Θ Plus

Η Κατίνα με τις εφτά ψυχές – Άγνωστες πτυχές της Ιστορίας από μια αντάρτισσα – «θρύλο»

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Τριγύριζα άσκοπα στην Αθήνα όταν δέχτηκα τηλεφωνικά μιαν αναπάντεχη πρόσκληση. Ο Μάνθος, που μόλις είχε καταφθάσει στην Αθήνα μαζί με τον Βασίλη, με καλούσε να επισκεφτούμε μιαν ηλικιωμένη και ιστορική φυσιογνωμία από τον Εμφύλιο που ζει απομονωμένη στο Μαρούσι.
Αποδέχτηκα ασμένως την πρόσκληση, δίχως να έχω ακουστά τη «φήμη» της Κατίνας.
Δώσαμε ραντεβού έξω από το Βυζαντινό Μουσείο. Από εκεί πήραμε τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, διασχίσαμε την Κηφισίας και καταλήξαμε στο τέρμα του Αμαρουσίου.
*
Η γνωριμία μου με την Κατίνα, σε ένα λεπτόγουστο διαμέρισμα του Αμαρουσίου (Χολαργό, λέει η ίδια) έμελλε να είναι καταιγιστική. Μου επέτρεψε να την «ανακρίνω» καταγράφοντας τη ζωή της βήμα το βήμα.
Αντάρτισσα με δίκωχο και πλάκα τα παράσημα της καρδιάς η Κατίνα, ζέστανε συγκλονιστικά τις μηχανές της μνήμης.
Ξεκίνησε το βίο της από την Κατοχή, όταν στρατολογήθηκε στην ΕΠΟΝ, προχώρησε διασχίζοντας τα βουνά των Αγράφων, κι ανέβηκε στο Μάλι Μάδι για να φτάσει στη λίμνη των Πρεσπών και να καταλήξει η αφήγησή της στον προσωπικό της φίλο Πέτρο Κόκκαλη, αλλά και στο μυθικό ζευγάρι Νίκου Μπελογιάννη – Έλλης Παππά, με τη σύλληψη, δίκη και θανατική και καταδίκη των τελευταίων, έως και την εξαντλητική εργασία της ίδιας της Κατίνας στα κολχόζ των παραδουνάβιων περιοχών.
Εκστατικός άκουγα τη διαπλοκή του βίου της όπως τα έχει περιγράψει και αφηγηθεί η ίδια στα δυο βιβλία που έχει γράψει.

