Άρθρα

Κουδουνάτοι και παράτες της Σμύρνης

της Αργυρώς Μάμαλη Κοπάνου

Μόλις έμπαινε το Τριώδιο, η Σμύρνη ξεσπούσε σε ένα αποκριάτικο γλέντι χαρούμενο και πολιτισμένο, με χωρατά και γέλια στα σοκάκια και στα σπίτια. Οι χοροί «έπαιρναν και έδιναν» τόσο στα σπίτια, στους καφενέδες και στις μπυραρίες, όσο και στις κοκέτικες αριστοκρατικές λέσχες.
Ο Σωκράτης Προκοπίου στο βιβλίο του «Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη» – διηγηματικό στιχούργημα – έγραψε:
«Μείνε ζαβέ… Τι πας να δεις σε χώρες μακρινές; Τσι Σμύρνης δε θα βρεις αλλού – τ’ ακούς; Τσ’ Αποκριές…».
Ο Δημήτρης Αρχιγέννης μας έχει δώσει πλούσια περιγραφή της «παράτας» (παρέλασης) με καρότσες και με άρματα: «Η κάθε παρέα νοίκιαζε την καρότσα απ’ την πλατεία του Φασουλά και τη φόρτωνε με διάφορα «αποκριάτικα» που θα τα πετούσε στα παράθυρα και στα μπαλκόνια των σπιτιών απ’ όπου θα περνούσε.
Κουτιά γεμάτα με «κορδέλες» (σερπατίνες) τσικολάντες (σοκολάτες) παραγεμιστές με κρέμα, «κρουστάκια» (μπισκότα), «ουγκά» (μαντολάτα). Πανέρια ξέχειλα από μπουκετάκια μενεξέδες με φυλλαράκια κισσού, ματσάκια «αβιορέτες» (βιολέτες) και ζουμπούλια. Τσουβάλια γεμάτα «πεταλάκια» (κομφετί) ανακατεμένα με κουφετάκι ψιλό κόκκινο, πράσινο, μπλε και με όσπρια όπως «λόπια» (φασόλια), «νταρί» (καλαμπόκι) «τσεμπλεμπούδες» (στραγάλια). Άσπρα περιστέρια δεμένα απ’ τα ποδαράκια με μεταξωτές κορδέλες, για να πετάξουν προς το παράθυρο όπου έβλεπαν το κορίτσι της αγάπης τους. Κι έβλεπες όλες αυτές τις καρότσες να περνούν η μία οπίσω από την άλλη γεμάτες «τζόβενα» (τζόβινε=νεαρός) που πετούσαν με δύναμη ή με ειδικά πιστολάκια τις κορδέλες τα «πούλουδα» και τις «γλιχουδιές» προς τα μπαλκόνια των σπιτιών, στα παράθυρα όπου κάθονταν οι κοπέλες, που κι αυτές με τη σειρά τους ανταπέδιδαν.

