Άρθρα

«Η Νέα Ιωνία Μαγνησίας του 1947-Η αφετηρία της σύγχρονης πόλης» το νέο πόνημα του Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά

Της Ουρανίας Σταματιάδου-Κουτσογιάννη

Γεννήθηκα στην καρδιά της Νέας Ιωνίας από γονείς Μικρασιάτες, ανθρώπους του μόχθου και της βιοπάλης. Το σπίτι μου είναι στο Ι’ τετράγωνο μεταξύ των οδών Προύσσης-Ίωνος-Καλλιπόλεως-Χαλκηδόνος (Β. Παύλου-Λεωφ. Ειρήνης) κοινώς «Φαρδύ». Έζησα τα παιδικά μου χρόνια μέσα στη στυγνή πραγματικότητα της μεταπολεμικής φτώχειας και της αντιμετώπισης των προσφύγων με καχυποψία και περιφρόνηση, γεγονός που θέριεψε μέσα μου την αγάπη και το πείσμα να παλέψω για την ανάδειξη και προβολή των ιδεωδών και αξιών του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να μη συγκινηθώ και να μην κατακλεισθώ από χείμαρρο αναμνήσεων έχοντας στα χέρια μου το νέο βιβλίο του αγαπητού φίλου και συμπατριώτη Δημ. Κωνσταντάρα με τίτλο «Η Νέα Ιωνία Μαγνησίας του 1947 – Η αφετηρία της σύγχρονης πόλης» με την ευγενική αφιέρωση: Τιμητική προσφορά στον Πολιτιστικό Σύλλογο Μικρασιατών «Το Εγγλεζονήσι».
Έναυσμα για τη συγγραφή του νέου πονήματός του, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας στο εισαγωγικό του σημείωμα, αποτέλεσε η έρευνα του δημοσιογράφου-συνεργάτη της εφημερίδας «Θεσσαλία» Ιωάννη Καζαντζάκη με τίτλο «Ο Μεγάλος Εργατικός Συνοικισμός Νέα Ιωνία. Εντυπώσεις από την ζωήν 15.000 προσφύγων».

Έτσι προέκυψε το νέο δημιούργημα του πολυγραφότατου και ακάματου εκπαιδευτικού, ερευνητή και συγγραφέα Δημ. Κωνσταντάρα αποτελούμενο από 300 περίπου σελίδες, πλαισιωμένο από πλούσιο φωτογραφικό υλικό και εκπληκτικές γραφικές συνθέσεις του εξαίρετου επίσης συμπατριώτη μας Γιάννη Κονταξή.
Το αφιερώνει, πού αλλού; Στις δύο υπέροχες γυναίκες που τον στήριξαν σε όλη τους τη ζωή, στη μητέρα του και τη σύζυγό του, Μαρίες και οι δύο, μνημόσυνο αγάπης και λατρείας.
Το όλο περιεχόμενο του βιβλίου απαρτίζεται από επτά κεφάλαια. Το πρώτο αναφέρεται στο ιστορικό γεγονός της μετατροπής του προσφυγικού συνοικισμού σε Δήμο Νέας Ιωνίας, στην αφετηρία της σύγχρονης πόλης, με πρώτο διορισμένο δήμαρχο τον Ευάγγελο Καραμπατζάκη και τα πρώτα έργα το έτος 1947 (ονοματοθεσία δρόμων-ύδρευση).
Το δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνει αυτούσια τα επτά δημοσιεύματα του δημοσιογράφου Ι. Καζαντζάκη με τις εντυπώσεις από τη ζωή 15.000 προσφύγων στον Μεγάλο Εργατικό Συνοικισμό… «Βρισκόμαστε στο κέντρο του Συνοικισμού. Το θέαμα της ανθρώπινης δυστυχίας που φωλιάζει εδώ, στο δίνει το σπίτι. Μπαίνω σ’ ένα δωμάτιο μικρό, τρία μέτρα. Ένα ξυλοκρέβατο πρόχειρα βολεμένο με σανίδια σκοροφαγωμένα, μ’ ένα κομμάτι κουρελού κι επάνω ένα μωρό, μια παιδούλα ωχρή που κοιτάζει και πότε-πότε σηκώνει το χεράκι της και διώχνει τις μύγες. Εκεί δίπλα αχεροστρώματα, τσουκάλια, μπόγοι, μποτίλιες, τσουμπλέκια. Και το καντήλι πάντα καίει στο εικονοστάσι. -Πόσοι μένετε εδώ; -Έξι! -Και πού κοιμόσαστε; -Χάμω! Καθώς έμαθα ύστερα, επτακόσια πενήντα τέτοια δωμάτια σαν εκείνο ακριβώς, στεγάζουν από πέντε μέχρι δέκα άτομα το καθένα. Αντρόγυνα με τα παιδιά τους, γέροι, άντρες, γυναίκες, μωρά, σκυλιά, κατσίκια, όλοι μαζί σ’ ένα αχουράκι τρία με τρία μέτρα.

