Τοπικά

Κρυμμένη ακόμη η αλήθεια για το C-130 – Μιλά στη «Θ» για πρώτη φορά, η σύζυγος του κυβερνήτη του μοιραίου αεροσκάφους

Τριάντα δύο χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που οι Ένοπλες Δυνάμεις και όλη η χώρα θρήνησαν τον χαμό 63 ανθρώπων, με τη συντριβή του C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας στο Τσατάλι της Όθρυος. 32 χρόνια, που μπορεί να μοιάζουν σε κάποιους μια ολόκληρη ζωή, για πολλούς, όμως, συγγενείς των 9 αξιωματικών, 18 υπαξιωματικών και 36 σμηνιτών η 5η Φεβρουαρίου θα μείνει για πάντα χαραγμένη στην ψυχή τους. Μια πληγή που όσα χρόνια και αν περάσουν θα συνεχίσει να αιμορραγεί, περνώντας από τότε χιλιάδες ώρες αρχικά αγωνίας και προσμονής και στη συνέχεια πόνου, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αβάστακτος, αφήνοντας το στίγμα του σε συζύγους, αδελφούς και κυρίως παιδιά. Η σύζυγος του κυβερνήτη του C-130, του επισμηναγού Δημ. Μπίνα, Μαρία φέρνει ξανά στη μνήμη της, μετά από αρκετά χρόνια, τα θλιβερά γεγονότα και ανοίγει την καρδιά της για πρώτη φορά σε κάποιο μέσο ενημέρωσης, μιλώντας για το πώς βίωσε την όλη τραγωδία.

Ο 35χρονος επισμηναγός Δημήτρης Μπίνας με καταγωγή από την ορεινή Αργιθέα είχε χιλιάδες ώρες πτήσης στο ενεργητικό του, και την εποχή εκείνη διέμενε με τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα παιδιά του, Απόστολο 6,5 ετών και Ειρήνη 4,5 στην Ελευσίνα, ενώ είχε υπηρετήσει και στην 111 Πτέρυγα Μάχης στη Νέα Αγχίαλο. «Κάθε πρωί τα λέγαμε και όπως και το προηγούμενο βράδυ όλα ήταν ήρεμα. Μου είχε πει πως το δρομολόγιο θα ήταν Βόλος, Λάρισα και Κρήτη για να μεταφέρουν κόσμο. Υπήρχε μια κάποια ανησυχία, καθώς είχε ξεσπάσει ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο και έπρεπε να μεταφέρουν γρήγορα τους σμηνίτες για να επανδρωθεί η Κρήτη». Όπως θυμάται η κ. Μπίνα ο εκλιπών τής είχε υποσχεθεί πως θα επέστρεφε στο σπίτι γύρω στις 3.30 ή το αργότερο στις 4 το απόγευμα της Τρίτης. «Άρχισα να ανησυχώ που περνούσε η ώρα χωρίς να έρθει, αλλά μου τηλεφώνησε μια φίλη, της οποίας ο σύζυγος υπηρετούσε στα ελικόπτερα και με ρώτησε εάν έμαθα κάτι, διότι εξαφανίστηκε ένα αεροπλάνο. Εκείνη την ώρα πέστε το διαίσθηση αισθάνθηκα ότι ήταν ο Δημήτρης. Την έκλεισα και έπιασα το τηλέφωνο και παρόλο που έψαχνα διοικητές και υποδιοικητές ακόμη και τον μοίραρχό του, κανείς δεν έβγαινε στο εσωτερικό τηλέφωνο να μου πει κάτι. Μόλις καταλαβαίναν από την ανησυχία στη φωνή μου, ότι ήθελα τον τάδε, δεν έβγαιναν, γιατί προφανώς δεν ήξεραν και τι να πουν. Στη συνέχεια κατάφερα να πετύχω τον μοίραρχό του, και δυστυχώς από τον τόνο της φωνής του κατάλαβα ότι ήταν ο δικός μου σύζυγος και μου είπε ότι δεν γνώριζαν προς το παρόν τίποτα. Μου είπε ότι αγνοείται το αεροσκάφος και πως ο μεγάλος τους φόβος ήταν να μην έπεσε στη θάλασσα. Εγώ σκεφτόμουν ότι ίσως να γλίτωναν εάν βρισκόταν στη θάλασσα. Ιδέες απλά ερχόταν στην προσπάθεια να πείσεις τον εαυτό σου ότι ο άνθρωπός σου είναι καλά. Όσο περνούσε η ώρα και γινόταν γνωστό ότι το C-130 δεν έχει δώσει στίγμα, γινόταν στη μονάδα της κακομοίρας. Άρχισαν να σπεύδουν γονείς, συγγενείς των αγνοουμένων, δημοσιογράφοι, κατακλύστηκε από τον κόσμο η αίθουσα της Λέσχης Αξιωματικών της 112 Π.Μ.. Οι ώρες περνούσαν και με αυτές οι μέρες, με όλους μας να ζούμε μια κόλαση. Τελικά την Παρασκευή άνοιξε ο καιρός, άρχισαν να πετάνε περισσότερα διασωστικά μέσα και εντοπίστηκε το αεροπλάνο. Με το που βρέθηκε, από τον κυβερνήτη του ελικοπτέρου (σ.σ. αντισμήναρχος Γιώργος Καραγιάννης) κινητοποιηθήκαν όλοι και μας ειδοποίησαν και εμάς στην Ελευσίνα. Μάλιστα θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο πεθερός μου ήθελε να επιβιβαστεί και αυτός στο ελικόπτερο για να βρεθεί στο σημείο της συντριβής, χωρίς, ωστόσο, να το καταφέρει. Πέρασαν πολλές ώρες μέχρι να περισυλλεγούν οι σοροί των επιβαινόντων, γιατί όπως μάθαμε, κάποια πτώματα είχαν διαμελιστεί, με τις καταστάσεις να είναι τραγικές. Μέχρι τις τελευταίες στιγμές προτού βρεθούν τα συντρίμμια του «Ηρακλής» υπήρχε η ελπίδα ότι οι δικοί μας ήταν ζωντανοί, ίσως να βρίσκονται κάπου χαμένοι και προσωπικά ανησυχούσα εάν διαθέτουν επαρκή ποσότητα νερού και τροφίμων. Ο τότε διοικητής προσπαθούσε να με ηρεμήσει, λέγοντάς μου ότι «μη φοβάσαι Μαρία όλο και κάτι έχουν στο αεροπλάνο»».

