Κόσμος

Η τραγική ζωή της Κίσκα, της πιο θλιμμένης φάλαινας του κόσμου, άνοιξε τον δρόμο για τα δικαιώματα των θαλάσσιων θηλαστικών

Η θλίψη για τον θάνατο της Κίσκα, της τελευταίας φάλαινας – δολοφόνου του Καναδά που ζούσε σε αιχμαλωσία, μετριάζεται από την αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο ενέπνευσε το νομοσχέδιο για την ενίσχυση της προστασίας των κητωδών.

Η Κίσκα, που έγινε γνωστή ως η «πιο θλιμμένη φάλαινα του κόσμου» πέρασε πάνω από τέσσερις δεκαετίες σε καθεστώς αιχμαλωσίας στο θεματικό πάρκο MarineLand, δίπλα στους καταρράκτες του Νιαγάρα στον Καναδά.

Τα τελευταία 12 από όλα αυτά τα χρόνια, προτιμούσε να κολυμπάει μόνη της, σε μία δεξαμενή, παρότι οι άγριες όρκες είναι άκρως κοινωνικά και έξυπνα ζώα, που ζουν σε ομάδες – οικογένειες, με τις οποίες κυνηγούν αλλά και επικοινωνούν μέσω υποβρύχιων κραυγών και ήχων. Η Κίσκα, όμως, ήταν η τελευταία όρκα σε αιχμαλωσία στη χώρα.

Σε ένα από τα τελευταία βίντεο που την κατέγραψαν, η φάλαινα – δολοφόνος παρασύρεται νωχελικά στα γαλαζοπράσινα νερά της δεξαμενής της, όσο ένα μικρό αγόρι, πίσω από τον γυάλινο τοίχο προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή της. Το παιδί φωνάζει επαναλαμβανόμενα το όνομά της, ωστόσο η Κίσκα πλέει δίπλα του, αδιαφορώντας. Αλλά ενώ η ανακοίνωση της κυβέρνησης του Οντάριο ότι η Κίσκα πέθανε σε αιχμαλωσία την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με πληροφορίες από βακτηριακή λοίμωξη, σε ηλικία περίπου 47 ετών, έγινε δεκτή με ευρεία θλίψη, οι ακτιβιστές της θάλασσας πιστώνουν επίσης στη φάλαινα ότι ενέπνευσε απτές αλλαγές στην προστασία των θαλάσσιων ζώων σε αιχμαλωσία.

Ο θάνατος της φάλαινας ήρθε τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση, από το καναδικό κοινοβούλιο, του νομοσχεδίου S-203, το οποίο απαγορεύει την αιχμαλωσία και αναπαραγωγή φαλαινών και δελφινιών. Παρότι ο νέος νόμος έφτασε πολύ αργά για την ίδια την Κίσκα (καθώς σε αυτόν δεν υπάγονταν ζώα που βρίσκονταν ήδη σε αιχμαλωσία) οι ακτιβιστές υποστηρίζουν ότι, η ιστορία της συγκεκριμένης όρκας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσέλκυση του ενδιαφέροντος του κοινού στο ζήτημα των θαλάσσιων θηλαστικών σε αιχμαλωσία. Όπως σημείωσε ο ακτιβιστής για τη θαλάσσια ζωή, Φιλ Ντέμερς, ένα από τα ελάχιστα θετικά από τον θάνατό της, είναι το νομοσχέδιο για τα δικαιώματα των θαλάσσιων θηλαστικών. Οι ακτιβιστές εργάζονταν σκληρά, από την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου, για την απελευθέρωση της Κίσκα – είτε συμμετέχοντας σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στους δρόμους του Νιαγάρα, είτε καταθέτοντας νομικές καταγγελίες και καταρτίζοντας σχέδια που θα εξασφάλιζαν την απελευθέρωσή της από τη MarineLand.

«Νιώθαμε ότι ήμασταν πολύ κοντά στην απελευθέρωσή της»
«Όταν έμαθα ότι η Kiska πέθανε, απλά έκλαψα – κάτι που δεν κάνω ποτέ», είπε στη Guardian η εκτελεστική διευθύντρια της ομάδας εκστρατείας Animal Justice του Τορόντο, Camille Labchuk. «Ήταν απογοητευτικό για τόσους πολλούς από εμάς, γιατί νιώθαμε ότι ήμασταν τόσο κοντά στο να μπορέσουμε να την απελευθερώσουμε. Απλά δεν κατάφερε να κρατηθεί αρκετά στη ζωή».

