Οικονομία

Η μάχη των ειδικών μισθολογίων θα κριθεί στα δικαστήρια

Το τελευταίο µπαράζ των αναδροµικών διεκδικήσεων µε την απόσπαση θετικών αποφάσεων από τα Πρωτοδικεία για τους γιατρούς του ΕΣΥ άνοιξε νέο κύκλο «προβληµατισµού» για το οικονοµικό επιτελείο. Οι πρωτόδικες αποφάσεις από την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη δικαίωσαν τους γιατρούς, αφού έκριναν αντισυνταγµατικές τις διατάξεις του νέου µισθολογίου του 2017, επιδικάζοντας παράλληλα αναδροµικά διετίας (2017-2018) από 19.000 έως 24.000 ευρώ.

Με τις προσφυγές τους οι γιατροί «χτυπούσαν» τις διατάξεις του Ν. 4472/2017 για τα ειδικά µισθολόγια, καθώς µε αυτές προβλέπονταν µικρότερες καθαρές αποδοχές απ’ ό,τι στο παρελθόν. Υπενθυµίζεται ότι οι γιατροί είχαν «πληγεί» µισθολογικά µε µνηµονιακό νόµο του 2012 (4093/12), οι διατάξεις του οποίου κρίθηκαν από την Ολοµέλεια του ΣτΕ αντισυνταγµατικές. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση επανήλθε µε νέο µισθολόγιο, το οποίο όµως κρίνεται και πάλι από τα πολιτικά δικαστήρια, µετά τις αγωγές των γιατρών, οι οποίοι προβάλλουν οικονοµικές αξιώσεις διετίας. Και αυτό γιατί, όπως υποστηρίζουν, µε το νέο µισθολόγιο οι καθαρές αποδοχές τους είναι λιγότερες από όσα προβλέπονταν µε το παλαιότερο.

Παρ’ όλα αυτά άλλοι συνάδελφοί τους δεν είχαν την ίδια τύχη, και αυτοί µάλιστα εκτιµάται ότι είναι αρκετές χιλιάδες. Και αυτό γιατί το Συµβούλιο της Επικρατείας χάραξε για ακόµη µία φορά την «κόκκινη γραµµή» του µε την απόφαση του Φεβρουαρίου του 2018, µε την οποία έκρινε αντισυνταγµατικές τις περικοπές του νόµου 4093/2012. Με αυτήν οι ανώτατοι δικαστές ξεκαθάρισαν ότι η «δικαίωση» για τους µισθούς των γιατρών θα αφορά µόνον εκείνους που προσέφυγαν στο ΣτΕ πριν από την έκδοση της απόφασης και όχι εκείνους που έσπευσαν στα δικαστήρια µετά τον Φεβρουάριο του 2018. Νοµικοί εκτιµούν, ωστόσο, ότι µε αυτόν τον τρόπο θα δηµιουργηθούν συν τω χρόνω µισθοί δύο ταχυτήτων, µε νέες προσφυγές να κατατίθενται σε λίγο καιρό και πάλι στα δικαστήρια.

Τον Οκτώβριο τα σπουδαία
Σε εκκρεµότητα όµως παραµένει και το θέµα των πανεπιστηµιακών, µετά την προσφυγή που κατέθεσαν τέσσερα µέλη της Εκτελεστικής Γραµµατείας του Αριστοτέλειου Πανεπιστηµίου στο Συµβούλιο της Επικρατείας, η οποία θα συζητηθεί τον Οκτώβριο. Στόχος να κριθεί εκ νέου η αντισυνταγµατικό τητα των διατά ξεων του νέου µισθολογίου (Ν. 4472/2017), µέσω της διαδικασίας της πρότυπης δίκης. Η τυχό ν αί σια έκβαση της πιλοτική ς δίκης θα αποτελέ σει κατευθυντή ρια νοµολογιακή γραµµή και οδηγό για την εκδί καση και των άλλων αγωγών που είτε εκκρεµούν είτε θα κατατεθούν στο µέ λλον στα διοικητικά δικαστή ρια.

