Άρθρα

Ήρωας του 1821 φυλακίστηκε και για να ζήσει ζητιάνευε στον Πειραιά…

Tου ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Τ. ΣΔΡΟΛΙΑ

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος», ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες και ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε το 1781 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα, σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας. Στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα έναν Τούρκο στο Λεοντάρι». Αργότερα, ο δολοφονηθείς αδελφός του Νικηταρά, ο Ιωάννης, αγιοκατατάχθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας. Ο Νικηταράς από νεαρή ηλικία εντάχθηκε ως «μπουλουξής» (επικεφαλής μπουλουκιού) στο σώμα του κλέφτη Ζαχαριά, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του. Το 1805 μετά τον διωγμό των κλεφταρματολών από τον Μοριά, πήγε στη Ζάκυνθο όπου και εντάχθηκε στα «ρωσικά τάγματα». Από εκεί πολέμησε στην Ιταλία εναντίον του Ναπολέοντα. Το 1808, επέστρεψε στο Μοριά μαζί με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη. Το 1818, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Έκτοτε δεν κράτησε το οικογενειακό του επώνυμο Σταματέλος, αλλά το υποκοριστικό Σταματελόπουλος. Στον Ελληνικό λαό όμως έμεινε γνωστός με το προσωνύμιο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος». Με την έναρξη της Επανάστασης, πήρε μέρος στη μάχη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821). Στη συνέχεια έλαβε μέρος στη μάχη των Δολιανών (18-19 Μαΐου 1821), όπου στα Άνω Δολιανά με 400 άντρες, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που επιτίθετο με τη βοήθεια πυροβολικού. Σε εκείνη την μάχη, έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το σπαθί του Νικηταρά. Διακρίθηκε στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), καθώς και σε άλλες μάχες, δίπλα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δεν ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του προσέφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην τότε προσωρινή Κυβέρνηση.

Η πιο σημαντική μάχη του αγώνα, ήταν η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822). Κατά τη διάρκεια της μάχης έσπασε τρία γιαταγάνια από τη δύναμη που σπάθιζε και όταν έσπασε και το τελευταίο, λένε ότι το χέρι του έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε γιατρός για να το ανοίξει και να βγάλει το σπαθί. Σ’ αυτή τη μάχη τού κόλλησαν το παρατσούκλι «Τουρκοφάγος», διότι όπως τον αντίκρισαν μέσα στα αίματα, έμοιαζε με σαρκοφάγο ζώο. Όταν τελείωσε η μάχη, οι συμπολεμιστές του άρχισαν να μοιράζονται τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον οπλαρχηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί παραπέρα, για να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι τού χάρισαν ένα άλογο και ένα σπαθί. Αργότερα, όταν ο Ι. Καποδίστριας έγινε κυβερνήτης της Ελλάδας, διέλυσε τον στρατό «για ν’ ασχοληθεί ο λαός με ειρηνικά έργα», όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Κράτησε ωστόσο τρία συντάγματα και όρισε διοικητές, τους Νικήτα Σταματελόπουλο, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Γενικός αρχηγός τέθηκε ο Θ. Κολοκοτρώνης. Το 1829, ο Νικηταράς συνόδευσε τον Κυβερνήτη με την ιδιότητα του Γενικού Αρχηγού της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου στην πρώτη του περιοδεία του στο Μοριά. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, επί Όθωνος, υποστήριξε ενεργά το ρωσικό κόμμα, με αποτέλεσμα να παραμεριστεί και να πέσει σε δυσμένεια. Η Κυβέρνηση του Όθωνα, φοβούμενη το ρωσόφιλο κόμμα, συνέλαβε τον Νικηταρά δύο φορές και το 1839 τον καταδίκασε, σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση, την οποία εξέτισε στις φυλακές Παλαμηδίου και Αίγινας. Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά και η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Έπασχε από σάκχαρο χωρίς να το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Στη δίκη που έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841, δόθηκε εντολή να προσαχθεί καθιστός. Αμνηστεύθηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός. Όταν κατέβηκε από το πλοιάριο που τον μετέφερε από την Αίγινα στο Τουρκολίμανο και τον αντίκρισε η οικογένειά του εξουθενωμένο, τυφλό και ανήμπορο -σωστό ερείπιο- η μια του κόρη δεν άντεξε στη θέα του πατέρα της, τρελάθηκε και αργότερα πέθανε.

Η φτώχεια του ήταν τόσο μεγάλη που του συνέστησαν να γίνει ζητιάνος. Αλλά την εποχή εκείνη για να ζητιανέψει κάποιος, έπρεπε να έχει άδεια ζητιάνου! Ο τότε υπουργός Στρατιωτικών τού χορήγησε «άδεια επαιτείας», του έδωσε δηλαδή την άδεια! να ζητιανεύει μια φορά την εβδομάδα κάθε Παρασκευή στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά. Όταν αυτά τα πληροφορήθηκε ο πρέσβης της Ρωσίας, πήγε στο σημείο όπου «επαιτούσε» ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντιλήφθηκε τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι. «Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου;» τον ρώτησε ο πρέσβης. «Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα» του απάντησε υπερήφανα ο Νικηταράς. «Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;» συνέχισε ο ξένος. «Η πατρίδα, μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος» ανταπάντησε ο ήρωας. Ο πρέσβης συγκινημένος κατάλαβε τι συμβαίνει και διακριτικά φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!». Σημειωτέων ότι ο Νικηταράς είχε δανείσει στο Ελληνικό κράτος 12.300 φοινίκια και 105.000 γρόσια για τις ανάγκες του αγώνα, τα οποία δεν έλαβε ποτέ πίσω. Το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849 ο Νικήτας Σταματελόπουλος έσβησε. Πλήθος κόσμου έφτασε στο φτωχικό του για να τιμήσει τον νεκρό ήρωα. Ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη. Όταν κάποτε τον ρώτησαν γιατί έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες, ο Νικηταράς απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!». Η ιστορία του Νικήτα Σταματελόπουλου είναι μια πραγματική «γροθιά» στο στομάχι του κάθε Έλληνα, διότι βίωσε από πρώτο χέρι την αχαριστία και την αγνωμοσύνη του ελληνικού κράτους. Ο Νικηταράς, ήρωας και πάνω απ’ όλα έντιμος αγωνιστής, έως την τελευταία του στιγμή αντιμετώπιζε την Πατρίδα ως ύψιστο ιδανικό. Ποτέ δεν ζήτησε να λάβει από αυτή υλική ανταμοιβή για όσα έπραξε, ποτέ δεν βαρυγκώμησε ούτε παραπονέθηκε για την κατάσταση στην οποία περιήλθε. Η έγνοια του ήταν μόνο η Ελλάδα και πώς αυτή θα γίνει ανεξάρτητη και ελεύθερη. Εάν δεν υπήρχαν Έλληνες σαν τον Νικηταρά, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τόσους άλλους αγωνιστές, δεν ξέρουμε αν θα υπήρχε σήμερα Ελλάδα στον χάρτη.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το