Χωρίς κατηγορία

Μάνα, μητέρα, μαμά…

 

Του
Κωνσταντίνου Ακριβόπουλου

 

Editorial
Μάνα: Μια λέξη γλυκιά και πικρή, μια λέξη με βάθος και συναισθήματα πάθους, μια λέξη θεϊκή, γραμμένη με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της ιστορίας. Όλη η πορεία του κόσμου είναι ταυτισμένη με τα βήματα μιας μάνας. Από την Εύα μέχρι σήμερα μια μάνα κατευθύνει την ιστορία του κόσμου στα καλά και τα άσχημά της. Μια μάνα γεννά την ελπίδα, μια μάννα σπέρνει την απελπισία.
«Μάνα μου» ψιθυρίζουμε όταν βρισκόμαστε σε κίνδυνο. Και αποζητούμε εκείνη την αγκαλιά που άδολα θα χαϊδέψει την ψυχή μας. Οι άνθρωποι του μόχθου που αναγκάζονταν να φύγουν στην ξενιτιά στη «μανούλα» τους έγραφαν γράμματα και στη σκέψη της παρηγορούνταν όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Την ευχή της μάνας ζητούν οι σημερινοί ήρωες, οι καβαλάρηδες του ουρανού, αυτοί οι πιλότοι που προστατεύουν την πατρίδα μας. Κι όταν βρίσκονται σε κίνδυνο αυτήν σκέφτονται, αυτήν συλλογίζονται για να παίρνουν θάρρος και να συνεχίζουν τον αγώνα τους. Κυρίως, όμως, αυτή τη μεγάλη Μάνα του Ουρανού υπηρετούν κάποιοι μοναχικοί ονειροπόλοι, κυνηγοί της Αλήθειας, σε σπήλαια και κελιά, αυτή είναι η παρηγοριά και η ελπίδα τους. Και ο καθένας μας σε μια μάνα «γυρνά» κάθε μέρα της ζωής του για να νιώσει τη γλύκα της άδολης αγάπης, για να ζήσει με μια γλυκιά προσμονή, αυτή της συνάντησης μαζί της.
Μια μάνα γέννησε έναν Κολοκοτρώνη, έναν Παπαφλέσσα, έναν Καποδίστρια, μια μάνα κουβάλησε ξύλα στην πλάτη της για να σπουδάσει έναν γιο, μια μάνα έσκυψε όλη της τη ζωή πάνω σε μια ραπτομηχανή για να ράψει ρούχα, όταν το βαλάντιο δεν έφτανε για την αγορά καινούργιων. Μια μάνα περπάτησε γυμνή, ξενύχτησε, πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, έκλαψε για να προστατέψει και να κλείσει στα φτερά της ολόκληρη την οικογένεια.
Κι, όμως, αυτή τη μάνα κάποιοι την έκλεισαν στο γηροκομείο, γιατί δεν ταίριαζε στα ξιπασμένα σπίτια τους, ήταν πλέον ανήμπορη. Αυτή τη μάνα κάποιοι άλλοι την άφησαν να ζει μόνη της, χωρίς βοήθεια, όταν τα γηρατειά την κατέβαλαν. Κι αυτή η μάνα πέθανε μόνη, χωρίς το ιαματικό άγγιγμα του γιου ή της κόρης της, χωρίς το κλάμα και τα γέλια των εγγονιών της, διψασμένη για στοργή που η ίδια τόσο απλόχερα χάρισε. Κι αν τη ρωτήσεις, έχει ήδη συγχωρήσει την αβλεψία του γιου της, την αδιαφορία της κόρης της, γιατί στη ζωή της έμαθε μόνο να αγαπά.
Κι όσο κι αν τα παιδιά της την υποβιβάζουν, όσο κι αν της κακομιλάνε, όσο κι αν την αγνοούν, εκείνη φιλόστοργη, όπως πάντα, θα έχει κόψει την καρδιά της και θα την μοιράζει δίκαια σε όλα της τα παιδιά.
Ένα κορίτσι είχε μια μάνα άσχημη στο πρόσωπο, ενώ ήταν υπόδειγμα φιλόστοργης μάνας, πλούσιας σε αγάπη προς την κόρη της. Το κορίτσι όμως δεν έβλεπε τίποτε από την ψυχική ομορφιά της μάνας. Έβλεπε μόνο τις πολλές ουλές στο πρόσωπο της μάνας και αντιδρούσε πολλές φορές με ασέβεια και αντιπάθεια. Η μάνα λυπόταν, όχι για τον εαυτό της, αλλά πιο πολύ για το παιδί της, οπότε μια ημέρα αναγκάστηκε και του είπε το μυστικό. «Αγάπη μου, παιδί μου, πάνε τώρα 14 περίπου χρόνια. Τότε ήσουν πολύ μικρό παιδί, μωρό, βρέφος. Ήσουν η χαρά μου, ο θησαυρός μου. Η παρουσία σου νοημάτιζε τη ζωή μου. Και μια ημέρα είχα βγει έξω από το σπίτι, για να αγοράσω γάλα και άλλα τρόφιμα για σένα. Επιστρέφοντας στο σπίτι είδα να βγαίνουν καπνοί από το σπίτι μας, που το είχαν τυλίξει φλόγες. Εσύ ήσουν μέσα στο σπίτι και κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Ήξερα πως κινδύνευε η ζωή σου και σαν τρελή ρίχτηκα μέσα στη φωτιά. Όλοι προσπάθησαν να με εμποδίσουν, αλλά τους απώθησα και αψηφώντας τους καπνούς και τις φλόγες έφθασα στο κρεβάτι σου. Λίγο ακόμη και θα είχες καεί. Σε άρπαξα στην αγκαλιά μου και σε έβγαλα έξω. Εσύ, ευτυχώς, δεν έπαθες τίποτα. Εγώ όμως κάηκα στο πρόσωπο και από τότε παραμορφώθηκα. Εμένα δεν με πείραξε ποτέ αυτό, αφού έσωσα εσένα. Βλέπω μόνο ότι πειράζει εσένα και θλίβομαι…». Η κόρη της δεν άντεξε… Συγκινήθηκε, αγκάλιασε τη μάνα της και έκλαιγε ασταμάτητα. Τη γέμισε με δάκρυα συγκίνησης και ευγνωμοσύνης και της είπε: «Συγχώρησέ με, μάνα δεν είμαι άξια να λέγομαι παιδί σου!».
Μια τέτοια μάνα χάρισε στον καθένα μας απλόχερα ο Θεός. Είτε βρίσκεται στη ζωή είτε όχι πάντοτε η σκιά της θα μας καλύπτει, πάντα θα μας θυμίζει τη γνωστή ιστορία με το γιο που ξερίζωσε για χάρη της αγαπημένης του την καρδιά της μάννας του τη γνωστή φράση: «χτύπησες παιδί μου»;