Και στην περίπτωση των καθηγητών, πάντως, µετά τη νοµολογία που έχει χαράξει το ΣτΕ, τα αποτελέ σµατα της αντισυνταγµατικό τητας του νόµου επέρχονται µετά την ηµεροµηνιία έ κδοσης της από φασης, ενώ για το προηγού µενο χρονικό διά στηµα µό νο για ό σους έ χουν καταθέ σει αγωγέ ς. Και στην περίπτωση των πανεπιστηµιακών διεκδικούνται αναδροµικά διετίας, δηλαδή για το 2017- 2018. Σύµφωνα µε τους καθηγητές, η αντισυνταγµατικό τητα του νέ ου µισθολογίου βασί ζεται στο γεγονό ς ό τι οι αποδοχές τους εξακολουθού ν να υπολεί πονται των συνταγµατικά αποδεκτών αποδοχών που ίσχυαν πριν από την 1/8/2012, δηλ. προ των αντισυνταγµατικώ ν διατά ξεων του Ν. 4093/2012, ενώ οι αγωγέ ς θα αφορού ν αξιώ σεις αποζηµί ωσης ί σης µε τη διαφορά των αποδοχών του νέου µισθολογίου (Ν. 4472/2017) µε τις αποδοχέ ς προ του 2012 (προ των διατά ξεων του Ν. 4093/2012).

«Bόμβα»
Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν και οι διεκδικήσεις των δηµοσίων υπαλλήλων (σ.σ.: οι πρώτοι που προσέφυγαν ήταν υπάλληλοι του υπουργείου ∆ικαιοσύνης) για τα περικοµµένα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόµατος αδείας. Το 6ο Τµήµα του Συµβουλίου της Επικρατείας έριξε τη «βόµβα» του, κρίνοντας ότι οι επίµαχες περικοπές (σ.σ.: που αρχικά ήταν µειώσεις, αλλά στη συνέχεια τα δώρα καταργήθηκαν) είναι αντισυνταγµατικές.

Ωστόσο, λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης το θέµα παραπέµφθηκε στην Ολοµέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού ∆ικαστηρίου, απ’ όπου αναµένεται και η τελική κρίση. Στη συζήτηση που έγινε πριν από λίγους µήνες στο Συµβούλιο της Επικρατείας το ∆ηµόσιο υποστήριξε ότι εάν κριθούν αντισυνταγµατικές οι περικοπές, το υπουργείο Οικονοµικών θα πρέπει να καταβάλει 3,9 δισ. ευρώ, µε την άλλη πλευρά να αντιλέγει, σηµειώνοντας ότι το κόστος είναι πολύ µικρότερο, καθώς δεν έχουν ασκηθεί πολλές αγωγές σε βάρος της επίµαχης διάταξης και πως ήδη από το 2013 (σ.σ.: έτος κατά τη διάρκεια του οποίου άρχισαν οι περικοπές) οι δηµόσιοι υπάλληλοι στην πλειονότητά τους έχουν χάσει την αξίωσή τους να διεκδικήσουν χρήµατα. Τα έτη για τα οποία µπορούν να έχουν αξιώσεις -όσοι προσέφυγαν-, όπως είπαν, είναι το 2017 και το 2018, για τα οποία το κόστος δεν ξεπερνά το 1,2 δισ. ευρώ.

Υπενθυµίζεται πάντως, ότι η Ολοµέλεια του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου, µε απόφαση του Ιουνίου του 2015, έχει ήδη βάλει «όρια» λόγω δηµοσιονοµικού κόστους, αποφαινόµενη ότι αναδροµικά µπορούν να πάρουν µόνο όσο είχαν ασκήσει προσφυγές πριν από την έκδοση της απόφασης, ενώ για τους υπολοίπους ο χρόνος «τρέχει» από τον Ιούνιο του 2015.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το