραστος και βιωματικός φίλος.
Θεσμικός και εξωθεσμικός φίλος.
Όπου θέσμια ήταν οι δικαστικές αίθουσες κι εξωθέσμια οι ατέρμονες εντρυφήσεις στην ποίηση και τα ταξίδια.
Ήταν όμως και ο πιο άψογος χειριστής της ελληνικής λαλιάς, για την οποία πονούσαμε όλοι όσοι προσαρμόζαμε το ρητορικό δικανικό ύφος του Λυσία, του Αισχίνη και του Υπερείδη στα καθ’ ημάς, της γλώσσας του σήμερα.
Κι έφερνε πάντα για παράδειγμα έναν καβαφικό στίχο, κομμάτι περίεργο, για την περίσταση:
«Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει/ τι δύσκολο να μάθει της πενίας – τη νέα γλώσσα»…
*
Ο Μιχάλης ήταν ο τελευταίος δάσκαλος της δικανικής ρητορείας που έβγαλε ο Βόλος.
Ήταν ο τελευταίος των ανδρείων μιας εποχής αρχόμενης ξηρασίας.
Ήταν ο τελευταίος αξιόμαχος «αισθητής» των δικαστικών αιθουσών, σύμφωνα και με τον αγαπημένο του Καβάφη.
«Ως έφατο τοίσιν επιήνδανε μύθος», όπως θα έλεγε και ο θείος ποιητής.
Δηλαδή μόλις μιλούσε άρεσε σε όλους ο λόγος του.
Και όταν αγόρευε κρεμιόντουσαν όλοι από τα χείλη του.
«Ως άρ’ εφώνησε άπλετος έπλετο μύθος».
Εκείνο το «άπλετος έπλετο μύθος», όταν του το έλεγα ύστερα από κάθε αγόρευσή του, αντί να σκάει στα γέλια το έπαιρνε τοις μετρητοίς και μου ζητούσε να πάμε για ένα τσάι, ώστε να του εξηγήσω πώς γιατί ήταν άπλετος ο «μύθος» του.
Κι από τον άπλετο λόγο του περνούσαμε στην ποίηση.
Τι ήταν κι αυτό με τον Καβάφη; Ο Μιχάλης ήξερε απέξω όλο το Καβαφικό corpus. Kαι το προσάρμοζε σε κάθε περίσταση.
Αλλά βέβαια εκεί που ουράνιζε με τον Καβαφικό στίχο έμενε ενεός με το αντίπαλο δέος, τον στίχο και τη διαλεκτική της Ελυτικής ποίησης.
Και τότε άρχιζε ένας ατέλειωτος ειρηνικός πόλεμος μεταξύ μας που τέλειωνε μόνο σαν έμελλε να ξαναρχίσουν οι δίκες.
Ο Μιχάλης κρατούσε από μνήμης τις σημειώσεις του και την επόμενη φορά θα με αποσκοράκιζε (Το ρήμα δικό του)…
Κι όταν άρχιζε τον Λόγο του (τον δικανικό Λόγο) εκείνος διέθετε ένα οπλοστάσιο από το οποίο έβγαζε την ανεπίδεικτη ρητορική του επιδεξιότητα και μια φραστική στερεότητα που δεν την είχε κατορθώσει κανένας
Στην έδρα ήταν ο Υπερείδης της σύγχρονης εποχής. Και αυτό το λέω γιατί λίγοι θυμούνται πόσες υποθέσεις μοιχείας, μαστροπείας και πορνείας είχε υποστηρίξει με θέρμη, επιτυχία και ικανότητα, που, καθώς ταπεινά φαντάζομαι, την είχε μονάχα ο Αθηναίος ρήτορας των δικανικών υποθέσεων
*
Στα διαλείμματα γινόταν ξανά ένας έξοχος Καβάφης που τόσο τον εθαύμαζε. Εννοώ Καβάφης ατόφυος κι όχι μπασταρδεμένος ή ανακατεμένος με ρήτρες αισθητικού ιδεαλισμού και φτηνής μεταφοράς του καβαφικού λόγου.

Ο Μιχάλης Μπάστας στο κέντρο κατά τη βράβευσή του στην Εξωραϊστική, έχοντας δεξιά του τον Κώστα Λιάπη και αριστερά του τον Πέτρο Κυπριωτέλη
(η φωτογραφία από το αρχείο Κυριάκου Παπαγεωργίου)

*
Αλλά πόσο ωραίες ήταν και οι ποιητικές και φιλοσοφικές αψιμαχίες που είχε με τον αείμνηστο Μένιο στα διαλείμματα…
Ο Μένιος μας μιλούσε για τον Feuerbach και ο Μιχάλης τον αντίσκοφτε με τον Καβάφη. Δεν ταίριαζε ο ένας με τον άλλο, αλλά άρεζε στον καθένα από τους δυο τους η διαφορά και λαχταρούσαν ν’ ακούσουν ο ένας τις διαθέσεις και προτιμήσεις του άλλου.