Ποίηση:
Εσωτερικό Μήτσος Παπανικολάου (1900 – 1943)

«Καταραμένος» ποιητής ο Μήτσος Παπανικολάου. Όπως και ο φίλος του Ναπολέων Λαπαθιώτης, ήταν χρήστης ναρκωτικών. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και η Κατοχή, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του και έτσι ξεπούλησε όλα τα πολύτιμα βιβλία του και άλλα πράγματα, που φύλαγε για χρόνια, και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχό δωμάτιο στην Κοκκινιά. Στο δωμάτιο αυτό ζούσε σε άθλιες συνθήκες γι’ αυτό οι φίλοι του φρόντισαν να τον βάλουν στο δημόσιο Ψυχιατρείο. Εκεί πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Λυρικός, μοναχικός, σχεδόν ξεχασμένος σήμερα, μας ταξιδεύει στις θύμησές του, εκεί που βρίσκει ο καθένας μας στοργή, στην αγκαλιά της μάννας.
Ο βοριάς πλαταγίζοντας ξεδιπλώνει σημαίες,
παραμονεύουν τέρατα στους δρόμους,
έχει σκεπάσει η θάλασσα τις προκυμαίες·
το παραμύθι ξαναζεί με τους γλυκούς του τρόμους.
Λαχτάριζα την ώρα αυτή μήνες, μέρα τη μέρα-
την κλειστή κάμαρη, τη λάμπα την αγαπημένη.
Ανάλλαγη, σαν είκοσι χρονών, είναι η μητέρα·
τα μάτια της χαμογελούν, το στόμα της σωπαίνει.
Ήμουν θλιμμένος, άρρωστος, χωρίς χαρά κι ελπίδα,
περιπλανήθηκα στη γη, χρόνια πολλά, πολλά…
Μα απόψε απ’ τα ταξίδια μου γύρισα στην πατρίδα
και βρήκα τη μητέρα που χαμογελά.
Είναι όλα πάλι γνώριμα μες στο σπιτίσιο βράδυ:
Η κάμαρη, τα πράματα, το φως και το σκοτάδι.
Φωνάζει απ’ έξω ο άνεμος με τα χίλια του στόματα
ονόματα κι ονόματα…
Μα κι η βροχή μού φαίνεται σα ν’ απαγγέλλει στίχους,
παράλληλη και ρυθμική καθώς πέφτει στη γης.
Είμαι καλά στους τέσσερις της κάμαρής μου τοίχους:
Έφτασα στο λιμάνι της στοργής.