Ο επισμηναγός Δημήτριος Μπίνας στο πιλοτήριο του 748 που κατέπεσε στην Όθρυ

Τουλάχιστον πενήντα άτομα στο σπίτι
Η κ. Μπίνα θυμάται την τεράστια ανησυχία και αγωνία που επικρατούσε τόσο στην ίδια όσο και στους υπόλοιπους συγγενείς των στρατιωτικών, από το απόγευμα της Τρίτης 5 Φεβρουαρίου 1991. Έτσι μη γνωρίζοντας την τύχη τους, τουλάχιστον 50 άνθρωποι είχαν μαζευτεί στο σπίτι της μέσα στη μονάδα στην Ελευσίνα, περιμένοντας μέχρι και την Παρασκευή, όπου έμαθαν για την τραγική μοίρα των δικών τους, ζώντας εκεί όλες τις ώρες. «Παρακαλούσαν άγνωστοι σε μένα, οι οποίοι ήξεραν λίγο τον σύζυγο, να τους αφήσω να μείνουν στο σπίτι μου, μήπως και μάθουν κάτι παραπάνω για το τι συνέβη στους δικούς τους. Όλο το 24ωρο διέμεναν σε μένα το λιγότερο 50 με 60 άνθρωποι, και κάποιοι που είχαν σπίτια κοντά, πήγαιναν για λίγο να πλυθούν ή να μας φέρουν φαγητό και πάλι επέστρεφαν και καθόταν, όπου υπήρχε πολυθρόνα, καρέκλα μέχρι και κάτω στο πάτωμα σε χαλιά».

Κηδεία στον Βόλο
Η σύζυγος του μακαρίτη επισμηναγού αναφέρεται στον γιο της, Απόστολο, ο οποίος σήμερα είναι πιλότος σε πολιτικά αεροσκάφη σε μεγάλη ιδιωτική εταιρεία, παίρνοντας την αγάπη του πατέρα του για την αεροπλοΐα, ο οποίος έζησε σε όλη της την έκταση την τραγωδία, παρά το γεγονός ότι τον πήραν στο σπίτι τους κάποιοι συγγενείς στην Αθήνα για να μην βλέπει και ακούει τηλεόραση.
Μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης ανάσυρσης των πτωμάτων οι σοροί των αξιωματικών που δεν είχαν υποστεί διαμελισμό παραδόθηκαν στις οικογένειες, οπότε δήλωναν οι συγγενείς πού ήθελαν να γίνει η κηδεία. «Τα πεθερικά μου ήθελαν η επιμνημόσυνη δέηση να ψαλεί στην Αργιθέα, όμως, ήταν τόσο κακές οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και το χιόνι τόσο πολύ που επιλέξαμε τελικά να θαφτεί ο σύζυγός μου στον Βόλο, ώστε να παραστούν όσο περισσότεροι γινόταν. Αυτό γιατί πήρα τα παιδιά από την Ελευσίνα και ήρθαμε να μείνουμε στους γονείς μου στον Βόλο. Μετά από τέσσερα χρόνια θέλησα να τηρήσω την επιθυμία του, που μου είχε εκμυστηρευτεί σε ανύποπτο χρόνο, ότι ήθελε να αναπαυτεί στο χωριό του και έτσι τον μεταφέραμε εκεί».