…Με τον Δήμαρχό τους, τον κ. Καραμπατζάκη, εκάμαμε μέρες και ώρες προσεκτική εξέτασι σ’ ολόκληρο τον συνοικισμό. Όπου περνούσαμε οι γυναίκες έβγαιναν στον δρόμο και του φώναζαν: Δήμαρχε, να συχωρεθούν τα αποθαμένα σου που μας έβαλες μια βρύση! Δήμαρχε, πες στο κάρρο να παίρνει τακτικά τα σκουπίδια! Δήμαρχε, φτιάξε μας ένα χαντακάκι να φεύγουν τα νερά για να γλυτώσουμε από τη μύγα! Δήμαρχε, φρόντισε να αλλάξουμε σπίτι και θα σε κάνουμε εικόνισμα!
…Λέγουν ότι οι πρόσφυγες της Νέας Ιωνίας είναι όλοι κομμουνισταί, μάλιστα είναι γνωστοί στον Βόλο με το παρατσούκλι «Μικρή Μόσχα». Θα πρέπει όμως να ρίχνουμε νερό στο κρασί μας όταν πρόκειται να πούμε έναν άνθρωπο κομμουνιστή… Ο Έλλην ξυπνάει το πρωί εθνικιστής, όταν ύστερα συζητάει με τη γυναίκα του για τα ψώνια της ημέρας γίνεται σοσιαλιστής και όταν κατόπιν πηγαίνει στην αγορά να ψωνίσει ένα λεμόνι επιστρέφει στο σπίτι του κομμουνιστής!..

Στις σελίδες του τρίτου κεφαλαίου περιλαμβάνονται βιωματικές περιγραφές και εικόνες όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη γνωστών συμπολιτών μας, ανθρώπων που έζησαν στον προσφυγικό συνοικισμό της εποχής, λίγο ώς πολύ, αρχής γενομένης από την πλατεία της Ευαγγελίστριας, η ιστορία της οποίας είναι δεμένη με τη ζωή των κατοίκων της Ν. Ιωνίας από το 1924.
Ο καθένας αφηγείται συγκινητικές ιστορίες των παιδικών και νεανικών του χρόνων δεμένες με τα πέτρινα χρόνια της φτώχειας και των δυσκολιών της ζωής του συνοικισμού.
…Τρομαγμένη, γυμνωμένη, ρημαγμένη, ματωμένη, πονεμένη, ορφανεμένη, πεινασμένη, ήρθες εδώ με αγωνία. Αχ, κατακαημένη προσφυγιά! Όμως το θάρρος δε σου έλειψε. Κι έσφιξες την καρδιά.
Και πάλεψες. Και κόπιασες. Κι ίδρωσες. Έπεσες στη δουλειά και στη δημιουργία. Σ’ είδα! Μια νέα έφτιαξες πατρίδα! Την πόλη μας τη ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ! (1947 Π. Κ. Κατσιρέλος).
…Πρωί-πρωί άρχιζε η μέρα για μικρούς και μεγάλους. Φιγούρες διαφόρων ηλικιών με κατσαρόλια και δίχτυα κατέβαιναν το «φαρδύ» μόνοι ή παρέες, για τον Βόλο. Ήταν οι καπνεργάτες, εκείνοι που δούλευαν στα εργοστάσια του Σταματόπουλου, του Γκλαβάνη, του Τσαλαπάτα, οι «Ματσαγγοπούλες» και όσοι – κυρίως Εγγλεζονησιώτες – είχαν σχέση με τη θάλασσα και τις δουλειές του λιμανιού. Ύστερα τα μαθητούδια με τις μπλε ποδιές και τους κολλαριστούς άσπρους γιακάδες, τα πηλίκια και τις κεντημένες κονκάρδες. Μετά ένα-ένα άνοιγαν τα μαγαζιά, τα μικρομάγαζα και άρχιζαν τα «σούρτα-φέρτα» από τα στενά και τα τετράγωνα για τις όποιες ανάγκες (Γεωργία Χαϊδούλη).
…Οι εικόνες… χίλιες εικόνες μιας ζωής σε τούτη τη γειτονιά της Αναπαύσεως με έπνιξαν. Πόσο χώρο άραγε χρειαζόμουν να γράψω για τις αναμνήσεις μου από εκείνη την ξεχωριστή και μακρινή πια Νέα Ιωνία! Ποια καλοκαιρινά απογεύματα με Πλατωνικούς έρωτες, ξεχωριστές αγάπες, πολύωρη μελέτη, αγώνα να ξεφύγουμε από τη ζωή των δικών μας, μπορούσαν να καταχωνιαστούν και να κρυφτούν στη λήθη; Πώς να χωρέσει εκείνη η Νέα Ιωνία σε ένα αφιέρωμα; (Βασιλεία Γιασιράνη).