Λογοτεχνία:
Τζων Στάινμπεκ Απόσπασμα από «Τα σταφύλια της οργής»

Στο παρακάτω απόσπασμα ο Στάινμπεκ σκιαγραφεί αριστοτεχνικά το πορτρέτο της αλύγιστης μάννας. Σε λίγες λέξεις καταφέρνει να χωρέσει τη διαδρομή μιας ολόκληρης ζωής. Διαβάζοντάς τον από τη σκέψη μας περνά αυτή η καθημερινή ηρωίδα που σαν σύμβολο στέκει όρθια κι αγέρωχη, ακόμη κι αν γύρω της όλα έχουν καταστραφεί. Είναι η μάννα του επιστήμονα, του καλλιτέχνη, του δολοφόνου, του ληστή, η μάνα η φτωχή, η περήφανη, η μάνα της κατοχής, του εμφυλίου, της προσφυγιάς, η μάνα όλων μας.
«O Toμ στεκόταν και κοίταζε. Η μητέρα ήταν βαριά, μα όχι παχιά. Είχε βαρύνει απ’ τη δουλειά κι από τις γέννες. Φορούσε μια φαρδιά ρόμπα από γκρίζο ύφασμα, που ήταν κάποτε σταμπαρισμένο με χρωματιστά λουλούδια, με το χρώμα να έχει ξεθωριάσει πια, κι έτσι τ’ ανθουλάκια ξεχώριζαν μονάχα σαν ένα σχέδιο πιο ανοιχτόγκριζο από το σκούρο φόντο. Η ρόμπα τής ερχότανε ώς τους αστραγάλους, και τα ξυπόλητα πόδια της, φαρδιά και γερά, μετακινιότανε πάνω στο πάτωμα γρήγορα και μ’ ευκινησία. Τα λεπτά της ατσαλόγκριζα μαλλιά ήταν μαζεμένα σ’ έναν αραιό κότσο που έπεφτε σαν φούντα πίσω απ’ το κεφάλι. Δυνατά μπράτσα, όλο φακίδες, γυμνά ως τους αγκώνες, και χέρια ντελικάτα και παχουλά, ίδια τα χέρια στρουμπούλικου κοριτσιού.
Κοίταζε έξω τον ήλιο. Το γεμάτο πρόσωπό της δεν είχε τρυφερή έκφραση, είχε μια συγκρατημένη καλοσύνη. Τα φουντουκιά της μάτια φανέρωναν πως δοκίμασε όλες τις τραγωδίες της ζωής και πως ανέβηκε σκαλί σκαλί τον πόνο και τα βάσανα, για να φτάσει σε μια υπέρτατα ήρεμη και υπεράνθρωπη κατανόηση. Φαινότανε να ’χε κατανοήσει και δεχτεί τη θέση της μέσα στην οικογένεια – η ακρόπολη της οικογένειας, το άπαρτο οχυρό. Και όπως ο άντρας της και τα παιδιά της δεν έβλεπε τον κίνδυνο παρά μονάχα όπου τον έβλεπε η ίδια, συνήθιζε ν’ αρνιέται μέσα της κάθε κίνδυνο. Και όπως, όταν τύχαινε κάτι ευχάριστο, κοίταζαν να δουν αν ήταν χαρούμενη και η ίδια, πήρε τη συνήθεια να δημιουργεί χαρά και από ακατάλληλα περιστατικά.
Η ηρεμία όμως άξιζε περισσότερο από τη χαρά. Η αταραξία εξαρτιόταν από κείνη. Και από την υπέροχη και ταπεινή της θέση μέσα στην οικογένεια είχε αντλήσει αξιοπρέπεια και μια ήρεμη ολοκάθαρη ομορφιά. Σα θεράπαινα που ήταν, τα χέρια της απόχτησαν μια σίγουρη και ψύχραιμη ηρεμία και, σα διαιτητής που ήταν, είχε γίνει μια ύπαρξη απόμακρη κι αλάθευτη σε κρίση, όπως μια θεότητα. Φαινόταν να ’χει τη συναίσθηση πως αν εκείνη λύγιζε, θα κλονιζόταν η οικογένεια, και πώς, αν έχανε πραγματικά την πεποίθησή της ή αν απελπιζότανε, η οικογένεια θα διαλυόταν.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το