Άρθρα

Η μελαγχολία του έρωτα και το ανοιξιάτικο όνειρο στην καρδιά του χειμώνα

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου*

Σε ηλικία 30 ετών, έναν χρόνο πριν τον θάνατό του, ο Franz Schubert ολοκληρώνει το έργο του Winterreise – Χειμωνιάτικο ταξίδι – έναν φωνητικό κύκλο που αρχικά απαρτίζεται από φωνή για τενόρο και πιάνο και περιλαμβάνει στην τελική του μορφή 24 ρομαντικά τραγούδια (lieder) σε στίχους του ρομαντικού φιλέλληνα ποιητή Wilhelm Müller. Την επόμενη χρονιά, το 1828, ο συνθέτης της αμόλυντης μουσικής γονιμότητας και της σαγηνευτικής μελωδίας που γεννήθηκε μια χιονισμένη μέρα εγκαταλείπει εξαντλημένος από τις ασθένειες μια παγερή μέρα το 1797 τη γήινη ματαιότητα, όπως θεωρούσε ένα ολόκληρο κίνημα της εποχής. Στον τάφο του συνθέτη η φράση του ποιητή Franz Grillparzer «Die Tonkunst begrub hier einen reichen Besitz, aber noch viel schonere Hoffnungen» («Η Τέχνη της Μουσικής ενταφίασε εδώ ένα πλούσιο απόκτημα, αλλά ακόμη ωραιότερες προσδοκίες», σκιαγραφεί τη δημιουργική παρακαταθήκη που άφησε με το έργο του ο Βιενναίος μουσικός.

Ο ασυνήθιστα θλιβερός τόνος των τραγουδιών προκάλεσε απογοήτευση στον κύκλο των φίλων του. Ο ίδιος αν και μεσουρανούσε κάτω από το άστρο της επιβλητικής παρουσίας του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στον κύκλο των φιλόμουσων αριστοκρατών. Ο Schubert ήταν ίσως ο πρώτος σπουδαίος συνθέτης που λειτουργούσε ως ελεύθερος επαγγελματίας έξω από την ασφάλεια και τον περιορισμό της εκκλησιαστικής θέσης ή τις χορηγίες των ευγενών. Οι ανάγκες της βιωτής και η αρρώστια ήταν φανερό πως είχαν αποδυναμώσει τον συνθέτη και προκάλεσαν έντονη μελαγχολία και απογοήτευση. Για την ολοκλήρωση του Κύκλου του Χειμώνα η εργώδης προσπάθεια που κατέβαλλε δεν τον απέτρεψε να επενδύσει στην καθιέρωσή του. Στο περιβάλλον του συνθέτη αναγνωρίσθηκε άμεσα πως το έργο ήταν έκφραση προσωπικού τραύματος: Η αβίωτη ταλαιπωρία του αφροδίσιου νοσήματος που τον κατέτρεχε, οι απογοητευτικές εμπειρίες της ζωής είχαν αλλοιώσει το ρόδινο χρώμα του. Ο χειμώνας είχε έρθει γι’ αυτόν. Η ειρωνεία του ποιητή, ριζωμένη στην απελπισία, έθελξε τον Schubert και το φορτίο των συναισθημάτων εκφράσθηκε με συγκοπτόμενους τόνους. Ο επερχόμενος θάνατος συμβολίζεται μέσα από την τραχύτητα του ρυθμού κι η συμβολοποίησή του έχει το ένδυμα του χειμώνα.
Στην εξαίρετη μελέτη του τενόρου Άγλλου τενόρου Ian Bostridge «Schubert’s Winter Journey: Anatomy of an Obsession» αναφέρεται πως στην πορεία του Σούμπερτ υπάρχει η αίσθηση ενός μυστηρίου που γίνεται κατανοητό μετά τον θάνατο, όπως με τον Χριστό στον Κήπο της Γεσθημανή.

Παρά τον ελαφρύ φόρτο της ρομαντικής ρητορικής, ο Κύκλος του Χειμώνα έχει μια υπερβατική ποιότητα που μεταμορφώνει αυτό που τόσο εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράθεση στίχων που εκφράζουν την ερωτική απογοήτευση. Παρά το αυστηρό του ύφος το έργου είναι ένα από τα «μεγάλα πανηγύρια του μουσικού ημερολογίου» που αγγίζει την καρδιά του φιλόμουσου ακροατή ακόμη και στις παύσεις προκαλώντας συναισθήματα ανάλογα με τα Πάθη του Bach. Γιατί το ταξίδι, είναι και περίπατος, ξεκίνημα μιας νέας ζωής, μαγεία, αναζήτηση, πορεία προς τα εμπρός, περιπλάνηση, προσκύνημα, ακόμα και αγώνας , «χειμώνας αισθηματικός», ταξίδι πλούσιο σε αποχρώσεις που φανερώνει, πέρα από τα όρια της χειμερινής περιόδου με τις οδυνηρές ατμοσφαιρικές εκδηλώσεις, την τελική εποχή, όπου βασιλεύει ο θάνατος, η σιωπή, η μοναξιά, η απελπισία, το τίποτα.
Ακόμη κι αν σήμερα, επισημαίνει ο Bostridge, το λυρικό τραγούδι που συνοδεύεται από πιάνο δεν αποτελεί πλέον μέρος του καθημερινού πολιτιστικού βιώματος και έχει χάσει τη μοναδική υπεροχή του στην αίθουσα συναυλιών, αυτό η εξιδεικευμένη σύνθεση συνιστά αναμφισβήτητα ένα σπουδαίο έργο τέχνης το οποίο πρέπει να αναγνωρίζεται εξίσου σημαντικό όπως η ποίηση των Shakespeare και Dante, η ζωγραφική των Van Gogh και Pablo Picasso, το μυθιστόρημα του Marcel Proust. Με το έργο του ο Schubert αναδεικνύεται ως ο συνθέτης του πόνου. «Ο άνθρωπος υπομένει τη δυστυχία χωρίς να παραπονιέται, αλλά την αισθάνεται με πολύ περισσότερο πόνο», γράφει το 1816. Το θάρρος δεν εκφράζεται επομένως απαραίτητα στον αγώνα ενάντια στην κατάστασή του αλλά στην αποδοχή και τη μετάλλαξή του.