Η φωτογραφία που την έκανε διάσημη στην Ευρώπη

*
Η Κατίνα γεννήθηκε στον Αλμυρό το ’27. Δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Την πήραν τα βόλια του πολέμου. Εκείνου του «πολέμου» που σάρωνε σώματα και καρδιές. Έγινε σοσιαλίστρια. Κατατάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό. Στρατιωτίνα, με σκουφί το δίκωχο της βουνίσιας λευτεριάς.
Πολέμησε. Μπήκε στην πρώτη γραμμή κρούσης και πυρός. Σημαδεύτηκε από δικούς και ξένους. Πήρε το βουνό και ζώστηκε τον αέρα του ελάτου.
Πολέμησε. Νικήθηκε. Μα δεν παραδόθηκε. «Φυγαδεύτηκε» πέρα από τα σύνορα. Περπάτησε τη Σερβία και κατέληξε στις παραδουνάβιες χώρες. Εκεί, λέει, είχαν ανάγκη από χέρια εργατικά. Μπήκε στο ζουρνά της βιοπάλης. Γιατί έτσι μαθές καταξιώνονται οι σοσιαλιστές…
Ειδικεύτηκε ως οξυγονοκολλήτρια. Για το καλό λέει, του σοσιαλισμού. Τα χέρια της έβγαλαν φουσκάλες. Γρήγορα εκτιμήθηκε η δουλειά της και μετατάχτηκε σε βιομηχανικό εργαστήρι. Έγινε μεταλλεργάτρια και στο τέλος πέρασε στις πλωτές μαούνες του Δούναβη. Κατάφερε όμως και σπούδαζε ταυτόχρονα οικονομικά και κοινωνιολογία. Έμαθε τη ζωή. Απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη…
Στη Ρουμανία γνώρισε τον Ηλία. Και τη Μαρίκα. Τον άντρα της Έλλης και τη γυναίκα του Νίκου. Κι όταν έπιασαν τον Νίκο και την Έλλη στην Ελλάδα τους δίκασαν και τους καταδίκασαν σε θάνατο.
Η Κατίνα ανέλαβε το δύσκολο μεσολαβητικό ρόλο να ενημερώσει τη Μαρίκα, τη γυναίκα του Νίκου και το Ηλία, τον άντρα της Έλλης.
Πώς να το πει του Ηλία, πώς η Έλλη καταδικάστηκε σε θάνατο;
Η Έλλη πήρε πρόσκαιρη αναστολή, μια και βούιξε η Ευρώπη, ζητώντας παρεμβατικά να της δοθεί χάρη. Οι Ελληνικές αρχές αρνήθηκαν τη χάρη, αλλά της έδωσαν αναστολή εκτέλεσης.
Γιατί ήτανε έγκυος!
Έτσι γλίτωσε η Έλλη. Και γέννησε μες στη φυλακή. Το παιδί του Νίκου…
*
Σήμερα, εξηνταέξι χρόνια μετά από κείνα τα δραματικά γεγονότα του ’52, η Κατίνα συγκεντρώνει, με προσοχή ερευνητή, τις σκόρπιες αναμνήσεις, στιβαρές αναμνήσεις – ελεγμένες μια προς μία – κι ένα μάτσο από δαύτες γίνονται σήμερα αντικείμενο σχολιασμού, κριτικής και συζήτησης. Αναμνήσεις ιστορικού ενδιαφέροντος που μας τις αραδιάζει, η Κατίνα, με στόμφο αλλά και πικρία, όταν τη διακόπτουμε.
Είμαι εγώ, ο Μάνθος κι ο Βασίλης, κατά πολύ νεότεροι κι αβάπτιστοι στο τσεκούρι και τη φωτιά.
Απέναντί μας η Κατίνα, σφιγμένη δίπλα από το τζάκι, μ’ ένα γάτο αγκαλιά, χαϊδεύει τη μνήμη της κι εκείνη ξερνάει αναπάντεχα γεγονότα.