Περνούσαν απ’ το σοκάκι «Τράσσα» και «Χαλιπλί», ύστερα από την «Αγία Κατερίνα», από το «Παρθεναγωγείο», τα «Μπογιατζήδικα» και κατέληγαν στου Φασουλά και πάλι το ίδιο. Άλλες καρότσες έφταναν και μέχρι την πιάτσα (πλατεία) της «Μπέλλα-Βίστα», «Αη-Δημήτρη» και πάλι πίσω.
Οι «παράτες» γίνονταν τις δύο τελευταίες Κυριακές μετά το μεσημέρι μέχρι το βράδυ και όταν σκοτείνιαζε τα «τζόβενα» άναβαν μεγάλα σπίρτα που έβγαζαν φως χρωματιστό, τα «κολόρια» και τα «στρουλάκια» που πετούσαν σπίθες, ενώ το ίδιο έκαναν και οι νοικοκυραίοι στα μπαλκόνια και φεγγοβολούσαν τα σοκάκια που φωτίζονταν τότε μόνο με αραιά φανάρια.
Από νωρίς ο κάθε περίεργος Σμυρνιός κατέβαινε από τους ακριανούς «μαχαλάδες» για να δει και να τσαλαπατηθεί μεσ’ την πολυκοσμία, να κάνει φασαρία, «ντόρο». Παιδάρια και παλικάρια είχαν «ροκάνες», «σφυρίχτρες», «ντρουμπετίσσες», «τσαμπούρνες», σαν μεγάλα ρολόγια τσέπης που τις γέμιζαν με κολόνια, «φούσκες» δεμένες με σπάγγο για να «κατακεφαλιάσουν» όποιον ήθελαν.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια απέφευγαν να εμφανιστούν και όταν ήθελαν, τότε ντύνονταν με αντρικά ρούχα και συνοδεύονταν από κάποιον άντρα για να τις υπερασπιστεί, αν χρειαζόταν.
Εκείνοι όμως που έδιναν ζωή στην Αποκριά ήταν, όπως έλεγαν οι «κουδουνάτοι» («μασκαρά» στη Σμύρνη έλεγαν τον απατεώνα»).
Θεαματικοί «κουδουνάτοι» ήταν οι «ξυλοπόδαροι», ο «Φουστανελάς» πραματευτής με το άλογό του, τα θεατρικά δρώμενα όπως η «Γκόλφω» κ.ά., «Ο Χατζή-Μιχαήλ Θεόφιλος» με την παρέα του, που ντύνονταν αρχαίοι Μακεδόνες και έκαναν μάχη, ο «αρκουδο-Τσουρτσούρας» ντυμένος με αρκουδοπροβιά, η «Συνοδεία του Τούρκικου γάμου» με είκοσι άλογα, δύο καμήλες και νταούλια. Επίσης ο «Αραμπάς με το δίπατο σπίτι» που στον κάτω όροφο ήταν ο φτωχός με την οικογένειά του, που βροντούσε άδειους τενεκέδες, ενώ επάνω ήταν μόνος του ο χοντρός πλούσιος που βροντούσε λίρες, η «Καμήλα με τα μεταξωτά βρακιά», το «Γαϊτανάκι».
«Κουδουνάτοι» με χιούμορ ήταν οι «Μυτιληνιοί» που τραγουδούσαν και έκαναν πολλά αστεία. Επίσης «Αραπάκια», ντυμένα με μπουρνούζια ή τσουβάλια ή σεντόνια που μουντζουρώνονταν με φούμο και κρατούσαν ντουμπελέκια και κουδούνια.
Ο «Οβραίος» (εβραίος), ο φοβητσιάρης με τη βράκα του που έκανε κρότο, ο «Οβραίος» με το κοφίνι που ήθελε να κλέψει ένα παιδί, ο «Οβραίος» που πουλούσε κέρατα και κανείς δεν αγόραζε γιατί… όλοι είχαν. Ο «Γιατρός» που έγραφε συνταγές… κάτω από την ουρά του γαϊδάρου. Ο «Μάμμος» που ξεγεννούσε, ο «Οδοντίατρος» και ο «Πονοδοντιασμένος», η «Νταντά με το μωρό» και το καροτσάκι που δεν χωρούσε.

Όλοι τους σταματούσαν, έκαναν το δρώμενο στη μέση του δρόμου και έπειτα συνέχιζαν για να πάνε σε άλλο σοκάκι, ενώ τσούρμο τα παιδιά έτρεχαν με φωνές ξωπίσω τους.
Εκτός από τις αυτοσχέδιες φορεσιές, με κουστούμια εφοδίαζαν τον κόσμο τα βεστιάρια των θιασαρχών. Ο Ζαχαρίας ο Μέρτικας, ο Λαζαρής ο Χατζασμάνης, αλλά και ο Νταμπάνης ο μπαρμπέρης κ.ά. νοίκιαζαν τις φορεσιές στον απλό κόσμο, ενώ οι πλούσιοι που πήγαιναν στις Λέσχες αγόραζαν από τον «Φραγκομαχαλά» φορεσιές που έρχονταν από την Ευρώπη ή τις έραβαν σύμφωνα με μοντέλα από περιοδικά του Παρισιού.
Σπουδαίες «μουτσούνες» από χαρτί, βαμμένες εκφραστικά χρησιμοποιώντας γύψινα καλούπια, έφτιαχνε ο Μέρτικας, που τις πουλούσε σε ψιλικατζίδικο ή μπαρμπέρικο, ενώ στα μεγάλα μαγαζιά όπως του Ξενόπουλου, του Σολάρι, του Μπον-μαρσέ πουλούσαν τις ευρωπαϊκές.