Δεν θα ξεχάσω μια δίκη στην Καρδίτσα που ήταν ομόδικοι, ο Μένιος με τον Μιχάλη και για λόγους που είχαν σχέση με τη λογοτεχνία κόντεψαν να χάσουν τη δίκη, μια και ο καθένας τους μουλάρωσε, μακριά από τις διατάξεις και τα άρθρα της ποινικής καταστολής.
Το περιστατικό μου το αφηγήθηκε τόσο ο Μένιος, όσο και ο Μιχάλης.
*
Όμως στη ζωή του ο Μιχάλης ήταν «η εκλεκτή συγκίνησις που το πνεύμα και το σώμα του αγγίζει»…
Ο Μιχάλης δεν ήταν ο τύπος «που έχτιζε μεγάλα και υψηλά τριγύρω του τείχη», γιατί όλους τους νέους δικηγόρους τους περιέβαλλε με αγάπη, με στοργή και με φροντίδα, συμβουλεύοντας τον καθένα, για οποιαδήποτε ποινική παρονυχίδα, δίχως καμία σκοπιμότητα.
Αν πέρασαν από τα χέρια του – και το πνεύμα του – ασκούμενοι δικηγόροι που σήμερα είναι λαμπροί επιστήμονες ή έχουν φύγει πια από τη δικηγορία…
Ο Μιχάλης ήταν ο άνθρωπος που έκαμε βίωμα της ζωής του την καβαφική ιδεολογία. Και βέβαια «ήπιε τελικά από τα δυνατά κρασιά καθώς πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής»…
Ήταν «μέχρι παθήσεως αισθητικός». Αλλά ήταν και ακμαίος, ο Μιχάλης, μέχρι το φινάλε, «μες στην ευρωστία της σαρκός». Κι «έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος»…
Ήταν όμως και πολύ λιτός. Δεν αποζητούσε πολυτέλειες και τρυφή. Αναζητούσε – και την έβρισκε – τη μικρή ταπεινή ευχαρίστηση. Και τρελαινόταν με αυτή.
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ώ ψυχή» μου έλεγε και μου ξανάλεγε…
Κι όταν φεύγαμε από τις αίθουσες κι εγκαταλείπαμε αντιδικίες, μικρότητες και πάθη, Εκείνος ψιθύριζε:
To «κεραμεούν και το φαύλον» ιδού «πως μας εξαπατά»…
Αλλά ο Μιχάλης διέθετε και μια σπάνια, ίσως μοναδική Μ ν ή μ η. Θυμόταν με ακρίβεια τα πάντα. Από τη ζωή, από τους ανθρώπους τις υποθέσεις, από τους νόμους και τις αποφάσεις.
Αλλά περισσότερο από όλα είχε μνήμη για την ομορφιά. Ίσως γιατί «αξίζει παραπάνω της εμορφιάς η μνήμη»…
Κι όταν τον πίεζα να γράφει όλο και συχνότερα, γύριζε και με κοίταζε σχεδόν απογοητευμένος:
«Αλίμονο», φίλε, «ειν’ υψηλή, το βλέπω, πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα» κι έβαζε ένα μεγάλο Π στη λέξη «Ποιήσεως» και σταματούσε κάθε κουβέντα για τη δική του ποίηση…
Ωστόσο, εσένα, φίλε Μιχάλη, «η Πόλις θα σε ακολουθεί».
Η Πόλις; Ναι, η Πόλις. Τι να πει κανένας για τη δική του Π ό λ η, την «Πολιτεία», του που μου την απάγγελνε κάθε φορά που θα ξεκινούσαμε κάποιο ταξίδι.
Ένα ταξίδι που θα το «απολαμβάνει» τώρα εκεί που Είναι. Και φυσικά μιλάω πάντα για Εκείνον που καταλάβαινε, όσο ελάχιστοι, οι Ιθάκες τι σημαίνουν…
Εδώ που έφθασες, Μιχάλη, λίγο δεν είναι…
*
Τελειώνοντας, αν και με τον Μιχάλη τον Μπάστα, δεν μπορεί ποτέ να τελειώνει κανείς, θα ήθελα να τον χαιρετήσω με τους αγαπημένους του στίχους, του Αλεξανδρινού:
«Aπό όσα έκαμα και από όσα είπα/ να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν».
Και «Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις/ και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα/ από εκεί μονάχα θα με νιώσουν»…
Αντίο φίλε…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το