«Σήμερα πέρασε από δω ο Ηλίας (ο Νικολακόπουλος). Προχτές ήρθε ο Κούλογλου. Τις προάλλες ήρθε να με δει ο Μίκης με τον Γλέζο. Πέρασε από δω κι ο Σεμπρούν. Περιμένω και το Γαβρά».
«Ήρθαν απ’ τον Αντένα, ήρθαν κι από το Νοva. Μια ώρα στήναν τις μηχανές. Ήρθε κι ένα παλικαρόπουλο που τόστειλε το κόμμα. Δίσταζε να μου μιλήσει. Του λέω, αγόρι μου, εσύ δεν κάνεις για τέτοια. Ηρθε να πάρει, λέει, μιαν επιστολή του Μπελογιάννη, που μου την είχε εμπιστευτεί η Μαρίκα, να την πάει το κόμμα στο καινούργιο σπίτι – μουσείο πού ‘φτιαξε η πολιτεία στην Ολυμπία, στον Πύργο, δε θυμάμαι»…
«Πέρασε από δω κι ένα συνεργείο από τη Γαλλία. Καταγράφουν, λέει, τα διάσημα ζευγάρια της ευρωπαϊκής ιστορίας. Τους είπαν φαίνεται ότι εγώ ξέρω την ιστορία του Νίκου και της Έλλης.
«Ε, ναι, αυτή θέλουμε», της είπαν…
Έπειτα ήρθε κι ένας Γερμανός. «Τι θέλεις εσύ εδώ» του λέω. Ήρθα, μου λέει, να καταγράψω την ιστορία σας…
«Κι έτσι του μίλησα για τις Πρέσπες. Την Πύλη, το Αγκαθωτό και το Μάλι Μάδι… Eκεί πέρασα τη «μισή» μου ζωή. Έτρεχα καθημερινά, ως πέρα το Αγκαθωτό ανεβαίνοντας σε κείνο το βουνό μέρα παρά μέρα… το ξέρεις ρε αυτό βουνό… ξαναγύριζα το ίδιο βράδυ στη λίμνη… ξέρεις πόσα πτώματα κρύβει αυτή η λίμνη… σήμερα ακόμα είναι σπαρμένα εκεί μες στα καλάμια, που τώρα τα καλλιεργούνε φασoλιές… Άμα σκάψουν θα βγάλουν σωρούς τα οστά»…
«Στην Πύλη έκανα φανταρίνα… Εκεί με τραβήξαν κάτι ξένοι τη φωτογραφία που βλέπεις. Με το δίκωχο λοξό και το βλέμμα σπαθάτο… κι έτσι πέρασε στην Ευρώπη. Τις προάλλες ήρθε κι ο δήμαρχος Καλαμαριάς και μου ζήτησε να κάνει μια γιορτή.
Ρε συ, είμαστε μεις για γιορτές»;
«Αλλά ο πιο ωραίος άνθρωπος ήταν ο Πέτρος… Τι με ρωτάς ποιος ειν’ αυτός; Ε ας ήταν ο Πέτρος… Έλα μωρέ Κυριάκο, για τον Κόκκαλη σου μιλάω… Άνθρωπος, με κεφαλαίο Άλφα, ο γιατρός, τι λέω, η ψυχάρα…
«Εμένα που με βλέπεις, έκαμα μ’ ένα σωρό ανθρώπους. Είτε στο βουνό είτε στις φυλακές… κάποτε βρέθηκα στο βουνό με τη Φωτίκα. Ποια είναι η Φωτίκα; Βλέπεις αυτή τη φωτογραφία, στον μπουφέ; Eίμαστε τα δυο μας πάω στο βουνό… κοίτα πως με αγκαλιάζει προστατευτικά; Την έφαγαν μπαμπέσικα στον κάμπο. Δεν ξέρω αν ήταν οι Σουρλαίοι. Πάντως την άφησαν μισοπεθαμένη στην ερημιά να τη λιανίσουνε τα όρνια».
Κι αφού μου περιγράψει τη διάσχιση που έκαμε στο Μάλι Μάδι, μία προς μία όλες τις σπηλιές στις Πρέσπες όπου έζησε, γυρίζει τη κουβέντα στη γυναίκα του Μπελογιάνη…
«Ήταν μεγάλη καρδιά η Μαρίκα η Κόζη»…