Οι νοικοκυρές, τα καλοκαίρια, μετά τον κάματο της ημέρας, με τα σκαμνάκια και τα καρεκλάκια τους, μαζεύονταν για αθώο κουβεντολόι με το πλεκτό στο χέρι ή το κέντημα ή το ταψί με τις φακές για να τις καθαρίσουν. Εμείς τα παιδιά, εκτός από το διάβασμα του σχολείου είχαμε την ανάγκη για τρέξιμο και παιχνίδι. Αυτό μας το εξασφάλιζε εν μέρει η γειτονιά μας, αλλά προ πάντων η μεγάλη απερίφρακτη χωμάτινη πλατεία της εκκλησίας μας. Το ποδόσφαιρο με κάτι παλιόμπαλες στην αρχή, οι χαρταετοί, τα αερόστατα, τα πατίνια, τα τσέρκια, τα κουινάκια, οι γυαλίτσες, οι σβούρες… (Γιάννης Κονταξής).
…Η λαχτάρα μου ήταν μεγάλη για να μάθω γράμματα και να γίνω δασκάλα! Τα χρόνια όμως ήταν πολύ δύσκολα, υπήρχε μεγάλη φτώχεια και πείνα. Εγώ ούτε παλτό δεν είχα να φορέσω, όταν πήγαινα στο σχολείο. Είχα μόνο μία μαύρη πλεχτή σάρπα της γιαγιάς μου, που την τύλιγα στο κεφάλι μου κι έπεφτε στην πλάτη μου. Στα πόδια μου φορούσα κάτι αμερικάνικα παπούτσια, που μας είχαν δώσει απ’ την Ούντρα, επειδή ήμασταν πολύτεκνοι και άποροι… (Δέσποινα Δήμου).
…Ανατολικά στο ύψος της οδού Βυζαντίου τα βράδια χτυπούσε η καρδιά της τοπικής διασκέδασης της Νέας Ιωνίας. Ήταν το κέντρο διασκέδασης του Σαρίκα, γνωστό με το χαρακτηριστικό προσωνύμιο «Μπουζουκτσίδικο», όπου οι γλετζέδες των προσφύγων κυρίως έριχναν τις ζεμπεκιές τους, σε ρυθμούς και κινήσεις όπως χόρευαν στην Πατρίδα. Τις βραδιές όμως που υπήρχε το αδιαχώρητο, ήταν όταν το κέντρο οργάνωνε «διαγωνισμό ταλέντων». Εμείς τα παιδιά αποτελούσαμε την «γαλαρία». Σκηνές απείρου φαντασίας και «γκαζούρας» σημειώνονταν στον έξω χώρο του Κέντρου. Φωνές, χειροκροτήματα, άναμμα εφημερίδων, ειρωνικά επιφωνήματα, με ιαχές «κι’ άλλο-κι’ άλλο»! (Τάκης Παντελόπουλος).
…Έτσι ζυμώθηκαν τα νιάτα μας. Με φτώχεια, με πείνα και με τρόμο. Και με ένα ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης που μας το ενίσχυε βράδυ πρωί η μάνα μας, «πως δεν γίνεται, θάρθουν καλύτερες μέρες». Η ίδια έπιασε δουλειά στον συνοικισμό στο μπαξέ του Λεφάκη τις καθημερινές και τις Κυριακές στα πλυσταριά των αστών στην κάτω πόλη ( Βασίλης Μητσάκης).