Η σύζυγος του κυβερνήτη του μοιραίου αεροσκάφους Μαρία Μπίνα

Έψαχναν ανθρώπινα μέλη
Οι υπόλοιποι, όπως θυμάται, θάφτηκαν αργότερα, αφού έπρεπε να εντοπιστούν και να συναρμολογηθούν τα ανθρώπινα μέλη, ενώ τα φέρετρα σφραγίστηκαν για ευνόητους λόγους. «Όταν έγινε το 40ήμερο μνημόσυνο, μας παρέλαβαν τα ελικόπτερα από το Στεφανοβίκειο και μας πήγαν στο Τσατάλι. Δεν μας έδωσαν καμία εξήγηση στο μεταξύ σχετικά με το τι συνέβη και χάσαμε τους δικούς μας και περιμέναμε να γίνει το δικαστήριο. Παράλληλα μέσω διαρροών μάθαμε απέδιδαν ευθύνη στον πιλότο και στον συγκυβερνήτη. Όταν το μάθαμε αυτό, απάντησα ότι δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο γιατί είχε ένα πολύ καλό όνομα στην Υπηρεσία, ήταν πολύ έμπειρος και είχαμε ταξιδέψει πολλές φορές μαζί, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, ενώ και ο συγκυβερνήτης Αντώνης Τζωρτζακάκης είχε πολλές ώρες πτήσης. Ήταν δύο άτομα που ήταν φερέγγυα, σοβαρά και κυρίως σωστότατοι επαγγελματίες».

Ήμασταν ακόμη στα χαμένα
Η κ. Μπίνα αναφέρεται στην περίοδο της δίκης του σμηναγού Γ.Τ. που είχε υπηρεσία στον πύργο ελέγχου της Ν. Αγχιάλου και θυμάται πως όλοι οι συγγενείς ακόμη και πέντε χρόνια μετά την τραγωδία βρισκόταν στα χαμένα, έχοντας πολλή στεναχώρια και θεωρούσαν πως δεν επρόκειτο για μια διαδικασία η οποία θα τους προσέφερε κάτι ουσιαστικό, γιατί δεν βγήκαν από τη δίκη σοφότεροι αναφορικά με το τι τελικά συνέβη και έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους. «Το κλίμα ήταν τεταμένο και απλά παραστήκαμε δίνοντας κατάθεση και απαντώντας στις ερωτήσεις των αεροδικών. Αυτό που ρωτούσαν ήταν εάν θεωρούμε ότι φταίει ο σμηναγός Γ.Τ. αλλά και να έφταιγε δεν πιστεύαμε πως θα βρίσκαμε δικαίωση. Επρόκειτο για μια δίκη που έγινε απλά για να γίνει και δεν δόθηκε κάποια ουσιαστική απάντηση στα πολλά αναπάντητα ερωτήματα για τα αίτια του φοβερού δυστυχήματος».