*
Δε σταματάει λεπτό, το στόμα αλλά κι η μνήμη της δουλεύουνε ρολόι. Και ποιόνα δε θυμάται. Όλους, μα όλους τους ξαναλέθει η μνήμη της και τους κανακεύει, με τον καλό της λόγο. Ακόμη και για το βασιλιά έχει καλή γνώμη.
«Δεν έφταιγε αυτός», λέει.
Δίπλα της χουχουλιάζει ο άσπρος γάτος, τον πιλατεύει, όπως θα πιλάτευε ένα τουφέκι.
«Kαι που λες, Κυριάκο, εκεί στο Μάλι Μάδι να δεις πράματα και θάματα. Αλλά πρέπει να σου τα πω με τη σειρά. Πρώτα ήτανε το Κάμενικ… εκεί κι αν «έφυγε» κοσμάκης… ύστερα περάσαμε στο Βίτσι. Τι… ανέβηκες στο Βίτσι… και στο Κάμενικ έφτασες… τί λες μωρέ, θα σε ελέγξω… να δω αν τα ξέρεις…
Κάτι ακούγεται στο ταβάνι, η Κατίνα ρωτάει μήπως χτύπησε κανείς την πόρτα, «ά όχι το τηλέφωνο είναι, σηκώστε μωρέ το τηλέφωνο»…
Από το Βίτσι φεύγει και ξαναπάει στο Μάλι Μάδι (εκεί είναι η ψυχή της), ύστερα φέρνει την κουβέντα στον Δημητρώφ, «εκείνος…», λέει, αλλά σταματάει απότομα … «ας όψεται ο Στάλιν»…
«Μη μου μιλάς εμένα για τον Τίτο, δε θέλω ν’ ακούω γι’ αυτόν, κι όρκο σου κάνω δεν θ’ αναφέρω ούτε τ’ όνομά του αλλουνού του μπαμπέση (εννοεί τον Τσαουσέσκου), ο Δημητρώφ θα μας έφερνε όπλα, αλλά μας πρόλαβε, βλέπεις, η «Κορωνίδα», εγώ ήμουνα στο Ταμπούρι… εκεί στον Αϊ-Λια… που λες πως πήγατε προχτές…, φύγαμε από κει νύχτα… όταν έσκαψαν τη γης με κείνες τις μπόμπες τις ρουφίχτρες»:…
«Ξέρεις… πάω κάθε χρόνο στις Πρέσπες… είν’ η καρδιά μου εκεί… έρχεται και με παίρνει ο Λιάνης, ας είναι καλά το παλικάρι, παλιά ερχόταν κι η Μελίνα… θυμάμαι είχαμε ένα σύνδεσμο στον Άγιο Αχίλλειο… πήγαινα όπλα, έπαιρνα φασόλια…
«Τον Νικηφόρο Ουρανό, που λες, δεν τον έχω ακουστά. Πού είναι αυτός μωρέ; Τι;… σπηλιά είναι…, που κρύβονταν οι αντάρτες; Όχι δεν την ξέρω…
Ξαναχαϊδεύει τον γάτο, κοιτάζει τη φωτογραφία με το δίκωχο κι αμέσως με καρφώνει με το βλέμμα της.
Η Κατίνα με τις ενενηνταμία καμπούρες στο δισάκι του χρόνου.
Η Κατίνα με τα βαμμένα καστανά μαλλιά, το πόδι το μπαταρισμένο, την εγχειρισμένη ραχοκοκαλιά.
Η Κατίνα με την πίεση του αίματος στα είκοσι και την άλλη πίεση στα εκατό να τρέχει, πίσω από ραχούλες και λαγκάδια, βαθιά μέσα κι όξω απ’ τα ταμπούρια των Πρεσπών και πέρα από το Μάλι Μάδι….
Η Κατίνα περιμένει, λέει, αύριο τον φίλο της τον Αλεβιζάτο, κορυφαίο καρδιολόγο – όπως τον αποκαλεί -, να της δώσει κατευναστικό, να πέσουν οι πιέσεις της καρδιάς και του αίματος. Ενός αίματος ταχυβραστήρα, ακάματου και πολυακόρεστου.
Μα πώς να πέσουν οι ρυθμοί μιας τέτοιας καρδιάς;
Η Κατίνα δε σώνει ούτε με τούτα ούτε με κείνα τον λόγο της κι ούτε φαίνεται πως θα σωθεί το άλμα της αγριόγατας. Διψάει ακόμα για ιδέες και ζωή.
Η Κατίνα που είχε συλληφθεί μαζί με άλλες γυναίκες και φυλακίστηκε, Γαλλίας με Βασσάνη (έτσι θυμάται) περιμένοντας τον θάνατο. Ένας θάνατος που ήρθε για άλλους μα όχι για την ίδια.
Αφού της είχαν τσακίσει τα παΐδια και δεν έμενε άλλο τι να της κάνουν, μπήκε στο κρατητήριο ο «αρχηγός».
«Μπα, ζει ακόμα το θηρίο», διερωτήθηκε; «Ζει» είπε ο «ανακριτής»… «γιατί είναι εφτάψυχη»…
Η Κατίνα με τις εφτά ψυχές…
Τόπε ο αντίπαλος, το λέει τώρα κι ο φίλος ο καρδιολόγος…

Ε, δε συναντάς εύκολα τέτοιες γυναίκες την σήμερον ημέραν…

Mαρούσι, 18 Νοέμβρη του 2018

Η Κατίνα Τέντα – Λατίφη είναι 91 ετών σήμερα και ζει στο Μαρούσι. Έχει σπουδάσει οικονομικά κοινωνικές επιστήμες και διεθνές εμπόριο στη Μόσχα, στο Βουκουρέστι και στο Παρίσι. Έχει γράψει δυο βιβλία που γνώρισαν επανειλημμένες εκδόσεις:
ΤΑ ΑΠΟΠΑΙΔΑ (Εξάντας) και «ΠΕΤΡΟΣ Σ. ΚΟΚΚΑΛΗΣ, Βιωματική Βιογραφία» (Βιβλιοπωλείο της Εστίας).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το