Η Κίσκα αιχμαλωτίστηκε στα ανοιχτά της Ισλανδίας μαζί με την Κέικο -την όρκα της ταινίας Free Willy – το 1979. Πολύ γρήγορα τα δύο θαλάσσια θηλαστικά μεταφέρθηκαν στην MarineLand, όπου ζούσαν μαζί. Στη συνέχεια, η Κέικο πουλήθηκε σε μεξικανικό πάρκο ψυχαγωγίας, ενώ, τελικά, απελευθερώθηκε πίσω στα θαλάσσια νερά της Ισλανίας. Η Κίσκα, ωστόσο, παρέμεινε στο MarineLand, όπου γέννησε πέντε παιδιά, εκ των οποίων δεν επέζησε κανένα. Τελευταίος της σύντροφος στο ενυδρείο υπήρξε ο Ικάικα, γιος του Τίλικουμ, της φάλαινας που σκότωσε τρεις ανθρώπους, και αποτέλεσε αντικείμενο του ντοκιμαντέρ Blackfish του 2013.

«Υπήρχαν στιγμές που έπρεπε να τις χωρίσουμε επειδή η Κίσκα χρειαζόταν ένα διάλειμμα», σημειώνει η πρώην εκπαιδεύτρια που έγινε ακτιβίστρια και δούλεψε στενά και με τις δύο φάλαινες, Κριστίν Σάντος. «Ήθελε απλώς να ξεφύγει από αυτό το νεαρό αρσενικό που συνέχιζε να της επιτίθεται», συμπληρώνει. Το 2011, η Κίσκα έμεινε μόνη της, όταν ο Ικάικα επέστρεψε αεροπορικώς στην Καλιφόρνια και στον αρχικό του ιδιοκτήτη, τη SeaWorld. Με δεδομένο ότι, καμία φάλαινα – δολοφόνος δεν τον αντικατέστησε στη MarineLand, σε εκείνο το σημείο ήτανε που ξεκίνησε η μακρά περίοδος απομόνωσης της Κίσκα.

Το θεματικό πάρκο του Νιαγάρα κατηγορούνταν για χρόνια για ελλιπή φροντίδα των θαλάσσιων ζώων που εκμεταλλευόταν. Το 2012, η εφημερίδα Toronto Star δημοσίευσε σειρά ρεπορτάζ στα οποία, οκτώ πρώην μέλη του προσωπικού της MarineLand, έκαναν λόγο για κακή ποιότητα του νερού αλλά και υποστελέχωση η οποία συνέβαλλε στην ταλαιπωρία των ζώων του πάρκου. Μεταξύ αυτών και η Σάντος με τον σύντροφό της. Οι αγωγές μεταξύ ακτιβιστών και του θεματικού πάρκου πηγαινοέρχονταν, ενώ η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη διεξαγωγή ερευνών για τις συνθήκες αιχμαλωσίας των ζώων.

Οι περιφερειακές υπηρεσίες ευημερίας των ζώων του Οντάριο, από τον Ιανουάριο του 2020, επιθεώρησαν τη MarineLand 160 φορές. Σε ανακοίνωσή του το πάρκο ανέφερε ότι, «η ομάδα φροντίδας θαλάσσιων θηλαστικών και οι ειδικοί της έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να υποστηρίξουν την ευζωία της Κίσκα. Θα θρηνήσουμε την απώλειά της». Αρνήθηκε να σχολιάσει οτιδήποτε άλλο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, ήταν σαφές ότι η υγεία της Κίσκα ήταν σε φθίνουσα πορεία. Το καλοκαίρι του 2021, δημοσιεύτηκε το βίντεο με το αγόρι που την καλεί, ενώ, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, στο φως ήρθε άλλο βίντεο που έδειχνε την όρκα να χτυπάει το κεφάλι της στους τοίχους της δεξαμενής του ενυδρείου όπου ζούσε.

Εκείνη την περίοδο, οι προσπάθειες για την απελευθέρωση της Κίσκα απέτυχαν. Το καταφύγιο φαλαινών στη Νέα Σκωτία που προτάθηκε από τους ακτιβιστές δε λειτουργούσε, ενώ τα σχέδια για τη μεταφορά της σε ενυδρείο μαζί με άλλα θαλάσσια θηλαστικά δεν υλοποιήθηκαν.

Την ίδια στιγμή, η οργάνωση Animal Justice ζητά από την κυβέρνηση του Οντάριο να δώσει στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της νεκροψίας του ζώου, ενώ υπάρχουν ισχυρές πιέσεις να απομακρυνθούν και τα υπόλοιπα ζώα της MarineLand – μεταξύ των οποίων φάλαινες μπελούγκα, δελφίνια και θαλάσσια λιοντάρια. «Ο θάνατος της Κίσκα μπορεί να αποφέρει ελάχιστα θετικά αποτελέσματα. Παρότι πολλά ζώα σε αιχμαλωσία έχουν πεθάνει κάπως έτσι, η Κίσκα θα μπορούσε, τουλάχιστον, να αναγνωριστεί ως η τελευταία όρκα που έζησε με αυτό τον τρόπο», υπογραμμίζει ο Ντέμερς.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το