Η μουσική, καρπός αυτής της μεταμόρφωσης, δεν είναι διατεταγμένος θόρυβος, είναι η έκφραση αυτής της σιωπής, η υπέρτατη πραγμάτωση του σιωπηλού τραυματισμού. Ο Schubert είναι αποκαλυπτικός στις εξομολογήσεις τους «Γιατί μας προίκισε ο Θεός με συμπάθεια;». Να αγαπάς είναι να υποφέρεις. Το να ζεις, είναι να αγαπάς να υποφέρεις. Αυτή η μοιραία έλξη της ευχαρίστησης και του πόνου ανθίζει σε μελαγχολική απόλαυση και απελπισία. Μπορεί να λυθεί μόνο με τον θάνατο. Αυτή η διπλή φύση του Schubert που τον οδηγεί να συγχέει τη χαρά και τη θλίψη βρίσκεται στη διφορούμενη τονικότητά του. Γελάει σε μινόρε και κλαίει σε ματζόρε. Στη συνέχεια γελάει και κλαίει ταυτόχρονα, είτε σε ματζόρε είτε σε μινόρε.
Σε συνθήκες επώδυνες πριν το τέλος της ζωής του Schubert συνεχίζει να συνθέτει έργα ως την τελευταία του πνοή, αν και ξέρει ότι είναι απίθανο να δημοσιευτούν αδιαφορώντας εάν δεν ευχαριστούν κανένα και δεν συμβάλλουν στην επιβίωσή του:

«Καλύτερα να πεθαίνω από την πείνα παρά να σπιλώσω το όνομά μου». Πάνω απ’ όλα, και αυτή είναι η ύψιστη μορφή θάρρους και αξιοπρέπειας που δείχνει πως ο Schubert δεν φοβάται τον θάνατο και, όπως ο Μότσαρτ, είναι συμφιλιωμένος με αυτόν. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη στάση του όταν συνθέτει το Χειμωνιάτικο Ταξίδι στο ακραίο όριο της δύναμής του, αλλά και στη μουσική του γλώσσα. Δεν φοβάται να διερευνήσει με καινοτόμα διάθεση τις πιο «επικίνδυνες» περιοχές της αρμονίας, να τολμήσει τις πιο τολμηρές διαμορφώσεις με κίνδυνο να μην γίνει κατανοητός από τους πιο πιστούς ακροατές του. Δεν διστάζει να μελετήσει πιο σοβαρά τη φούγκα και την αντίστιξη τους τελευταίους μήνες της ύπαρξής του για να παραμείνει πιστός σε ένα ιδεώδες που είχε ορίσει στα νιάτα του: «τα έργα μου να είναι η αντανάκλαση της μουσικής μου γνώσης και του πόνου μου. Γιατί ακόμη και στη χειμωνιάτικη περιπλάνηση ενός άνδρα, προδομένου από τον έρωτά του, μέσα στον βαρύ χειμώνα της απελπισίας του η ανελέητη διαδρομή της μοναχικής συντριβής του κρύβει το χειμερινό όνειρο του έρωτα».
Όπως θαυμάσια έγραψε ο Διονύσης Καψάλης στο πρόγραμμα μιας παράστασης με μεταγραμμένα στη γλώσσα μας «τα εικοσιτέσσερα γερμανικά τραγούδια του Χειμωνιάτικου Ταξιδιού, από την εναρκτήρια Καληνύχτα έως τον ακροτελεύτιο Leierman, τον πλανόδιο οργανοπαίχτη, πού στοίχειωσε στη φαντασία μας και διαπορεύεται, παρέα με τον Tambourine Man του Μπὸμπ Ντύλαν», το έργο του Schubert εξακολουθεί να είναι επίκαιρο εκφράζοντας «την έρημο των ήμερών μας με το ίδιο ανοιξιάτικο όνειρο στην καρδιά του χειμώνα».

* Ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής στο European School of Brussels III

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το