Θα μάθουμε την αλήθεια μετά από 50-60 χρόνια
Όπως μας αναφέρει η σύζυγος του άτυχου πιλότου του C-130 μετά το πέρας της δίκης του σμηναγού σε πρώτο βαθμό στις 4 Νοεμβρίου 1994 στο Αεροδικείο Αθήνας δεν ένιωσαν κάποια δικαίωση, και μάλιστα όπως θυμάται η κ. Μπίνα ακούγοντας την απόφαση για την καταδίκη δύο ετών με αναστολή του κατηγορούμενου, σχολίασαν με φίλες που είχαν χάσει και αυτές συζύγους στο δυστύχημα ότι θα μάθουν την αλήθεια για τη συντριβή μετά από 50, 60 ή και 70 χρόνια. Δεν πίστεψαν και δεν υπέδειξαν ως φταίχτη του τραγικού συμβάντος τον ελεγκτή που είχε βάρδια το μεσημέρι της 5ης Φεβρουαρίου στον πύργο ελέγχου της Νέας Αγχιάλου, σμηναγό Γ. Τ. γιατί εκτιμούσαν ότι και εκείνος ήταν ένα θύμα της γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε. Θέτει μια σειρά ερωτημάτων θεωρώντας πως επρόκειτο για αποδιοπομπαίο τράγο. «Ήταν άραγε δική του ευθύνη το συμβάν όταν δεν λειτουργούσε ούτε το tacan Νέας Αγχιάλου ούτε αυτό της Σκοπέλου; Τι θα μπορούσε να κάνει αυτός εάν δεν είχε τη στιγμή που χρειαζόταν τα κατάλληλα εργαλεία για να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Δεν θεωρώ ότι έφταιγε άμεσα και το μερίδιο ευθύνης του ήταν μικρό…».

Μας απέτρεψαν να προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Οι συγγενείς των στρατιωτικών θέλησαν να μάθουν περισσότερα για τα αίτια της απώλειας τόσων ζωών και έτσι σχεδίαζαν να καταφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ψάχνοντας για απαντήσεις στα μεγάλα γιατί. «Η όλη υπόθεση ήταν κλειστή σαν στρείδι και καταλάβαμε ότι δεν επρόκειτο να βγει τίποτα από το δικαστήριο. Ήταν και ένας ιερέας που είχε χάσει τον σμηνίτη γιο του και μαζί του λέγαμε να καταφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ενημερώσαμε και κάποιους έγκριτους νομικούς, ωστόσο, συναντήσαμε άρνηση από πλευράς υπουργείου Εθνικής Άμυνας που δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να συνεχιστεί το ζήτημα, το οποίο έπρεπε να κλείσει όσο πιο γρήγορα γινόταν».

Χωρίς πρόσβαση στο πόρισμα
Μακριά, ωστόσο, από τα μάτια των οικογενειών των αδικοχαμένων αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατεύσιμων κρατήθηκε το πολυσέλιδο πόρισμα που έριχνε φως στο τι οδήγησε το αεροσκάφος να συντριβεί στις πλαγιές της Όθρυος. Σύμφωνα με τη σύζυγο του κυβερνήτη αυτό που τους δημιουργούσε ερωτήματα ήταν ότι δεν επιτρεπόταν να δουν τα 400 περίπου φύλλα αναφοράς του πορίσματος, που χαρακτηρίστηκε από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία ως άκρως απόρρητο. «Από εκεί και πέρα δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, καθώς συναντούσαμε παντού άρνηση και ένα εχθρικό περιβάλλον που δεν σήκωνε πολλά πολλά πάνω σε αυτό, με συνέπεια να κουραστούμε και να ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα μαθευτεί η αλήθεια».

Δεν λειτούργησαν σωστά τα όργανα
Η κ. Μπίνα, 32 χρόνια μετά δίνει τη δική της εκτίμηση σχετικά με το τι έφταιξε και οι 63 έχασαν με τέτοιο τρόπο τη ζωή τους. Μιλά για τα όργανα του C-130 τα οποία για κάποιο άγνωστο λόγο δεν λειτουργούσαν όπως έπρεπε δίνοντας λανθασμένα στοιχεία στον πιλότο, στον συγκυβερνήτη και τον μηχανικό του αεροσκάφους. «Είχε το ίδιο μηχάνημα ο σύζυγος, το ίδιο ο συγκυβερνήτης και ο μηχανικός, δεν ήταν ένα που το έβλεπαν και οι τρεις, αλλά ο καθένας έλεγχε το δικό του, για το υψόμετρο στο οποίο πετούσε το αεροπλάνο. Δεν μπορεί να έκαναν λάθος και οι τρεις ταυτόχρονα. Έτσι τα όργανα έδωσαν παραπλανητικά στοιχεία στον σύζυγο και νόμιζε πως πετούσε σε περισσότερες χιλιάδες πόδια και όσο κατέβαινε προετοιμάζοντας τη διαδικασία προσγείωσης στην Αγχίαλο, γιατί υπήρχε φοβερή ομίχλη και πολύ χιόνι στην Όθρυ, ξαφνικά είδε το βουνό και προσπάθησε αγωνιωδώς να σηκώσει το C-130 και για πολύ λίγο δεν το πρόλαβε. Χτύπησε η ουρά στην πλαγιά και διαλύθηκε το αεροπλάνο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το