Τις μουτσούνες δεν είχε κανείς το δικαίωμα να τις αγγίξει ή να τις τραβήξει και να τις βγάλει από τα πρόσωπα, γιατί αυτό ήταν μεγάλη προσβολή. Αυτός που το έκανε τον θεωρούσαν κακοαναθρεμμένο και χαιρέκακο, γιατί χαλούσε το αποκριάτικο κέφι. Τότε γινόταν καβγάς και όλοι υποστήριζαν τον μασκοφορεμένο κουδουνάτο.
Μια αποκριάτικη «παράτα» με άρματα της Σμύρνης, που άφησε ιστορία, ήταν αυτή του 1904, τότε που ο Βαλής (νομάρχης) ήταν ο Κιαμήλ-πασάς, μορφωμένος, προοδευτικός πολιτικός που αγαπούσε Έλληνες και Φράγκους. Του γύρεψαν την άδεια, καθώς δεν υπήρχε ελευθερία, κι εκείνος όχι μόνο την έδωσε, αλλά ενθουσιάστηκε τόσο που υποσχέθηκε πως οι «πολίτσιες» (αστυνόμοι) θα συμπαρασταθούν, ενώ θα στολιστούν με «παντιέρες» τα «καρακόλια» (αστυνομ. σταθμοί) του Φασουλά και της Μπέλα-Βίστα, απ’ όπου θα περνούσε η «παράτα». Το κομιτάτο (επιτροπή) που ανέλαβε την οργάνωση σχηματίστηκε από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, ενώ τα βραβεία στα δύο καλύτερα άρματα τα έδωσαν οι μεγαλέμποροι και μαγαζάτορες της πόλης. Το άρμα «Απόλλων με τας εννέας Μούσας» που πήρε 100 ασημένια μετζήτια (20 λίρες τουρκικές) ήταν του αθλητικού συλλόγου «Απόλλων», που βρισκόταν τότε στις δόξες του. Ο Γιώργος Ισηγόνης, ξακουστός αθλητής, έκανε τον Απόλλωνα. Τριγύρω του ήταν κορίτσια, οι εννέα Μούσες, και από ένα παιδί – «έρωτας» στις τέσσερις γωνίες του άρματος που έσερναν τέσσερα άλογα. Εμπρός πήγαινε μια «καβαλαρία» με έξι άλογα και πρώτο τον «Ερμή», τον Στέφανο Μπουτζαλή – αθλητή και πίσω άλλη καβαλαρία με πρώτο τον Διόνυσο, ύστερα οι Σάτυροι, οι Σειληνοί, οι Νύμφες, όλοι ντυμένοι αρχαιοπρεπώς πάνω σε είκοσι άλογα, κρατώντας ή κιθάρα ή λύρα ή τόξο. Μάλιστα κανείς δεν έριχνε «κορδέλες», «πεταλάκια» κ.ά. για να μην ταράξει την αρμονική και μεγαλόπρεπη στάση των κορμιών.

Το δεύτερο βραβείο πήρε το άρμα «Οι Βασιλείς της Ερήμου» από την «Υψηλή Λέσχη Κυνηγών» που είχε μέλη εμπόρους, γιατρούς, δικηγόρους. Παρίστανε τους Βεδουΐνους της ερήμου με είκοσι καμήλες και τέσσερις γαϊδάρους. Μπροστά ο «ντουλτζής», έπειτα οι «ντεβετζήδες» (καμηλιέρηδες) πάνω στους γαϊδάρους, οι καμήλες με τα παλικαράκια, το άρμα που έσερναν άλογα με τους σεΐχηδες και τον αρχισεΐχη, τις γυναίκες τους, τους Βεδουΐνους με τα τουφέκια και πίσω άλλες δέκα καμήλες και τέσσερις καβαλάρηδες σε άσπρα άλογα. Το θέαμα ήταν εξωτικό και όλοι τους ήταν ντυμένοι και στολισμένοι ανάλογα.
Άλλα άρματα ήταν των «Ιαπώνων» από το μεγάλο κατάστημα του Ξενόπουλου, το άρμα του «Πάγου», το «Ιστιοφόρον» από τους καπετάνιους της Σμύρνης, το «Έαρ» από το κατάστημα «Πρεν’ταν», το «Θέρος» από τους σταρέμπορους, το «Φθινόπωρο» από τους ταβερνιάρηδες, ο «Χειμών» από τη «Χαμηλή Λέσχη Κυνηγών».
Ανάλογες «παράτες» έγιναν και τα επόμενα χρόνια μέχρι και το 1907 που ο «Βαλής» εκείνος άφησε τη Σμύρνη…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το