…Ο Παντελής ο Μαγουλάς ήταν η ιστορία της Νίκης, της ομάδας που έγραψε την καλύτερη και μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ιστορία του επαρχιακού ποδοσφαίρου. Ήταν ομάδα, για την εποχή της, εφάμιλλη με τις μεγάλες ομάδες του Κέντρου. Την ίδρυσαν οι πρόσφυγες Μικρασιάτες του Συνοικισμού της Νέας Ιωνίας και τον χρόνο του 1924. Ακριβώς με την ίδρυσή της αρχίζει και η ιστορία της, παίζοντας πρώτα στην πόλη του Βόλου και στο γήπεδο της πλατείας Γεωργίου (είναι το σημερινό πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου). Φυσικά ερασιτεχνικά (Μανώλης Παρασκευάς).
…Κάθε χρόνο στο ποτοποιείο της γειτονιάς, ο Στεργίου, πάταγε σταφύλια. Η γυναίκα του ποτοποιού μάζευε τη μαρίδα της γειτονιάς για το πάτημα. Η αμοιβή για την εργασία ήταν ότι μπορούσες να φας όσα σταφύλια θέλεις! Αυτά δεν ήταν και πρώτης ποιότητας ούτε καθαρά και το «δωρεάν» οδηγούσε στην υπερβολή. Το τσιρλιό ήταν φυσικό επακόλουθο. Βλέπεις οι κανόνες υγιεινής ήταν τότε αρκετά πιο ελαστικοί. Δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι οι περισσότεροι πριν ανέβουν στο αυτοκίνητο ήταν ήδη ξυπόλητοι μονίμως… (Λευτέρης Τσίλογλου).
Ο κύκλος των αναμνήσεων ολοκληρώνεται με την κατάθεση βιωματικών περιγραφών από τη ζωή του συγγραφέα. Εικόνες και βιώματα που σχετίζονται με την κήρυξη του πολέμου 1940, με το σχολείο του, με την περιγραφή του πατρικού σπιτιού του, τα παιχνίδια της γειτονιάς, τους φίλους.
…Τότε το 1940-’41 η μητέρα μου ήταν 30-31 χρόνων. Με έσφιγγε στην αγκαλιά της και έτρεχε… έτρεχε. Κι εγώ – πόσο το θυμάμαι αυτό! – κολλημένος στο στήθος της μάνας μου, που με κρατούσε σφιχτά, άκουγα τους χτύπους της καρδιάς της και το λαχάνιασμά της. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα καρδιά να χτυπάει τόσο γρήγορα και δυνατά! Μαζί μας έτρεχαν κι άλλοι προς την ίδια κατεύθυνση, το Κουφόβουνο…

…Η ζωή της ανέμελης παιδικής και εφηβικής μας περιόδου στην προσφυγική Νέα Ιωνία μένει ανεξίτηλη στη μνήμη μας, που παρά τις δυσκολίες και ελλείψεις ήταν «ωραία» και ωραία (με και χωρίς εισαγωγικά) γιατί από τους γονείς μας – Μικρασιάτες – αντλούσαμε την αισιοδοξία και τα όνειρά μας για ένα καλύτερο μέλλον (Δημ. Κωνσταντάρας).
Στη συνέχεια αναφέρεται στις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, στην εκπαίδευση, στην παλιά και νέα Ευαγγελίστρια και στην ομάδα της Νίκης.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει και πρέπει να διαβαστεί από τους παλαιότερους για να θυμηθούν και τους νεότερους για να γνωρίσουν τους αγώνες και τις θυσίες των παππούδων και των γονιών τους από την πρώτη τους εγκατάσταση στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας μέχρι τη σημερινή σύγχρονη πόλη μας.
Σ’ ευχαριστώ, κύριε Δημήτρη, για την πληθώρα αναμνήσεων που ζωντάνεψες μέσα μου, αφού και η δική μου ζωή είναι συνυφασμένη με τα πρόσωπα τόσων ετών, με τα μαγαζιά που συχνά πυκνά αλλάζουν ιδιοκτήτες και περιεχόμενο, αφού ζω και κινούμαι στο ίδιο περιβάλλον από τότε που ένιωσα τον κόσμο, στον άξονα Ευαγγελίστριας-Κραυσίδωνα-Φαρδύ! Το φαρδύ του πόνου και της χαράς, της δουλειάς και της ξεκούρασης, της γιορτής, της Κυριακής, της Αποκριάς, του Ευαγγελισμού, του Πάσχα, το φαρδύ της βόλτας, το φαρδύ της βεγγέρας…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το